Τον Ιανουάριο του 1990, ένας ασθενής αγνώστων για ιδιωτικούς λόγους λοιπών στοιχείων διαγνώστηκε με το σύνδρομο της ψευδαίσθησης του Cotard σε εισαγωγή του σε τοπική κλινική, έπειτα από εγκεφαλικά τραύματα. Μετά από σωρεία εξετάσεων, οι γιατροί εντόπισαν προβλήματα τόσο στο κεντρικό λοβό όσο και στο ημισφαίριο του εγκεφάλου και γρήγορα διαπίστωσαν την αδυναμία του ασθενή να αναγνωρίσει τα οικεία σε αυτόν πρόσωπα, και συνέστησαν την εξακολούθηση της παρακολούθησής του από το ιατρικό επιτελείο του νοσοκομείου. Ωστόσο, μετά το πέρας λίγων μηνών και τη θεώρηση των γιατρών πως η υγεία του ασθενή τους είχε σταθεροποιηθεί, συντάθηκε εξιτήριο, με τη φροντίδα του, πλέον, να την αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου η οικογένεια.
Δυστυχώς, όμως, τα συμπτώματα του συνδρόμου έκαναν ξανά την εμφάνισή τους, καθώς ο ασθενής δεν άργησε να θεωρεί πως είναι νεκρός, έχοντας νοσήσει από AIDS, ενώ παράλληλα συνέχιζε να μην αναγνωρίζει τα κοντινά του πρόσωπα, μέρη και αντικείμενα, με αποτέλεσμα την εκ νέου εισαγωγή του στο νοσοκομείο. Τον Μάιο του ίδιου έτους είχε κατορθώσει να ξεπεράσει ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος, με την εν μέρει καταπολέμηση της πεποίθησης ότι είναι νεκρός. Τελικά, μετά την ψυχολογική διάγνωσή του με κατάθλιψη και περιορισμένη αυτοεκτίμηση, ακολούθησε συγκεκριμένη αγωγή, που οδήγησε και στην ολοκληρωτική του αποκατάσταση.
Ο λόγος, φυσικά, για το σύνδρομο της ψευδαίσθησης του Cotard, μια αρκετά σπάνια ψυχολογική διαταραχή, που αναγκάζει τον ασθενή να θεωρεί τον εαυτό του νεκρό, καθώς θεωρεί τμήματα του σώματός του σαπισμένα και κατεστραμμένα. Ταυτόχρονα, η απόγνωση και η απελπισία μαζί με την κατάθλιψη με την αυτοαντιπάθεια που αισθάνεται για την ίδια του την παρουσία κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ η τάση για προσωπική καθαριότητα και φροντίδα σταδιακά εξαφανίζονται. Παρά την μη αναγνώριση του εν λόγω συνδρόμου από την πλειονότητα των απανταχού ψυχολόγων, ο νευρολόγος Jules Cotard ήταν ο πρώτος που την κατέγραψε στα επιστημονικά δρώμενα το μακρινό 1880.
Σύμφωνα με τον Cotard, λοιπόν, και τις αρχικές του εκτιμήσεις, το κυριότερο σύμπτωμα είναι η άρνηση και οι μορφές της. Το άτομο που νοσεί αρνείται την προσωπική του υγιεινή ευημερία, αρνείται την ύπαρξη κάποιου συγκεκριμένου οργάνου του σώματός του, αρνείται την ίδια του την ύπαρξη. Επιπλέον, επισημαίνεται και η άρρηκτη σύνδεση του συνδρόμου αυτού τόσο με κάποια είδη σχιζοφρένειας, αλλά και με το σύνδρομο Capgrass, ελέω της ίδιας φύσης του προβλήματος με τη ψευδαίσθηση του Cotard, καθώς έχει επηρεαστεί τόσο η περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για την αναγνώριση των προσώπων, όσο και το τμήμα εκείνο που είναι υπεύθυνο για την καλλιέργεια συναισθημάτων μετά την αναγνώριση των προσώπων. Τέλος, σύμφωνα με το νευρολόγο, λαμβάνει χώρα κυρίως σε άτομα που νοσούν χρόνια με ψύχωση ή σχιζοφρένεια, με πονοκεφάλους στην περιοχή του εγκεφάλου, με έντονη νευρολογική πάθηση. Παρά την συμμετρία των συμπτωμάτων, δεν θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση με απλές ψευδαισθήσεις, καθώς εκείνες δεν θα ήταν τόσο επίπονες και βλαβερές για τον ασθενή.
Αξίζει να σημειωθεί πως το σύνδρομο της ψευδαίσθησης του Cotard επηρεάζει έντονα και τους χρήστες ναρκωτικών, καθώς η χημική ένωση της 9-καρμποξυμεθοξυνεθυλγουανινης προσβάλλει τα περισσότερα τμήματα του εγκεφάλου, και τον κύριο λοβό.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 70% των ασθενών που ερωτήθηκαν θεωρεί τον εαυτό του νεκρό…
Όσον αφορά την θεραπεία, αυτή θα μπορούσε να είναι ολοκληρωτική και ριζική μόνο με την μηνιαία χορήγηση φαρμάκων, όπως αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωτικών. Ταυτόχρονα, όμως, κρίνεται απαραίτητη η συστηματική εξέτασή από τους ειδικούς, καθώς και η καθημερινή κατανόηση και φροντίδα από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, τα πρόσωπα των οποίων θα τα αναγνωρίσει με την, όχι και τόσο χρονοβόρα, πάροδο του χρόνου.