Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία του Αισχύλου “Πέρσες” αποτελεί ένα ισχυρό αντιπολεμικό έργο και μεταφέρει ένα διαχρονικό μήνυμα ενάντια στην αλαζονεία και την έπαρση του δυνατού. Ο Αισχύλος, 7 χρόνια μετά τη μάχη της Σαλαμίνας, γράφει, όχι τόσο για να προάγει την ισχύ της Αθήνας αλλά, για να τους υπενθυμίσει και να τους επισημάνει πως δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από τη δημοκρατία προς άλλα μοναρχικά πολιτεύματα, πρέπει να σέβονται τους θεούς τους και να μην υποτιμούν τους εχθρούς τους, ώστε να μην οδηγηθούν στην καταστροφή όπως η μεγάλη δύναμη των Περσών. Έμμεσα ο ποιητής εστιάζει και στην ασημαντότητα της διαφορετικότητας πολιτικού και πολιτισμικού υποβάθρου όταν προκύπτει το πολεμικό βίωμα· ο πόνος, η απόγνωση, ο θρήνος είναι ίδια για όλους στο πόλεμο.
Η δράση, κυρίως αφηγηματική, δεν αποτελεί το δυνατό σημείο του κειμένου, απουσιάζουν περιπέτειες και αναγνωρίσεις και αφθονούν οι πληροφορίες της μάχης και οι λίστες ονομάτων των στρατιωτών. Ο χωροχρόνος μπορεί και απλώνει μαεστρικά στους Πέρσες και γεγονότα που συνέβησαν στο πριν και χιλιόμετρα μακριά λέγονται χωρίς να γίνονται επί σκηνής. Ο Άρης Μπινιάρης κατόρθωσε να δώσει έντονη κίνηση σε ένα κείμενο, δυναμικό μεν στατικό δε, διατηρώντας την ένταση του καθ όλη τη διάρκεια της παράστασης σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σε μετάφραση Παναγιώτη Μουλλά, αντιμετώπισε το έργο με σύγχρονους όρους, χωρίς όμως να υποπέσει σε ακραίους πειραματισμούς υπονομεύοντας το κείμενο αλλά συγκροτώντας μία καλοδουλεμένη και με απόλυτη συνέπεια σκηνοθεσία.
Μέσα από το σκοτάδι στο απόλυτα λιτό σκηνικό του Κωνσταντίνου Λουκά ( 2 τύμπανα, πύλη του Κάτω Κόσμου, εστιακό σημείο στην επιφάνεια της ορχήστρας) εισέρχεται ο χορός. Αλλά δεν είναι ένας χορός γερόντων. Ο χορός του Μπινιάρη αποτελείται από πολεμικούς, ορμητικούς, νέους άντρες οι οποίοι σε ρυθμούς ραπ και με τη συνοδεία ενός τυμπάνου και ενός τζουρά ξεκινούν τη πάροδο. Με μέτρο, ρυθμό, συγχρονισμό και διατηρώντας την κινησιολογική τους αρτιότητα σαν σύνολο και ξεχωριστά ως μονάδες, παρουσιάζουν τη δύναμη των Περσών με το λόγο τους, την όψη τους και την κίνηση τους. Ο ήχος που δημιουργείται από το έγχορδο,κρουστό και τον τραγουδιστικό λόγο του Χορού έχει απλότητα και ένταση, μοιάζει με ήχος που αναδύεται από το ίδιο το περιβάλλον, συντίθεται και αναδύεται από την ίδια τη βάρβαρη γη. Ο χορός θα κυλιστεί σε ψυχικές διακυμάνσεις, θα περάσει τα στάδια μέχρι να αποδεχτεί τη μοίρα του, θα θυμώσει, θα ελπίσει, θα θρηνήσει και θα φτάσει σε μία μέθεξη που ταυτόχρονα καθηλώνει και τρομάζει.
Η πρώτη είσοδος της Άτοσσας (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) έγινε με βασιλική περιβολή(Κοστούμια Ελένη Τζιρκαλλή) χωρίς όμως μεγαλοπρεπείς υπερβολές, κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον ασύλληπτο πλούτο και την ασύδοτη χλιδή των Περσών, αλλά παρόλα αυτά εναρμονιζόταν με τη ζοφερή απόχρωση της συνθήκης. Η Άτοσσα συνομιλεί με το χορό, εκμυστηρεύεται το όνειρο που προοικονομεί το τέλος, επικοινωνεί την αγωνία και το φόβο χωρίς όμως να λυγίζει μέχρι τη στιγμή εκείνη που αντιλαμβάνεται πως ο πλούτος χάθηκε. Αδυνατεί να αντιληφθεί τη δύναμη και το νόημα της δημοκρατίας, μοιάζει εξωπραγματική η παραδοχή του πολιτεύματος τους καθώς και ο μειονεκτικός αριθμός τους που δεν εμπόδισε τη νίκη τους. Ένα βαθύ εγωιστικό και συνάμα τρομακτικό γέλιο της θα σπάσει την σιωπή της θλίψης του χορού για τους νεκρούς της μάχης όταν μαθαίνει πως ο γιος της Ξέρξης, υπαίτιος της καταστροφής, είναι ζωντανός. Ο πλούτος και η υπεροχή είναι υψίστης σημασίας για τη βασίλισσα των Περσών και συντρίβεται στη σκέψη του ρακένδυτου Ξέρξη. Η Καραμπέτη έδωσε στην Άτοσσα όλη τη μεγαλοπρεπή στάση που οφείλει να έχει η βασίλισσα των Περσών και ήδη έχει πείσει και εντυπωσιάσει το κοίλον του Θεάτρου Δάσους. Μετά το στάσιμο όμως που ακολουθεί η Καραμπέτη, με μαύρο ένδυμα και λιτά μαλλιά, θα επιστρέψει για το τελετουργικό επιβεβαιώνοντας και αποδεικνύοντας το εύρος της υποκριτικής της ικανότητας.
Σαν αντίφαση της καταστροφής βωμών και ναών από το Ξέρξη, ο οποίος δε σεβάστηκε τους θεούς, η Άτοσσα και ο χορός θα προσφέρουν χοές για τους νεκρούς και μέσω ενός τελετουργικού, μυστικιστικού και απόκοσμου, θα επικαλεστούν το πνεύμα του βασιλιά Δαρείου για να ζητήσουν βοήθεια. Σε ένα τελετουργικό που σε συνεπαίρνει κινησιολογικά, μουσικά, μια υπέροχη εικόνα που ενδυναμώνεται από εναλλαγές λευκού και αιμάτινου φωτισμού(Γεώργιος Κουκουμάς) θα γίνει η συνάντηση Άνω και Κάτω Κόσμου. Η Καραμπέτη μέσα από το τελετουργικό γειώνεται και απογειώνεται. Σωματικοποιεί όλη την ένταση και το ξέσπασμα που βιώνει σε μια εκστατικά επαναλαμβανόμενη κίνηση ως ότου φανεί η μορφή του Δαρείου και στο μεταιχμιακό αυτό σημείο μηδέν, που ζωντανοί και νεκροί συναντιούνται σε μια κενή διάσταση, στροβιλίζεται με απίστευτη χάρη, ρυθμό και συχνότητα, εκφέροντας λόγο σε κατάσταση απόλυτης ηρεμίας και πείθεσαι πως ακροπατεί στη σκηνή γιατί ακροπατεί στη γη.
Ο Δαρείος του Νίκου Ψαρρά είναι συντηρητικός και συγκροτημένος στο λόγο του, περιορισμένος κινητικά και συναισθηματικά, ένα πνεύμα, μια μορφή που γνωρίζει και συμπάσχει αλλά δεν μπορεί να εμπλακεί γιατί πλέον δεν ανήκει στα εγκόσμια. Με ανοιχτόχρωμη ενδυμασία, πλήρη αντίθεση με το μαύρο φόρεμα της Άτοσσας, χρυσαφένιες αποχρώσεις στο πρόσωπο και ένα αγέρωχο ανάστημα, ο Ψαρράς υποστήριξε, ίσως, την αριστοκρατική καταγωγή του Δαρείου περισσότερο από την επιβλητική παρουσία ενός βασιλιά.
Ο Αγγελιοφόρος του Χάρη Χαραλάμπους ξεχώρισε για την εκφραστικότητα του. Ο λόγος του καθαρός, δυνατός, χρωματισμένος, είχε απόλυτη συνοχή με την κίνηση του, συγκίνησε και μετέδωσε τη συντριβή και την απόγνωση του τέλους. Η εμφάνιση του Ξέρξη (Αντώνης Μυριαγκός ) δεν ήταν αυτή που περιμέναμε, αρχικά ενδυματολογικά. Η ρακένδυτη μορφή ενός βασιλιά που πάνω στη κορύφωση της απελπισίας έσκισε τα μεγαλοπρεπή του ρούχα δεν δικαιώθηκε. Στην έξοδο του έργου εμφανίζεται ο ημιπαράφρων βασιλιάς Ξέρξης στη σκηνή και με μια αδιάκοπη κίνηση, σε σημεία άχαρη, τυφλωμένος και σαλός ουρλιάζει “κλάψε” στο χορό. Πλήρης και εύλογη η αντίθεση με την συγκροτημένη μορφή του πατέρα-βασιλιά αλλά θα μπορούσε να παραμείνει περισσότερο στον υπόλοιπο πειθαρχημένο συνολικό ρυθμό της παράστασης.
Στους “Πέρσες” του Μπινιάρη φράσεις τονίζονται, ψιθυρίζονται, δυναμώνουν και επαναλαμβάνονται σαν τίτλοι των ρήσεων και των συναισθημάτων. Φράσεις που θα μπορούσαν να απομονωθούν και να συγκεντρώσουν όλο το νόημα του έργου, την ένταση του, τον παλμό του σαν επικεφαλίδες των επεισοδίων και των στάσιμων. Τολμηρή μουσική μα πλήρως εναρμονισμένη με την όψι και την υπόκριση, δημιούργησε μια συνταρακτική ατμόσφαιρα που σε μετέφερε χιλιάδες χρόνια πίσω σε μία βαρβαρική χώρα, τη στιγμή που ο ουρανός και η γη της τρανταζόταν από το πόνο της ήττας και την διάλυση μιας “ανίκητης” αυτοκρατορίας.
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου
από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ)
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία/μουσική δραματουργία: Άρης Μπινιάρης
Μετρική διδασκαλία: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λουκά
Κοστούμια: Ελένη Τζιρκαλλή
Κινησιολογία: Λία Χαράκη
Σχεδιασμός φωτισμών: Γεώργιος Κουκουμάς
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Χειμώνας
Ερμηνεύουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Άτοσσα), Χάρης Χαραλάμπους(Αγγελιαφόρος), Νίκος Ψαρράς (Δαρείος), Αντώνης Μυριαγκός (Ξέρξης)
Χορός: Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Σεβδαλής