Το νέο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο «Δεν θ’αργήσω» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, είναι εμπνευσμένο από μια ποδοσφαιρική τραγωδία που συντάραξε τη Βρετανία το 1989 και πιο συγκεκριμένα την 15η Απριλίου εκείνης της χρονιάς, όταν συνολικά ενενήντα επτά οπαδοί της Λίβερπουλ έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα με τη Νότιγχαμ Φόρεστ, με το συμβάν να μένει στην ιστορία ως «η τραγωδία του Χίλσμπορο». Έναυσμα για τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου, όπως η ίδια η συγγραφέας σημειώνει στον επίλογό του, στάθηκε ένα άρθρο του Adrian Tempany με τίτλο ‘I heaved and strained, my body wouldn’t move an inch. Those pressed tight around me were heavy, some were unconscious. I began to float away, taking in the final seconds of my life’ που δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου του 2009 στην εφημερίδα The Guardian, στο οποίο ο ίδιος και πέντε ακόμη επιζήσαντες της τραγωδίας, περιγράφουν τη ζωή τους μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός που τους σημάδεψε για πάντα.
Το ολιγοσέλιδο μα πυκνογραμμένο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα, μας μεταφέρει στο Λίβερπουλ, είκοσι χρόνια μετά την τραγωδία που συντάραξε μια ολόκληρη χώρα. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου «Δεν θ’αργήσω», θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας από τους ανθρώπους που βγήκαν σωματικά αλώβητοι μα ανεπανόρθωτα τραυματισμένοι ψυχικά, με τη ζωή τους να έχει μείνει στάσιμη σε εκείνη την τραγική ημέρα. Ο ίδιος, παντρεμένος και πατέρας δύο μικρών παιδιών, φυτοζωεί, δουλεύοντας σε ένα φωτογραφείο του οποίου είναι ιδιοκτήτης, όταν θα λάβει ένα τηλεφώνημα από ένα φάντασμα του παρελθόντος. Η γνώριμη, ανδρική φωνή της άλλης γραμμής, θα του ξυπνήσει τραυματικές μνήμες και θα ανατρέψει την απλή, αθόρυβη ζωή του, πίσω από την οποία είχε οχυρωθεί τόσα χρόνια, προσποιούμενος πως το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν κι οι πληγές έχουν κλείσει προ πολλού.
Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, με το παρόν να εναλλάσσεται με το παρελθόν ακόμα και μέσα στο ίδιο κεφάλαιο, ο αφηγητής μάς κάνει κοινωνούς της δικής του ιστορίας. Μας συστήνει τα μέλη της οικογένειάς του αλλά και της παρέας που διαλύθηκε μετά την «τραγωδία του Χίλσμπορο» για να ανασυσταθεί και να αποκτήσει την ενήλικη πλέον μορφή της, λίγο καιρό μετά. Καταγράφοντας απλές, φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητάς του, όπως το άνοιγμα και το κλείσιμο της επιχείρησής του ή η σίτιση του καναρινιού του, περιγράφει τη σημασία του να είσαι επιζών μιας τραγωδίας αλλά και την αγωνία τού να προσπαθείς αδιάκοπα να συμβαδίσεις με όσα επιτάσσει η εποχή σου και να συμφιλιωθείς με το παρελθόν σου, ενώ μέσα σου αισθάνεσαι ότι ο χρόνος έχει παγώσει για σένα και, όσο κι αν προσπαθείς να πας παρακάτω, βρίσκεσαι πάντοτε εκεί. Όσο η επέτειος των είκοσι χρόνων από την τραγωδία πλησιάζει, ο αφηγητής της Πέτσα νιώθει τα περιθώρια γύρω του να στενεύουν, αφού όλα όσα αποφεύγει τόσο καιρό θα σταθούν απέναντί του, συντρίβοντάς τον με την αλήθεια τους.
Η απουσία διαλογικού μέρους και πιο συγκεκριμένα η ενσωμάτωσή του στην κύρια αφήγηση του βιβλίου, οι κοφτές προτάσεις κι ο γρήγορος ρυθμός που αυτές προσδίδουν, καταφέρνουν επιτυχώς να εντείνουν την αγωνία των αναγνωστών και συμβάλλουν αισθητά στην κορύφωση της ιστορίας, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Το νοσταλγικό, μελαγχολικό μυθιστόρημα της Πέτσα, δεν εκβιάζει το συναίσθημα, το οποίο προκαλείται αβίαστα μέσα από τη συνειρμική γραφή της, με τη συγκίνηση να κορυφώνεται στις τελευταίες σελίδες, οι οποίες ταυτίζονται με τα τελευταία λεπτά στο Χίλσμπορο. Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, όπου η αφήγηση γίνεται σε β’ ενικό πρόσωπο, αποτελεί λογοτεχνικό κρεσέντο κι απόδειξη πως η συγγραφέας θα μας απασχολήσει σίγουρα και μελλοντικά, αφού το «Δεν θ ’αργήσω» είναι ένα μικρό μεγάλο μυθιστόρημα για μια φιλία που πάγωσε στο χρόνο, για έναν άνθρωπο που διχάστηκε ανάμεσα στην ευτυχία του να επιζείς και τις ενοχές του να είσαι εσύ αυτός που επέζησε. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Βρείτε το εδώ.