Ένα μεγάλο διαμάντι του ΛΙΑΝΤΙΝΗ έμενε για περισσότερο από 30 χρόνια ως μέρος του ανέκδοτου αρχείου του. Πρόκειται για το βιβλίο του ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ που πολύ πρόσφατα εκδόθηκε σε κριτική έκδοση με επιμέλεια της κόρης του ΔΙΟΤΙΜΑΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗ, Καθηγήτριας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και διαπίστωσα μόλις διάβασα σχεδόν απνευστί το υπέροχο αυτό βιβλίο, ότι ουδείς άλλος θα μπορούσε να είχε επιμεληθεί το συγκεκριμένο βιβλίο του πατέρα της Δημήτρη Λιαντίνη, από τη Διοτίμα Λιαντίνη, την Καθηγήτρια της Ιστορίας της τέχνης και του πολιτισμού, την Καθηγήτρια της Μουσειοδιδακτικής, τον άνθρωπο που από μικρό παιδί της δίδασκε πάνω στον ιερό βράχο ο πατέρας της τα αθάνατα έργα της Ακρόπολης.
Αυτό το βιβλίο, που είναι μια ποιητική εγκυκλοπαίδεια γνώσης και τέχνης του λόγου, σας παρουσιάζω. Πρόκειται για ένα φιλολογικό, φιλοσοφικό και γλωσσικό μανιφέστο με λέξεις νεογέννητες, πρωτάκουστες, συχνά πλασμένες στο ζυμωτήριο της σοφής σκέψης του συγγραφέα. Το περιγραφικό μονοπάτι ως ναός του φωτός είναι δρόμος ζωής, «χρυσής τομής, χρυσής κάρτας εισόδου» στην πλήρη κατανόηση του χώρου και του θαυμαστού τούτου βιβλίου. Από το πρώτο κεφάλαιο ο Λιαντίνης περιγράφει τη φθορά του χρόνου στην ύλη, χρωματίζει τις ξεθωριασμένες εικόνες της μνήμης, οικοδομεί επί ερειπίων χρησιμοποιώντας ιστορική και ποιητική συνέπεια με αποτέλεσμα να αφυπνίζει τις αισθήσεις των ηθικών αξιών της πέτρας, του μάρμαρου, των επιγραφών και του νόστου για το κάλλος των προγόνων μας. Μας παιδαγωγεί με φιλολογικό και φιλοσοφικό τρόπο, ανασκάπτοντας τα θεμέλια του ναού και του πέριξ χώρου, ώσπου να βρει και να μας αναλύσει τα θεμέλια του ήλιου και την αρχιτεκτονική της πραγματικότητας. «Είναι το σεμνό θεμέλιο του κόσμου, είναι το Έβερεστ του πλανήτη μας». «Είναι και οδηγία ζωής για κάθε μελλοντικό πολιτισμό», όπως εξαίσια γράφει.
ΣΤΟ ΗΩΚΑΙΝΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΑΙΩΝΑ
Στο 2ο κεφάλαιο (Στο Ηώκαινο του άλλου αιώνα) «βλέπει» το μέλλον σε εκατομμύρια χρόνια ονομάζοντας τη χρονική εκείνη περίοδο «Ηώκαινο» ή «Μειόκαινο» ως σοφός παλαιοντολόγος που θα ανασκάπτει με ευλάβεια ετούτο το βράχο. Εδώ, με λίαν ποιητικό τρόπο μιλά για τα μελλοντικά ευρήματα με τις δωρικές ραβδώσεις, με το τεντωμένο γόνατο των Καρυάτιδων. Η ραχοκοκαλιά του Παρθενώνα θα συναρμολογηθεί ξανά από τα υπολείμματα των «λευκών σπονδύλων», όπου η φαντασία θα συμπληρώνει τα κενά. Αναδομεί τους χαμένους δεινόσαυρους από τα ευρήματα του Σλήμαν του μέλλοντος και χαρακτηρίζει «όχι σκελετό του αρχαίου είδους αλλά ως εγκέφαλο και κύτταρα νόησης». Εδώ, θα πει ο ξεναγός του μέλλοντος, ήταν η Ακρόπολη των Αθηνών πριν εκατομμύρια χρόνια. Εδώ απολιθώθηκε ο εγκέφαλος ενός αρχαίου είδους πρωτευόντων που κάποτε κυριάρχησε στον πλανήτη. Άκουγε στο όνομα Άνθρωπος. Τούτο λοιπόν το κεφάλαιο ενεργεί ως κραυγή υπέρβασης, ως προσπάθεια όρθωσης της συνείδησης στη σιγή των αιώνων, ως ανέβασμα της σημαίας της επανάστασης των ελεύθερων σκεπτόμενων όντων στον ιερό βράχο της συμπαντικής μας Ακρόπολης.
ΡΕΓΑΛΟ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΓΙΛΛΑ
Στο 3ο κεφάλαιο ο ουρανός μοίραζε το μάννα, «όπως στη στρατώνα μοιράζουν στους στρατιώτες τα όπλα». Έτσι αναφέρει, και ο Ρήγας Φεραίος μοίραζε τη γραφή του και τους Θούριους στο σκλαβωμένο λαό, πιστεύοντας πώς «όποιος αποκτήσει τη μόρφωση είναι έτοιμος για την ελευθερία του πνεύματος». Γράφει ακόμα «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται σωστά». Αυτός, είναι ο άριστος λόγος του Ρήγα και του Λιαντίνη.
ΠΡΟΣ ΤΑΦΟΥΣ ΒΕΝΙΖΕΛΩΝ
Στο 4ο κεφάλαιο, «Προς τάφους Βενιζέλων» ο Λιαντίνης γράφει για την Κρήτη μας: «Αστραπόβροντο και στοιχειό ζωντανό, καταμεσής στο πέλαγος». Ναι, είναι «θεριό που κείτεται στο πέλαγος, όπως λέει το κλασσικό μας τραγούδι, «Δεν ήταν νησί». Αντίθετα, ήταν ένα περήφανο άτι που νευρικά κλωτσάει τα νερά των καιρών. Η λαχτάρα του Λιαντίνη ήταν να κατέβει στην μεγαλόνησο Κρήτη! Και ναι, τα κατάφερε, αλλά και να μην κατέβαινε, παντού είχε πάει ο συγγραφέας μας, ως αναζητητής του ωραίου, του σωστού, του πνευματικού. Συνεπώς, το θαυμαστό τούτο βιβλίο είναι εθνική κληρονομιά, όπως και κάθε άριστος λόγος που έγραψε ή δίδαξε ο Λιαντίνης για τους σημερινούς και μελλοντικούς Έλληνες.
ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΕΡΕΙΠΙΟ
Στο 5ο κεφάλαιο (Είσαι το ερείπιο), ο Λιαντίνης απαθανατίζει όλη του την αγάπη για την Ελλάδα σε δυο σειρές! Γράφει: «Όμως έχω την ιδιοτροπία να βλέπω την Ακρόπολη ψηλότερα απ’ όλα τα ύψη». Με πόσο απλό τρόπο ο Λιαντίνης υψώνει στον πιο ψηλό ιστό της σκέψης του τη σημαία του γένους πέρα απ’ τα αστρικά ύψη, μήκη και πλάτη του ορατού και αόρατου σύμπαντος. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι ιδιοτροπία, είναι ευλογία, είναι ιδιότητα, είναι σοφία. Είναι κληρονομιά αρχαίου φωτός. Ο Λιαντίνης με συνεχές ηλιόλουστο κάτοπτρο νου ανάβει τη δάδα του ήλιου και άξιος λαμπαδηδρόμος την φέρνει στου κόσμου τα πέρατα, τις θάλασσες, τις στεριές και τον «αιθέρα». Είναι το μήνυμα της Ακρόπολης και των ζωντανών μαρμάρων.
ΕΒΕΡΕΣΤ ΤΟΥ ΝΟΥ
Στο 6ο κεφάλαιο, (Έβερεστ του νου) ο Λιαντίνης αλπινιστής, ορειβάτης και κατακτητής της στέγης του κόσμου με σοφία Θιβετιανών λάμα και Πλατωνική ευχέρεια λόγου παρομοιάζει την Ακρόπολη ως ωραιότερα των γυναικών, ως την ωραία Ελένη του κόσμου. Δύσβατος για την Ακρόπολη ο δρόμος της σκέψης. Κτίζει ιστορίας γεφύρια, ανοίγει δρόμους σε παρθένα δάση και ζούγκλες των ψυχών. Σαραντάπηχο το ποιητικό του ανάστημα ψάχνει άλλους 300 να υπερασπιστεί τη χώρα του από την επέλαση των βαρβάρων κι εκεί στην κορφή του Έβερεστ αναμετριέται με Θεούς και Δαίμονες, με αέρηδες και έλλειψη οξυγόνου.
ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ
Ο Λιαντίνης στο 7ο κεφάλαιο ορθότατα γράφει πως «κανένα αληθινό έργο δεν εγεννήθηκε χωρίς να πλεονάσει η δύναμη του κακού στο γέννημα του». Παραδειγματικά αναφέρεται στον Περικλή και στην ιδέα δημιουργίας της Ακροπόλεως. Το αποθεματικό από το συμμαχικό ταμείο το καμε Αθηναϊκό κι έχτισε την Ακρόπολη. Όχι βέβαια πως αυτή υπήρξε η αιτία, όπως λέει, του Πελοποννησιακού πολέμου, μα υπήρξε το φύσημα «της φωτιάς που λαμπάδιασε τον τόπο». Συμπερασματικά, και άκρως παιδαγωγικά λέει ο φιλόσοφος Λιαντίνης: «Όπου σκιά της Ακρόπολης, λέγε τη δύναμη να μετέχει το κακό με τους νόμους του στις δράσεις και στα πράγματα. Στην ενέργεια δηλαδή και στην ύλη του κόσμου». Εδώ ο Λιαντίνης μας θυμίζει τα λόγια του σοφού Κομφούκιου: «Όλα έχουν ομορφιά, μα δεν την βλέπουν όλοι». Και ο Περικλής έβλεπε την Ακρόπολη να ξεχειλίζει το φως της σε όλη την Οικουμένη!
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Στο 8ο κεφάλαιο ο Λιαντίνης, υπερασπιζόμενος τη Δημοκρατία, υμνεί το πνεύμα του Σόλωνα. Γράφει με απίστευτο ποιητικό λόγο:«Επανάσταση ονομάζουμε το να χτίζουμε το σπίτι μας στις πλαγιές του ηθικού ηφαιστείου που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και βρίσκεται συνεχώς εν ενεργεία. Γιατί στους περισσότερους είναι σβηστό». Εδώ, με καθαρό υπερρεαλισμό και γνώση του αλληγορικού, άγεται στην οντολογική αλήθεια της ανθρώπινης φύσης. Με την ποιητική γλώσσα του ο φιλόσοφος Λιαντίνης παιδαγωγεί το λόγο. Η δύναμη της γραφής του είναι η δύναμη του κόσμου. Είναι ενορατικό τούτο το έργο. Είναι το ταλέντο που οδηγεί και φωτίζει την πηγή του φωτός με επιστημονικό τρόπο και αλάνθαστο αισθητήριο νου.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ
Στο κεφάλαιο «Η Ελληνική ευθεία» ο Λιαντίνης εστιάζει στην ηθική της γνώσης. «Τούτο είναι Μυρτάλη , γράφει, το ακριβότερο δώρο που χάρισαν οι Έλληνες στον κόσμο». Ο Λιαντίνης εδώ, στηριζόμενος στην ηθική της γνώσης, μας οδηγεί στην αναγνώριση πρωταρχικά της φιλοσοφίας της ευθείας, που οι ακολούθησαν οι Έλληνες και στην υπεροχή της συγκριτικά με τη φιλοσοφία της καμπύλης που ασπάστηκαν οι Ευρωπαίοι. Για να το αποδείξει αυτό προβαίνει σε ένα πείραμα με δυο βέργες αγριελιάς. Σκοπός του είναι να μας οδηγήσει μόνους μας στο αυτονόητο συμπέρασμα. Και αυτό δεν είναι άλλο από την υπεροχή της ευθείας, αφού η φιλοσοφία της εκφράζει τη γαλήνη της ψυχής, την κατάφαση στις αντιφάσεις του κόσμου, όπως θαυμάσια ποιητικά περιγράφει. Για το Λιαντίνη η ευθεία είναι «η βάση του λογισμού των Ελλήνων». Χωρίς να ακυρώνει την ομορφιά της καμπυλότητας των ουράνιων σωμάτων και του χρόνου, αρνούμενος κάθε φιλοσοφία περί τυραννίας της ευθείας, ο Λιαντίνης υπογραμμίζει ότι το δισεπίλυτο του τετραγωνισμού του κύκλου έγινε κατορθωτό από τους Έλληνες με την εφεύρεση του αετώματος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά με υπερηφάνεια και θαυμασμό για την ελληνική νόηση: «Είναι και το αέτωμα ελληνικό δώρο».
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ
Προχωρώντας στο βιβλίο, στο κεφάλαιο «Το μέλλοντα γενάμενο παρόν» ο Λιαντίνης μας προσφέρει το κλειδί της αιωνιότητας της Ακροπόλεως. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη διαχρονικότητά της. Απευθυνόμενος ξανά στη Μυρτάλη, ως να απευθύνεται σε καθένα από εμάς ξεχωριστά, γράφει βασισμένος στον Περικλή του Πλουτάρχου:«Το καθένα από τα έργα της Ακρόπολης, λέει, αμέσως μόλις ετέλειωνε, η εμορφιά του το ’κανε να φαντάζει αρχαίο. Από την άλλη όμως μεριά είναι τόση η νεότητα και το θάλος του, που ύστερα από πολλούς αιώνες έρχεται να φαίνεται ολοκαίνουργιο και σημερινό.»
Ο Οδυσσέας κατορθώνει ως ο πιο γνήσιος αιώνιος Έλληνας να νικήσει τη σάρκα. Είναι ο μοναχικός, ανάμεσα στους πολλούς ο αλύγιστος, καθώς παραμένει προσηλωμένος απόλυτα στο στόχο του! Όπως και τότε είναι και σήμερα ο μοναδικός και ο ένας. Για το Λιαντίνη, ο Οδυσσέας είναι ο αιώνιος νέος, σύμβολο πνευματικής – σωματικής ακμαιότητας. Για να πετύχει αυτήν την αντίθεση ο Λιαντίνης αναφέρεται στους συντρόφους του Οδυσσέα, που κατευθυνόμενοι από τη σάρκα, μυρίζουν θάνατο, παραλληλίζοντάς τους εξαίσια ποιητικά με τους άνδρες της Έρημης Χώρας του Έλιοτ: «Κι όλο τρογύρα σωρός μεγάλος από κόκαλα ανδρών που εσάπιζαν».
Το νόημα, λοιπόν, για τον Λιαντίνη δεν είναι η μορφή, αλλά η ουσία της ύλης. Έτσι και η Ακρόπολη είναι το διαβατήριο του homo aeternus, του πολυχρόνιου εκείνου ανθρώπου, που κλείνει μέσα του τη ζωή του ανθρώπου κάθε εποχής. Του ανθρώπου, δηλαδή, που παραμένει ίδιος μέσα στην αιδϊότητα του. Στα έργα της Ακρόπολης, γράφει εξαίσια λυρικά ο ποιητής μας Λιαντίνης, είναι «τυπωμένος ο άνθρωπος με ολάκερη τη μέσα και την έξω του φύση». Ο Λιαντίνης εδώ παραλληλίζει την Ακρόπολη με τον ολοκληρωμένο ψυχοπνευματικά άνθρωπο.
ΟΙ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ
Στο επόμενο κεφάλαιο «Οι αγγελικές τάξεις των δούλων» ο Λιαντίνης αναφέρεται στους δούλους, χωρίς τους οποίους δεν θα χτιζόταν η Ακρόπολη. Δεκάδες χιλιάδες τόνοι μάρμαρα, που τα κουβάλησαν από την Πεντέλη. «Λαλούντα εργαλεία, τους αποκαλεί, εκφράζοντας την αγωνία και τον πόνο του για όσα βίωσαν. «Οι δούλοι, γράφει, πεθαίνανε όντας νεκροί». Μέσα από την αναφορά σε Σεφερικούς και Μυριβιλικούς στίχους, ο Λιαντίνης πιάνει τη φλέβα των λέξεων, που ματώνει στη σκέψη της εξαθλίωσης. Γράφει με άφατο ποιητικό οίστρο o ποιητής και φιλόσοφος Λιαντίνης: «Μια μέρα θα ημερέψει ο άνθρωπος το μέσα του ζώο. Και θα μάθει να βλέπει αληθινά. Θα καλεί και θα μνημονεύει ανθρώπους δίκαιους και ωραίους, που αγωνίστηκαν και μαρτύρησαν απάνου στη γης, για να γίνει ο κόσμος καλύτερος». Σε ένα εορτολόγιο ελπίζει , όπου θα εορτάζεται ο μεγαλομάρτυρας Άγιος Δούλος.»
ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Στο επόμενο κεφάλαιο, το «Απόσπασμα του Παρθενώνα», ο Παρθενώνας είναι για το Λιαντίνη «τα ματόκλαδα στα μεσάνυχτα του παιδικού ύπνου», «είναι η αυγούλα της δροσιάς». Και αυτό το τεκμηριώνει ο συγγραφέας μας με την εξής παρατήρηση σαν να βρίσκεται από θέση σκηνοθέτη:
«Μέσα στο σχήμα της ακατάλυτης ανάσας του ναού σκηνώνει η νεότητα που δεν έχει τέλος». Ο Λιαντίνης, ως παρατηρητής των αιώνων, βλέπει μέσα από ραδιοτηλεσκόπιο την ιστορική πορεία της Ελλάδας, μέσα από τα πανσέληνα μάτια του Παρθενώνα. Εδώ ο συγγραφέας μας Λιαντίνης, αποτυπώνει με επιστημονικό και λυρικό συνάμα τρόπο, ως αστρονόμος και Σαίξπηρ μαζί, την παρουσία του Παρθενώνα στη γη ως τη στιγμή της ανατίναξής του από τους Φράγκους και τους Τούρκους. Ως τότε, ο Παρθενώνας, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Λιαντίνης , διαχώριζε τη θέση του από τους άλλους τόπους και άλλους πολιτισμούς. Μέχρι το 1687, στεκόταν, όπως πανέμορφα γράφει ο ποιητής μας, «ηνίοχος και θαλασσοθεάμων». Κι εδώ καταλήγει εύστοχα ο φιλόσοφος, πως το κακό που έκαναν πάντα στην Ελλάδα Τούρκοι και Φράγκοι, το έκαναν κρυφά. Επιστέγασμα των λεγομένων του είναι οι στίχοι του Σολωμού: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά», που δηλώνει την πεποίθηση του συγγραφέα μας , πως ότι είναι να κάνει η Ελλάδα θα το κάνει μόνη της, γιατί πάντα η προδοσία θα ελλοχεύει στην ιστορία της, «σαν το παγωμένο φίδι στον κόρφο που το ζέστανε». Βασική τοποθέτηση του φιλοσόφου Λιαντίνη, που εδραιώνεται στους στίχους του ποιητή της Ελευθερίας Διονύσιου Σολωμού, είναι πώς ο Έλληνας μέχρι σήμερα αδυνατεί να νοήσει τη μοναχικότητα του: «Μοναχή τον δρόμο επήρες/εξανάλθες μοναχή».
ΝΤΑΛΙΑΝΑ
Στο κεφάλαιο Νταλιάνα ο Λιαντίνης προτρέπει τη Μυρτάλη να μελετήσει τις Καρυάτιδες που με τον ποιητικό χρωστήρα του τις ονομάζει «συμμαθήτριες της Άνοιξης», η χάρη τους φτάνει στο πρώτο φως της μέρας και «η γλυκολαλιά τους αντηχεί στην αηδονόσκαλα των ρεματιών και σε όλο το σύμπαν». Εδώ, σαν άλλος Σαμψών, γκρεμίζει τις κολώνες και θάβει το φόβο του θανάτου, τεντώνοντας τις χορδές του χρόνου, ως ότου επέλθει ο θάνατος της πνευματικής ανυπαρξίας. Τονίζει, λοιπόν, εδώ την αξία της ζωής, όταν η πορεία του ανθρώπου είναι ταυτόσημη με την πορεία του φωτός εκείνου που προέρχεται από τον ήλιο της γνώσης και του αγαθού.
Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Στο επόμενο κεφάλαιο, στην «Κεφαλή του Αλέξανδρου», ο Λιαντίνης ως σοφός μαθητής του Φειδία στη γλυπτική των αξιών καμαρώνει και αναλύει το φως της σμιλεμένης πέτρας του μεγάλου στρατηλάτη. Ο Αλέξανδρος παρομοιάζεται με κήπο ελληνικό, με «μάτια ανύπνοτα», με βλέμμα δίκοπο, κοσμοπάτη, στο χρώμα τ’ ουρανού. Οι κειμενικοί δείκτες εδώ απογειώνονται, καθώς ο συγγραφέας μας, Λιαντίνης, χρησιμοποιεί κάθε εκφραστικό μέσο για να αποτυπώσει την πνευματική ομορφιά και το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Λιαντίνης ανεβάζει το μέγα στρατηλάτη πάνω κι έξω απ’ τον κβαντικό χώρο και συνεχίζει την ποιητική και πραγματική ανάλυση του κοσμοκράτη ως την ώρα που οικειοθελώς ήπιε το δικό του κώνειο. Ο Μέγας Αλέξανδρος, «που το μέγεθος του απλώθηκε στης φύσης το μέγεθος», υπήρξε γενναίος τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Και αυτή τη γενναιότητα και υπερηφάνεια ο φιλόσοφος Λιαντίνης τη θεωρεί ως το υπέρτατο αγαθό της ελληνικότητας.
ΜΟΣΧΟΦΟΡΟΣ
Στο κεφάλαιο «Μοσχοφόρος» ο Λιαντίνης, ορμώμενος από το Μοσχοφόρο του Μουσείου της Ακροπόλεως, μας μιλάει για την ατομική και συλλογική συνείδηση. «Ο μοσχοφόρος αυτός είναι ο πετρωτός δωρητής της θεάς που περπατά στο πέτρινο πλάτωμα που βράχου και κομίζει το πετρωτό του δώρο στο βωμό». Μέσα στο μάτι του μόσχου ο Λιαντίνης ανιχνεύει την ανυποψία του, γιατί καθώς αυτό είναι ξύπνιο, ταυτόχρονα κοιμάται. Το μάτι κατεβαίνει σαν στόρι, μη κατανοώντας την πραγματικότητα, παραμένοντας στο χώρο του ύπνου. Ο τελών εν αγνοία, δεν γνωρίζει την άγνοια του, και εδώ ο μόσχος έχει απουσία συνείδησης. «Ο πλάστης στο βλέμμα του μόσχου παράστησε έκτυπα τον Παράδεισο της άγνοιας του ζώου». Σε αυτό το σημείο ο Λιαντίνης εστιάζει στην υπεροχή του ανθρώπου έναντι των άλογων πλασμάτων. Γράφει με υπέροχο πλατωνικό στοχασμό:«Απουσία συνείδησης θα ειπεί πως εκείνος που ποτέ του δεν άκουσε για πόνο, δεν πονάει. Ούτε πεθαίνει αυτός που δεν γνωρίζει το θάνατο». Στο «Μοσχοφόρο» ο αρχαίος γλύπτης κατόρθωσε να απαθανατίσει και να ξεχωρίσει το πρόσωπο του μοσχοφόρου από το πρόσωπο του μοσχαριού. Και εδώ, σε αυτό το σημείο, ο Λιαντίνης κομίζει σε εμάς, υποσυνείδητα, την Καζαντζακική φράση: «Πρέπει κανείς να νοιώσει ότι φέρει εκείνος την ευθύνη του κόσμου, μπροστάρης και αρχηγός, αγέρωχος απέναντι στα κακά που του συμβαίνουν». Για να ενστερνιστούμε αυτήν την ευθύνη, ο Λιαντίνης μας παραπέμπει στη σύγκριση δυο αγαλμάτων, εκτός Ακροπόλεως αυτή τη φορά. Στον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου και στον Έφηβο των Αντικυθήρων. Στον Ποσειδώνα αναγνωρίζει την «αποθέωση της τάξης του κόσμου», ενώ στον Έφηβο ένα «σώριασμα σάρκας». Η διαφορά τονίζει ο Λιαντίνης, μαγνητίζοντας τη σκέψη μας, είναι στη μεταφορά από το ζώο στον άνθρωπο, από το φυσικό στο θεϊκό. Από το βουκολικό τοπίο στη σφαίρα της τέχνης, όπως ακριβώς επιθυμεί και ο τεχνίτης στο «Μοσχοφόρο» της Ακροπόλεως. Από το εγώ στο εμείς!
ΛΑΠΙΘΙΔΑ
Το 17ο κεφάλαιο «Λαπιθίδα», ξεκινά με τους στίχους του Rimbaud, μας προετοιμάζουν για το πύρινο φως που άλλοτε καίει, και άλλοτε τις εξυψώνει σε «γυναίκες-κενταύρους». Για το Ρεμπώ οι γυναίκες δεν υστερούν σε γενναιότητα από τους άντρες. Όμως γιατί το κεφάλαιο αυτό ο Λιαντίνης το ονομάζει Λαπιθίδα; Εκεί, όπως εξηγεί αργότερα στη Μυρτάλη, στη νότια πλευρά του Μουσείου της Ακρόπολης βλέπουμε ακμαίο το άγαλμα της Λαπιθίδας. Ο λόγος που ο Λιαντίνης αναλύει και αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη Λαπιθίδα είναι για να κατανοήσουμε το ερωτικό αυτό δρώμενο, όπως γράφει, που αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Ότι δηλαδή οι δεσμοί της γυναίκας με το γενετήσιο νόμο, αν συγκριθούν με τους δεσμούς του άντρα , είναι ασύγκριτα δυνατότεροι.
Στο κεφάλαιο αυτό οι τεχνικές του εσωτερικού μονολόγου και του επιτυχημένου διαλόγου απογειώνουν το κείμενο, αφού μας κάνουν συνεπιβάτες του μυθικού αυτού σχήματος μες στην ιστορία του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Όλο αυτό ο συγγραφέας μας Δημήτρης Λιαντίνης το πετυχαίνει μέσα από τη φιλοσοφική –παιδαγωγική του θεώρηση που μας την μεταγγίζει αυτούσια, όπως τη νοιώθει, «ότι δηλαδή οι γενετήσιες ορμές της γυναίκας προσδοκούν το ανέφικτο.» Γράφει: H Λαπιθίδα και ο Κένταυρος είναι το ζευγάρι της ελληνικής πλαστικής, που χορεύει με τον έρωτα μέσα στο χέρι του μεγάλου Θεού. Έρχουνται από το Ιουρασικό και το Δεβόνιο της εξέλιξης. Και τραβάνε για τους μακρινούς αστέρες των αποστάσεων και τους γαλαξίες της ύλης και της ενέργειας.»
ΦΕΙΔΙΑΣ
Στο τέλος ο Λιαντίνης μας μιλά για το σπουδαίο γλύπτη Φειδία, της Ακροπόλεως. Με αυτόν κλείνει το υπέροχο βιβλίο του, όπως ακριβώς θα έκανε ο μεγαλοφυέστερος διανοητής του σύγχρονου κόσμου, ο μέγας δάσκαλος της αλήθειας και της γνώσης. Γράφει: «Όλοι ταξιδεύουμε με το τσούρμο του Οδυσσέα». Ο Λιαντίνης όχι μόνο δεν φοβάται τις σειρήνες, αλλά άδετος στο πιο ψηλό κατάρτι της σκέψης ψάχνει το μανιασμένο ορίζοντα για το ανείδωτο. Προσπερνά η κοφτερή ματιά του σαν του Πυθαγόρα το βέλος όλους τους Λαιστρυγόνες, τις υποσχέσεις της Κίρκης ζωής, ώσπου να αντικρύσει το νησί του ήλιου και να ζωντανέψει την δια χειρός Φειδία αιώνια μέρα του ήλιου. Ο Λιαντίνης ξαναχτίζει σαν βοηθός του Φειδία τον Παρθενώνα, δίνοντας χαρά στα μάτια των Θεών και των ανθρώπων. Νικητής στον υπερμαραθώνιο του χρόνου, σαν έβδομη μέρα δημιουργίας, μας παραδίδει την Οδό Ακροπόλεως, που δια χειρός Λιαντίνη σμιλεύτηκε στον βράχο του μέλλοντος. Η Οδός Ακροπόλεως είναι η ιερή κληρονομιά στο υποθηκοφυλακείο της μνήμης. Σ’ ευχαριστούμε Φειδία, σ’ ευχαριστούμε Λιαντίνη, δάσκαλε των εθνών!
Χρύσα Νικολάκη, Κριτικός Λογοτεχνίας (Ε.Α.Π), Συγγραφέας.