
Στο έργο του Χορτάτση, Ερωφίλη, υμνείται μεταξύ άλλων ο έρωτας και ο θάνατος· μια δυαδική αντίθεση που απασχόλησε φιλοσόφους και κριτικούς λογοτεχνίας όσο καμιά άλλη. Εδώ συναντούμε τον έρωτα δύο νέων ανθρώπων και την επερχόμενη καταδίκη της μοίρας από την οποία κανένας άνθρωπος του Μεσαίωνα δεν δύναται να «ξεφύγει».
Η ματαιότητα των πάντων, το απροσπέλαστο του πεπρωμένου και η πραγμάτευση του δίπτυχου έρωτας- θάνατος συνταιριάζονται με μεγάλη μαεστρία στους τέσσερις μονολόγους του Πανάρετου. Μα για να κατανοήσουμε δομικά αυτή την πραγμάτευση χρειάζεται να ανατρέξουμε στους μονολόγους και να τους σχολιάσουμε διεξοδικά.
Πρώτη πράξη- Σκηνή 1η
Στην πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης ο Πανάρετος μονολογεί για τα δεινά του έρωτα. Δεν βρίσκεται τυχαία εκεί αυτός ο μονόλογος· έπεται του προλόγου που εκφωνείται από τον Χάρο και προβάλλει το ευμετάβλητο της τύχης αφ’ ενός και τη «ματαιότητα των ματαιοτήτων» αφ’ ετέρου – ένα λάιτ- μοτίφ που διατρέχει όλο το έργο. Αυτή τη μεσαιωνική φιλοσοφία της ματαιότητας και του πεσιμισμού εκφράζει και ο Πανάρετος στους μονολόγους του αρχίζοντας απ’ αυτόν εδώ.
Λυπάται που δεν μπορεί να ασπαστεί τις χαρές του έρωτα. Την ομορφιά και το φως του καλύπτει το σκοτάδι και η καρδιά του βρίσκεται ανάμεσα σε φλόγες ανίκανη να απολαύσει «μιας στιγμής δροσιά» (και δε μπορεί ‘σ τόση δροσιά, χαρά να δη και κείνη μα πλια φωτιά και πλιά καημός παρά ποτέ την κρίνη.)
Αναλογίζεται ύστερα τα βάσανα του έρωτα, που πικραίνουν την καρδιά του ερωτευμένου, που του στερούν να δει «το ωραίο» του κόσμου γεμίζοντας σκοτεινούς καημούς τα μάτια του.
Γενικά ο μονόλογος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως «προπομπός» του διαλόγου με τον φίλο του Καρπόφορο, που ακολουθεί. Προετοιμάζει το έδαφος με την αναγκαία απορία – γιατί πάσχει και βασανίζεται ο Πανάρετος λόγω του έρωτα του; – ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας του στον Καρπόφορο. Να διηγηθεί δηλαδή την προϊστορία της ερωτικής του σχέσης με την Ερωφίλη.

Πράξη Β- σκηνή 5η
Στην πέμπτη σκηνή της δεύτερης πράξης ο Πανάρετος θρηνεί την επερχόμενη μοίρα του και εκφράζει τους φόβους του γι’ αυτή. Εύχεται να μην είχε γνωρίσει ποτέ την ομορφιά του έρωτα αν τώρα η τύχη προτίθεται να του την πάρει. Με τη χρήση αριστοτεχνικών παρομοιώσεων δείχνει τον πόνο του, το φόβο (γεις από την πλουσιότητα δεν έχει γνωρισμένη… δεν το ζητά στη δίψα του μηδε ποσώς το χρήζει.) Η ματαιότητα εκφράζεται ξανά. Ποιο το νόημα που είδα το φως του ήλιου αφού πλέον θα περάσω στο σκοτάδι; Ποιο το νόημα που γεύτηκα το δροσερό νερό αφού πλέον δε θα μπορώ να λυτρωθώ απ’ τη δροσιά του; Οι προβληματισμοί του Πανάρετου είναι έντονοι και τραγικοί. Καταλήγει να λέει πως θα ήταν καλύτερα να πεθάνει προτού η αγαπημένη του απαρνηθεί τον έρωτά του. Παρακαλεί το Θεό να πάρει τη ζωή του, να τον απαλλάξει από το επερχόμενο βάσανο. Ο θάνατος, λοιπόν, φαντάζει στα μάτια του ως επερχόμενη λύτρωση. (Θεε μου, τέτοια παιδωμή μη δώσεις στο κορμί μου,/ μα πρώτας με το θάνατο τέλειωσε τη ζωή μου.) Αυτό το δίστιχο, βέβαια, που είναι και το τελευταίο πριν αναγγείλει πως βρίσκεται μπροστά στον βασιλιά, συνιστά τραγική ειρωνεία, προϊδεάζοντας για το τέλος του πρωταγωνιστή που όντως θα βρει τη λύτρωση μέσα από το θάνατο. Θα μπορούσε να πούμε, λοιπόν, πως η ευχή του εισακούεται και ο Θεός τον σπλαχνίζεται.
Πράξη Β- Σκηνή 7η
Σε ετούτο το μονόλογο η λύτρωση του θανάτου μετατρέπεται, κατ’ ουσίαν, από επιθυμία σε απόφαση. Η θλίψη του Πανάρετου θεριεύει. Αιτία είναι ο προηγούμενος διάλογος με τον Βασιλιά. Ο Φιλόγονος επιλέγει τον Πανάρετο ως προξενητή- αγγελιαφόρο για να αναγγείλει στην Ερωφίλη την τελεσίδικη απόφασή του να την παντρέψει με κάποιον άλλο. Η θλίψη του Πανάρετου είναι διττή. Από τη μια πρέπει να αντιληφθεί πως η απόφαση του Βασιλιά είναι αμετάκλητη κι έτσι είναι προδιαγεγραμμένο πως θα χάσει για πάντα την αγαπημένη του. Από την άλλη τραγικός αποκρισάρης αυτής της απόφασης πρέπει να είναι ο ίδιος. Ο ίδιος θα εκφέρει μια πρόταση που θα σημάνει το τέλος της ερωτικής σχέσης του με την Ερωφίλη και θα τον βυθίσει στη μεγαλύτερη άβυσσο. Μα παρ’ ότι η λύση του θανάτου φαντάζει πια αναπόφευκτα κοντά, ο Χορτάτσης επιλέγει μια τραγική επιβράδυνση, ούτως ώστε να συμβεί στη δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης ο μοναδικός διάλογος των δύο εραστών· οι όρκοι αιώνιας πίστης της Ερωφίλης και οι φόβοι του Πανάρετου για το μέλλον τους.

Πράξη Γ’ – Σκηνή 3η
Στην τρίτη σκηνή της τρίτης πράξης ο Πανάρετος δίνει μια εσωτερική μάχη· ανάμεσα στον έρωτα και το φόβο του θανάτου. Θρυαλλίδα της εσωτερικής σκιαμαχίας είναι ο διάλογος του με την Ερωφίλη.
«Χίλοι μου λεν «φύγε από δω», χίλοι μου λέσι ,«στάσου»/ κι απόφασες γιαμιά γιαμιά χίλιες στο νου μ’ αλλάσου» Σ’ αυτό το δίστιχο συνοψίζεται όλη η ουσία του μονολόγου. Η δειλία μάχεται τη γενναιότητα, η φυγοπονία την «πρόταξη των στηθών» και για ακόμη μια φορά η σφοδρότητα του έρωτα μάχεται τον ανυπέρβλητο φόβο του θανάτου. Ο Πανάρετος απευθύνεται στον Έρωτα και την θεά Αφροδίτη παραπονούμενος για το φαρμάκι που τον πότισαν «με τόση γλύκα και χαρά μαζί ανακατωμένο». Ζητά ύστερα το κουράγιο να σταθεί μπροστά στα βάσανα – της πραγματικότητας και του νου- και να βρει το μονοπάτι του γλιτωμού. Το πεπρωμένο του θανάτου, όμως , είναι αναπόφευκτο.
Συμπερασματικά
Όλοι οι μονόλογοι του Πανάρετου γενικά διατρέχονται απ’ τη ματαιοδοξία, από το ανεκπλήρωτο στοιχείο του έρωτα, τα βάσανα και τα εμπόδια που συναντούν τους ερωτευμένους. Στοιχεία που συναντούμε αρκετά σε ρομαντικά έργα από την εποχή της ύστερης αναγέννησης. Ακόμη περισσότερο όπως αναφέρθηκε και παραπάνω συναντούμε το φόβο του θανάτου ως τελεσίδικη καταδίκη. Ως εκείνον που, ντετερμινιστικά, διαφεντεύει τα πάντα. Άλλωστε το memento mori ή αλλιώς η «ματαιότης ματαιοτήτων» που εκφράζεται αρχικά από τον Χάροντα στον πρόλογο, σκιαγραφεί και τον χαρακτήρα του ίδιου του ήρωα, Πανάρετου. Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συμβαίνει η ταλάντευση ανάμεσα στην ομορφιά και το σκοτάδι, την γενναιότητα και την ηττοπάθεια, τη μοίρα και τις ανθρώπινες πράξεις. Όλα αυτά ειπωμένα από το στόμα του Πανάρετου.
Πηγές:
- D. Holton, Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2016
2. Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ., Αθήνα, 1978