Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που δεν χρειάζεται συστάσεις. Τα έργα του είναι πολύ γνωστά, όχι μόνο στο ελληνικό κοινό. Έργα του έχουν διασκευαστεί, για τη τηλεόραση ή τον κινηματογράφο όπως ο Τελευταίος Πειρασμός, ο Χριστός ξανασταυρώνεται κ.α., ενώ το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχει ήδη καταγράψει περισσότερες από 580 εκδόσεις ξένων μεταφράσεων σε πάνω από 40 γλώσσες διεθνώς. Επίσης, είναι γνωστό ότι προτάθηκε αρκετές φορές για το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Ωστόσο, ένα από τα πρώιμα έργα του, οι Σπασμένες Ψυχές δεν είχαν την ίδια απήχηση με τα υπόλοιπα, ούτε μεταφράστηκε ή διασκευάστηκε ποτέ. Όμως, αν και επικρατεί σε όλο το έργο ένας μελοδραματικός τόνος και μία πολύ απλή-ειδικά για τις μέρες μας πλοκή- αξίζει εντούτοις να διαβάζεται σαν πρώιμο δείγμα της γραφής του Καζαντζάκη που αντανακλά και τα πρώτα χρόνια της φιλοσοφικής του αναζήτησης, καθώς και την διαχρονικότητα των χαρακτήρων.
Το μυθιστόρημα αυτό γράφεται το 1908 στο Παρίσι, δημοσιεύεται σε συνέχεια ενώ κυκλοφορεί σαν ολοκληρωμένη έκδοση το 2007 ως φόρος τιμής για τα 50 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι τρεις: Ο Ορέστης ένας νέος που εκπονεί το διδακτορικό του στην φιλοσοφία, η Χρυσούλα η αρραβωνιαστικιά του Ορέστη, μία υποταγμένη και φιλάσθενη γυναίκα και ο Γοργίας ένας προγονόπληκτος ηλικιωμένος καθηγητής, που κυρίως αναφέρεται στον Σοφοκλή. Οι τρεις ήρωες ζουν τις προσωπικές του χίμαιρες και είναι εγκλωβισμένοι στις ζωές τους χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν.
Ο Ορέστης φιλοδοξεί μέσω των φιλοσοφικών του ιδεών-ονομάζει την διατριβή του Καινή διαθήκη- να ανατρέψει το στείρο και ξεπερασμένο τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια και να μιλήσει για μια νέα ηθική, μία νέα ‘’θρησκεία’’ όπως λέει. Αντιμετωπίζει την αποδοκιμασία και τον χλευασμό των γνωστών του ενώ παράλληλα είναι μπλεγμένος στα δίχτυα της Νόρας, μιας καταστροφικής γυναίκας για την οποία όμως έχει μεγάλο πάθος.
Η Χρυσούλα ζει στην σκιά της Νόρας και σε όλη την διάρκεια της αφήγησης είναι συμβιβασμένη από την αγάπη της για τον Ορέστη. Ο Γοργίας αναλώνει το χρόνο του στο να αναφέρεται στους αρχαίους ποιητές, ενώ παράλληλα είναι ερωτευμένος με την Χρυσούλα και ελπίζει να εκδώσει ένα βιβλίο για τον Σοφοκλή. Και οι τρεις ήρωες έχουν άδοξο τέλος, με τον Γοργία να πεθαίνει από δυστύχημα, τη Χρυσούλα να υποκύπτει στην αρρώστια της και τον Ορέστη να καταλήγει αλήτης στους δρόμους.
Ο Καζαντζάκης στο πρόσωπο του Ορέστη σκιαγραφεί τον εαυτό του την περίοδο των φιλοσοφικών αναζητήσεων. Το έργο έχει πολύ απλή πλοκή. Αποτελεί κυρίως μία αυτοβιογραφική αφήγηση παρά ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα, που εστιάζει στην ψυχολογία και τα συναισθήματα των ηρώων. Ωστόσο, όπως αναφέρουν και κριτικές του βιβλίου, μέσα σε αυτό το έργο παρουσιάζει ο Καζαντζάκης έννοιες όπως ο νεανικός έρωτας, η πνευματική επανάσταση, η ψυχική ελευθερία.
Η σημασία του έργου έγκειται στο ότι μας δίνει ξεκάθαρα την εικόνα του Καζαντζάκη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του που αμφιταλαντευόταν στις ιδέες του και βρισκόταν σε αναζήτηση. Δεν αποκλείεται το όνομα Γοργίας, να είναι σοφιστική αναφορά καθώς χρησιμοποιούσε την γνώση απευθείας από τα αρχαία κείμενα σε αντίθεση με την φιλοσοφική αναζήτηση και το πνεύμα του Ορέστη. Οι χαρακτήρες ακόμα και σήμερα μοιάζουν απόλυτα αληθινοί καθώς πολλοί νέοι αναλώνονται σε πνευματικές αναζητήσεις χωρίς τέλος, σε ανέλπιδους έρωτες ενώ πολύ ηλικιωμένοι διατηρούν επιμελώς την προσκόλληση τους στο παρελθόν. Το έργο είναι αδιαμφισβήτητο κομμάτι της παράδοσης που εκπροσωπεί ο Καζαντζάκης.