Στο πρώτο του μυθιστόρημα, “Leaving the Atocha Station”, ο Μπεν Λέρνερ μας συστήνει τον Άνταμ Γκόρντον. Εκεί, ο Άνταμ είναι ενήλικος και ζει στη Μαδρίτη έχοντας κερδίσει μια υποτροφία ποίησης.
Στο τρίτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Αμερικανική αγωγή”, ο Μπεν Λέρνερ επαναφέρει τον Άνταμ Γκόρντον, στην εφηβική ηλικία του.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με δύο νέα παιδιά, τον Άνταμ και την Άμπερ να κάθονται στη βάρκα του πατριού της, στη μέση της τεχνητής λίμνης Κλίντον.
Παρασυρμένος από την ακατάσχετη φλυαρία του, ο Άνταμ ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι η Άμπερ δε βρίσκεται πια μαζί του στη βάρκα.
Μια σκηνή καθοριστική που καταδεικνύει τον διαφορετικό τρόπο έκφρασης, επικοινωνίας και χρήσης του λόγου, τη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, καθώς και την επαφή τους με το περιβάλλον, όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Η Τζέιν και ο Τζόναθαν Γκόρντον γνωρίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είναι και οι δυο τους ψυχοθεραπευτές και έχουν αποκτήσει έναν γιο, τον Άνταμ. Εργάζονται στο Ίδρυμα, ένα πρώην μικρό φρενοκομείο που έχει εξελιχθεί και γιγαντωθεί σε ψυχοθεραπευτικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά της Τοπίκα και απαρτίζεται περίπου από είκοσι κτήρια. Το προσωπικό που απασχολεί ξεπερνά τα χίλια άτομα.
Αφηγητές μας τα τρία μέλη της οικογένειας Γκόρντον. Καθένας τους διηγείται κομμάτια από τη ζωή του. Ανάμεσα στις εναλλασσόμενες αφηγήσεις τους παρεμβάλλονται, σαν ιντερλούδια, αφηγήσεις που αφορούν τον Ντάρρεν, ένα συμμαθητή του Άνταμ. Ο Άνταμ είναι μαθητής στο Λύκειο της Τοπήκα. Μαζί με τη συμμαθήτριά του Τζοάννα λαμβάνουν μέρος σε διττούς αγώνες λόγων.
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία τους το ζεύγος Γκόρντον κάνει έναν απολογισμό της ως τώρα πορείας τους. Τις δικές τους βιωματικές καταγραφές συμπληρώνει η φωνή του γιου τους Άνταμ. Η τριμελής αυτή οικογένεια ενσαρκώνει την εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως και την αυγή των 00’ς. Δύο γενιές, που κληρονομούν και κληροδοτούν το κοινωνικό οικοδόμημα, έρχονται αντιμέτωποι με τα σαθρά θεμέλια του και τις ρωγμές που δημιουργήθηκαν και πλέον καλύπτουν κάθε επιφάνειά του.
Αναπτύσσονται θέματα που αφορούν τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τη μισθολογική διάκριση λόγω φύλου, τον τοξικό ανδρισμό, την ομοφοβία. Μορφές βίας που εκφράζονται μέσω του λόγου, οι παράμετροι νομιμοποίησης της οπλοκατοχής, η συμπερίληψη ατόμων διαφορετικών που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι υποκριτική. Οι σχεδόν ικανοί,σε οποιονδήποτε τομέα, τα ανδρόπαιδα, που παραμένουν έφηβοι, σε αντίστιξη με τους γνήσιους άνδρες, εκπροσώπους του αμερικανικού έθνους, που όμως και αυτοί με τη σειρά τους πάσχουν από το σύνδρομο του Πήτερ Παν. Η συσσωρευμένη αγανάκτηση, ο θυμός της περιθωριοποίησης, γίνονται ξέσπασμα βίαιο. Η απόρριψη που βιώνουν μέλη της κοινωνίας από το σύνολο της λειτουργεί εμπρηστικά και οδηγεί σε εκρήξεις. Η ευθύνη, όμως, βαρύνει όχι μόνο το χέρι που τραβάει τη σκανδάλη μα κι αυτό που έβαλε σε αυτή την παλάμη το όπλο.
Ο λόγος, η γλώσσα ένας τρόπος έκφρασης που διαθέτουμε για να επικοινωνήσουμε σκέψεις και συναισθήματα.
Η διαφορετική χρήση του παρουσιάζεται μέσα από δύο έφηβους, τον Άνταμ και τον Ντάρρεν.
Ο Άνταμ, ένας άριστος μαθητής που διάβαζε έγραφε ποίηση, δεινός ρήτορας με έντονα ξεσπάσματα. Την οργή του τη διοχέτευε σε ανερμάτιστες λεκτικές επιθέσεις. Οι ψυχοθεραπευτές γονείς του χρησιμοποιούν τη γλώσσα, το λόγο, ως μέθοδο θεραπείας.
Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται ο Ντάρρεν, το ανδρόπαιδο, το παιδικό μυαλό μέσα στο πλήρως ανεπτυγμένο σώμα. Ήταν αυτός που δεν είχε τη δυνατότητα έκφρασης και εκτόνωσης των συναισθημάτων του, που συσσώρευε όσα τον έπνιγαν και δεν έβρισκαν διέξοδο στο λόγο.
Ο Μπεν Λέρνερ κινείται από τη χρήση του λόγου στην ψυχοθεραπεία, την ταχύτατη εκφορά λόγου στη μουσική ραπ, τους σχολικούς αγώνες ρητορικής στην δημόσια πολιτική συζήτηση. Αναπτύσσει την διαδικασία μετάβασης από την επιχειρηματολογία στη μεταστροφή της ρητορικής σε προπαγάνδα και χειραγώγηση. Σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύει μορφές βίας που ενέχει η χρήση του λόγου. Τεχνικές όπως το “σφυροκόπημα” που υιοθετήθηκαν από το μάρκετινγκ και χρησιμοποιούνται σε διαφημιστικά σποτ. Πρακτικές που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται μετά τον Β’ΠΠ κατά την ανάπτυξη της οικονομίας και του καταναλωτισμού.
Το μυθιστόρημα του Μπεν Λέρνερ “Αμερικανική αγωγή” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου.
Ο Ben Lerner (1979) γεννήθηκε στην Τοπήκα του Κάνσας. Έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία ποίησης, τρία μυθιστορήματα, και ένα βιβλίο κριτικής. Ήταν φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer, το National Book Award και το National Book Critics Circle Award. Έχει λάβει υποτροφίες από τα ιδρύματα Fulbright, Guggenheim και MacArthur. Είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Brooklyn College.
Οπισθόφυλλο
Τέλη της δεκαετίας του ’90 και, παρά το υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας» και το θρίαμβο του φιλελευθερισμού, τα νεαρά αρσενικά της βαθιάς Αμερικής δείχνουν αποπροσανατολισμένα. Ο εκνευρισμός είναι διάχυτος, οι ρωγμές εμφανείς. Επικρατεί ο φόβος ότι μια μεγάλη βία όπου νά ’ναι θα ξεσπάσει.
Ο Άνταμ Γκόρντον, τελειόφοιτος του Λυκείου της Τοπήκα, προσπαθεί να μάθει πώς ένα αγόρι γίνεται άντρας. Μέσα απ’ τους αγώνες ρητορικής, τις μονομαχίες ραπ αυτοσχεδιασμού, τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ο Άνταμ έχει προλάβει να καταλάβει πως η γλώσσα δεν είναι εργαλείο χαλιναγώγησης της βίας. Η γλώσσα είναι όπλο.
Ανενδοίαστα εξομολογητική και απροκάλυπτα πολιτική, η Αμερικανική αγωγή παρουσιάζει την ιστορία μιας οικογένειας σε μια εποχή σιωπηρών τεκτονικών μετατοπίσεων, μια ακτινογραφία της κουλτούρας της τοξικής αρρενωπότητας, και μια αρχαιολογία της ανόδου της νέας Δεξιάς, αναζητώντας χαμηλόφωνα έναν τρόπο ώστε να μάθουν οι άνθρωποι «και πάλι, αργά-αργά, πώς να μιλούν, μέσα στο γενικό σφυροκόπημα».