Η γοητευτική γραφή του Πατρίκ Μοντιανό είναι μια εθιστική περιήγηση στους δρόμους και στα καφέ του Παρισιού. Ατμοσφαιρική και γλυκόπικρα νοσταλγική η αύρα του παρελθόντος που τυλίγει τους αναγνώστες. Στο ίδιο μοτίβο της ανακίνησης απωθημένων και θαμπών αναμνήσεων, κινείται και το μυθιστόρημά του “Chevreuse” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
Ένα μπλε τετράδιο που γέμιζε με λεπτομέρειες. Καταγραφές αποσπασματικές που αποκτούσαν συνάφεια μόνο στα δικά του μάτια. Σπαράγματα που συνενώνονταν για να δημιουργήσουν σκέψεις, να αποτυπώσουν μνήμες. Σημάδια αναμνήσεων που συναρθρώνουν πενήντα χρόνια ζωής. Κι ανάμεσά τους μια λέξη, ένας τόπος, αναδύεται ξανά και ξανά: Σεβρέζ.
Η “Νεκροκεφαλή”, εκείνη η φίλη που σιγοτραγουδούσε τους στίχους από το “Douce dame” του Σερζ Λατούρ. Στιγμές από το παρελθόν που το παρόν τους αγνοείται.
Διαδρομές, αποστάσεις και χώροι συρρικνώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ονόματα χάνουν την αντιστοίχισή τους με τα πρόσωπα που ανήκουν. Ήχοι και εικόνες ανασύρουν θυμήσεις.
Οι εμπειρίες του παρελθόντος έχουν διατηρήσει δυσανάλογες διαστάσεις με το τώρα.
Η γραφή του Μοντιανό είναι οριακά μελαγχολική. Κινείται κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν, σταχυολογώντας θραύσματα ώστε να διαμορφώσει μια πορεία στο χρόνο.
“Καμιά φορά, μια λεπτομέρεια έφερνε κι άλλες στη μνήμη του, κολλημένες με την πρώτη, όπως το κύμα φέρνει δεμάτια φύκια σε αποσύνθεση.”
Μισός αιώνας έχει περάσει από εκείνο το απόγευμα που ο Ζαν Μποσμάν θα βρεθεί στην κοιλάδα του Σεβρέζ με την Καμίλ και τη Μαρτίν Χέιγουορντ. Ξεκίνησαν οι τρείς τους με το αυτοκίνητο της Μαρτίν Χέιγουορντ. Οδηγούσε η Καμίλ. Μια διαδρομή γεμάτη σιωπές. Εικόνες που, σαν σημάδια στον χάρτη της ζωής του, γίνονται όλο και πιο έντονες.
Η περιπλάνησή του στους δρόμους του Οτέιγ θα είναι μια επιστροφή στα παιδικά του χρόνια. Το σπίτι όπου ζούσε στη Ντοκτέρ-Κυρζέν, τα μέρη που επισκεπτόταν, οι άνθρωποι που τον περιέβαλαν και συναναστρεφόταν. Θα ήταν άνοιξη του 1964 ή μήπως του 1965;
Ένα ξενοδοχείο, μια κλίκα κάποιων αρκετά επικίνδυνων ατόμων, ένας αναπτήρας, λίγες λέξεις, επανεμφανίζονται και ρίχνουν φως στις συσκοτισμένες μνήμες της παιδικής ηλικίας.
“Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά εποικοδομητικό. Στην αρχή νομίζεις ότι πέφτεις σε συμπτώσεις, αλλά μετά από πενήντα χρόνια, έχεις μια πανοραμική θέα της ζωής σου.”
Τώρα στέκεται στο παρόν ατενίζοντας από ψηλά την κοιλάδα του Σεβρέζ, την τοπογραφία της ζωής του. Παρατηρεί τον ιστό που σχηματίζουν οι συνδέσεις ανθρώπων που υπήρξαν στη ζωή του από τα πρώτα του κιόλας χρόνια.
“Καταγόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια όπως καταγόμαστε από μια χώρα.”
Ένας ιστός που σαν κουρτίνα καλύπτει το παρελθόν του. Κομμάτια του παζλ που συγκεντρώνει για να λύσει το μυστήριο.
Αυτό το ταξίδι στα περασμένα χρόνια της παιδικής αθωότητας, που οι μνήμες έχουν ξεθωριάσει, παίρνει τη μορφή μιας αναζήτησης του χαμένου χρόνου. Ο Ζακ Μποσμάν καταδύεται στο παρελθόν του για να ξεδιαλύνει το παρόν του.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne-Billancourt, από πατέρα Γάλλο εβραϊκής καταγωγής, από σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, και μητέρα Βελγίδα (οι γονείς του γνωρίστηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στο κατεχόμενο Παρίσι). Το 1967 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, “La place de l’ etoile”, και το στέλνει στις εκδόσεις Gallimard, με παρότρυνση του καθηγητή του Ρεϊμόν Κενό, οι οποίες το εκδίδουν την επόμενη χρονιά. Σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: “Η χαμένη γειτονιά” (Χατζηνικολή), “Οδός σκοτεινών μαγαζιών” (Κέδρος), “Άνθη ερειπίων” (Οδυσσέας), “Το άρωμα της Υβόννης” (Λιβάνης, νέα έκδοση: “Η βίλα της θλίψης”), “Κυριακές του Αυγούστου” (Καστανιώτης), “Ντόρα Μπρούντερ” (Πατάκης), “Η μικρή Μπιζού”, “Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά… “, “Νυχτερινό ατύχημα”, “Στο cafe της χαμένης νιότης” (Πόλις). Έχει γράψει το σενάριο για τις ταινίες “Lacombe, Lucien” του Λουί Μαλ, “Le Fils de Gascogne” του Pascal Aubier και “Bon Voyage/Γοητευτικοί ταξιδιώτες” του Ζαν-Πωλ Ραπενώ. Άλλα έργα του: “La place de l’ etoile”, “Livret de famille”, “Une jeunesse”, “Vestiaire de l’ enfance”, “Voyage de noces”, “Un cirque passe”, “Du plus loin de l’ oubli”, “Des inconnues”, “Paris tendresse”. Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, “για την τέχνη της μνήμης μέσω της οποίας ανακάλεσε τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και μας αποκάλυψε τον μικρόκοσμο της Κατοχής”, σύμφωνα με τη λιτή ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του γραμματέα της, Πέτερ Ένγκλουντ “Η γλώσσα του είναι απλή αλλά η δομή των αφηγήσεών του και η συνολική σύνθεση είναι εκλεπτυσμένες και κομψές. Ως ιστορικό, με εντυπωσιάζει ο αυθεντικός τρόπος με τον οποίο ο Μοντιανό χειρίζεται τη μνήμη: ανοίγει διαδρόμους στον χρόνο στους οποίους μπορείς να βαδίσεις και να ανακαλύψεις τον εαυτό σου”. “Το έργο του μιλάει για τη μνήμη. Επανέρχεται στην ιστορία του, στη γέννησή του και μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε μαζί του σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας. Μας αποκαλύπτει την επίδραση που έχει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην ύπαρξή μας, τη θέση που έχει η Αντίσταση και η συνεργασία με τους ναζιστές στο συλλογικό φαντασιακό μας”, δήλωσε στον γαλλικό Τύπο μετά τη βράβευσή του ο εκδότης του Αντουάν Γκαλιμάρ.
Βραβεία:
Prix Littéraire Fondation Prince Pierre de Monaco 1984
Grand Prix de Littérature Paul-Morand de l’ Académie française 2000
Νόμπελ Λογοτεχνίας 2014
Οπισθόφυλλο
Για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, το όνομα αυτής της γυναίκας τον απασχολούσε, κι αυτό το όνομα, ασφαλώς, θα ξυπνούσε με τη σειρά του την ανάμνηση κι άλλων προσώπων που ’χε δει γύρω της, στο σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν. Μέχρι τότε, η μνήμη του όσον αφορά αυτά τα πρόσωπα είχε διανύσει μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης, όμως φαίνεται ότι τώρα η περίοδος αυτή είχε λήξει κι ότι τα φαντάσματα δε φοβόνταν να ξαναβγούν στο φως. Ποιος ξέρει; Μπορεί, στα χρόνια που έμελλε να ’ρθούν, αυτά τα πρόσωπα να του ξυπνούσαν ακόμα αναμνήσεις, όπως κάνουν οι σπουδαίοι τραγουδιστές. Κι αφού δε θα μπορούσε να ξαναζήσει το παρελθόν για να το διορθώσει, ο καλύτερος τρόπος να τα καταστήσει μια για πάντα ακίνδυνα και να τα κρατήσει σε απόσταση θα ’ταν να τα μεταμορφώσει σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.