Οι λέξεις είναι νοητικά κατασκευάσματα 24 γραμμάτων που και πάλι δεν χωρούν μέσα στο Αλφαβητάρι του Έρωτα, της Λένας Φατούρου. Ο έρωτας και ο θάνατος σε ένα υπέροχο συνταίριασμα αισθήσεων αγκαλιάζονται, παρασύροντας μας μυσταγωγικά στης αγάπης τα λόγια. «Αγάπης λόγια έχω να θυμάμαι/αφόρητη του νόστου συντριβή/αλύπητες φωνές μου τραγουδάνε/αδάμαστες αισθήσεις τραντάζουν το κορμί».
Αυτή η αισθητική ιδιότητα των στίχων της είναι ενδεικτική της μεγάλης της αρετής , της δημιουργίας εικόνων.
Οι μεταφορές μας συνεπαίρνουν: «Γιρλάντες της ψυχής /φωτισμένη πυξίδα. Γαντζωμένα τα χέρια, σαν αμπάρες σε πλοίο… Γυαλισμένες εικόνες στων ματιών το τοπίο/Γνέθε μου λόγια χωρίς να μιλάς.» Η αγάπη δεν χρειάζεται λόγια, μόνο οι εικόνες των ματιών αποτυπώνουν την έκσταση της ψυχής.
Η ανάπλαση και ανασύνθεση των κάδρων του ουρανού και της γης, του ανθρώπου στον μικρόκοσμο του μέσα στη συμπαντική νομοτέλεια είναι ένα δώρο προς όλους μας, ωδή στην αγάπη. «Ήσουν για μένα λατρείας αλήθεια/ήρεμης θάλασσας ήσουν αφρός. Ήρωας άτρωτος στα παραμύθια/ημέρας λάμψη και νύχτας φώς.» Ο έρωτας γίνεται λαίλαπα, φωτιά διπολική που λιώνει τα σωθικά, μπερδεύοντας θλίψη και χαρά.»
Ο έρωτας, αυτός ο Πανδαμάτωρ Θεός της ψυχής μπορεί να γίνει της Κόλασης Δάντης , «μελλοθανάτια φωνή».
Ο ανελέητος πόνος του εξιστορείται μέσα σε ένα μόνο στίχο: «Νυστέρια κράταγες για μένανε αγάπη», θυμίζοντας μας το ποίημα «Μακριά», του Καβάφη. Με τρόπο ελλειπτικό η ποιήτρια καταγράφει τη μνήμη του έρωτα. Ο ερωτικός θαυμασμός και η επιθυμία λειτουργούν ενισχυτικά στην υποβλητική ατμόσφαιρα. «Νύχτα μου πήραν τη λευκή μου φορεσιά. Νύφη δεν μ ήθελαν σε τούτη τη ζωή μου/Νίκησαν! Κι έμεινα αιώνια στα βαθιά.»
Το λευκό της φορεσιάς, σαν το διάφανο τούλι της νύφης συνδέεται με τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας πρότερης ζωής που με το πέρας του χρόνου εδραιώνεται στο «ναδίρ».
Ο έρωτας , άλλοτε είναι όφις φαρμακερός που δεν μπορεί κανείς να του ξεφύγει στην Κόλαση και άλλοτε είναι άσπρο ρόδο και ροζ μενεξές σε Παραδείσιο Κήπο: «Πέρασα στης πούλιας την ανταύγεια. Πήρα τη χαρά του αυγερινού. Πάτησα στου έρωτα τα χνάρια. Πρόδωσα τη λογική του νου.»
Στο κέντρο του μεταφυσικού στοχασμού της ποιήτριας συναντάμε πάντα το αίτημα του θανάτου : «Ύστατη στιγμή κι ο θάνατος με πήρε. Υάκινθο μυρίζει της στράτας μου η φυγή. /Υγρό το χώμα μου φωνάζει, έλα, γύρε/Υπόσχομαι ηρεμία, θανατική σιγή.»..
«Υπέγραψα συμβόλαιο με θέληση δική μου/Υπόδουλος του σύμπαντος σε αληθινή ζωή.»
Μόνο ο έρωτας είναι θεραπευτής του θανάτου, χαρούμενο τραγούδι, αστείρευτο γέλιο, ηδονή φυκιού, θεμέλιο ζωής. Ο αληθινός, απόλυτος έρωτας φανερώνεται στο δίστιχο: «Καρφίτσωσα στο πέτο μου εσένα/κόκκινη της ψυχής μου ζωγραφιά/κομμάτιασα ότι άλλο εσκεμμένα/κάθαρσης πήρα αγνή μεταλαβιά.»

Ο πεσιμισμός της ποιήτριας μας οδηγεί σε μια Καρυωτακική πλεύση γραφής όπου μέσα στη θάλασσα της μελαγχολίας αναβλύζουν γαλήνια κύματα νηνεμίας, όταν ο έρωτας παντρεύεται το αιώνιο, που δεν είναι άλλο από το ανόθευτο λευκό της αγάπης.
«Χαμόγελα σου τάζω έρωτα μου/Χαρίζω την αγάπη στη ζωή./Χορδές μοιράζω μέσα στην καρδιά μου/ Χαρούμενο τραγούδι ν’ ακουστεί./Χαμήλωσα τα μάτια μου μπροστά σου./Χάρτινος μοιάζω, νομίζω θα καώ. Χαμόκλαδο ξερό μες στην ποδιά σου. Χαρμόλυπος σε βλέπω σαν γιατρό.»
Το βιβλίο κλείνει εύσχημα με τον καταληκτικό στίχο «ωμέγα κι άλφα πια δεν θα βρεις» παίζοντας με τα γράμματα που σχηματίζουν αντίστροφα τη λέξη σ αγαπώ, διατρανώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι μόνο στην αγάπη η ψυχή ανθίζει, τερματίζει η παγωνιά.
Όταν ο ώριμος έρωτας στάζει αίμα, ωμέγα και άλφα πια δεν υπάρχουν. Κι όμως η ελπίδα περιμένει να αναδυθεί από τα ωκεάνια βάθη προσμένοντας την αθανασία της αληθινής αγάπης.