Αναπολώντας μια ζωηρή αναγνωστική χρονιά, πολλά βιβλία μου κράτησαν συντροφιά, αφήνοντας το δικό τους ανεξίτηλο σημάδι: άλλα έγιναν κομμάτι μου, άλλα υπήρξαν αδιάφορα μπροστά στις προσδοκίες μου, αλλά όπως και να έχει, η βιβλιοθήκη μου θα συνεχίσει να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και όλα τα βιβλία που περνούν από τα χέρια μου θα αξίζουν μια χειρόγραφη απόδειξη ότι υπήρξαν, ότι διαβάστηκαν πριν λησμονηθούν.
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω, όμως, κάποιο απ’ όσα διάβασα ως το καλύτερο βιβλίο που διάβασα το 2018, αυτό θα ήταν το Κουτσό του Χούλιο Κορτασάρ. Η επανέκδοση αυτού του αριστουργήματος του Αργεντινού συγγραφέα από τις εκδόσεις Opera όχι μόνο το επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο, αλλά επέτυχε μια εξαιρετική μετάφραση και παρουσίαση του έργου.
Ο Χούλιο Κορτάσαρ
O Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1914 και πέθανε στο Παρίσι το 1984. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. «Έφυγα από την Αργεντινή, όχι τόσο επειδή υπήρχαν πράγματα που εκεί μ’ ενοχλούσαν, που οπωσδήποτε υπήρχαν, αλλά γιατί η Γαλλία αντιπροσώπευε για μένα, τότε, έναν τεράστιο πόλο έλξης», θα πει σε μια συνέντευξή του στην «El Pais», το 1982.
Το 1961 επισκέπτεται την Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας.
Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. Μαθητής του Μπόρχες, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς και στους σπουδαιότερους μοντερνιστές του 20ού αιώνα.
Το έργο του αφομοιώνει μ’ έναν τελείως φυσικό τρόπο τις ανανεωτικές τεχνικές του σύγχρονου μυθιστορήματος και συνδυάζει τη δημιουργική φαντασία με το ρεαλισμό, διαφέρει όμως, από το έργο άλλων λατινοαμερικανών συγγραφέων, γιατί απ’ αυτό απουσιάζει σχεδόν παντελώς το στοιχείο του μπαρόκ και του μαγικού ρεαλισμού.
Το Κουτσό
Το Κουτσό δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο βιβλίο, συνηθισμένο τουλάχιστον όπως έχει συνηθιστεί να εννοείται η διαδικασία ανάγνωσης ενός βιβλίου. Πρόκειται για μια εμπειρία ανάγνωσης, δίχως ακολουθία κεφαλαίων ή συνοχής. Ο συγγραφέας χωρίζει των 600 σελίδων βιβλίο του σε δυο μέρη ή όπως τα αποκαλεί ο ίδιος σε δυο βιβλία. Στην εισαγωγή, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την προτροπή του συγγραφέα να αγνοήσει το δεύτερο βιβλίο «χωρίς τύψεις». Έχει χαρακτηριστεί ως άλλο «κουτί της Πανδώρας», καθώς έχει στόχο να δημιουργήσει την αίσθηση πως πρόκειται για πολλά βιβλία μαζί.
Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει με ποιον τρόπο θα διαβάσει το βιβλίο. Είτε ακολουθώντας τα κεφάλαια με τη σειρά, είτε ακολουθώντας τις συμβουλές του συγγραφέα που υποδεικνύει στο τέλος κάθε κεφαλαίου σε ποια σελίδα θα πρέπει να συνεχιστεί η ανάγνωση. Παίζοντας «κουτσό με τα κεφάλαια», ο Κορτάσαρ αποσκοπεί να παρασύρει τον αναγνώστη και να τον ακολουθήσει στο «κουτσό της ζωής» μέσα από την ιστορία του, χωρίς να ακολουθήσει το συμβατικό τρόπο της συγγραφής. Συστήνει διαρκώς νέα πρόσωπα, στήνει παράλληλους κόσμους, ακροβατεί ανάμεσα σε έννοιες και ιδέες.
Η αφήγηση ξεκινάει πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο, ο ήρωας πίσω από τη φωνή είναι πάντα άντρας και γεννιέται η αίσθηση ότι πρόκειται για την πραγματική φωνή του συγγραφέα. Ο Κορτασάρ δεν έχει αρνηθεί την αυτοβιογραφική φύση του βιβλίου αυτού. Ο ίδιος έχει πει χαρακτηριστικά: «Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα».
Η γραφή του βαθιά λυρική, ακόμη κι όταν γίνεται αιχμηρή ή ακόμη και σε έναν απλό διάλογο, παραμένοντας συνεχώς κατανοητή. Ο λυρισμός εκφράζεται συχνά με επιδεξιότητα μέσω συμβολικών παρομοιώσεων, όπως ακριβώς λειτουργεί κι ο τίτλος. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια δεύτερη πραγματικότητα απ’ αυτήν που ζουν και περιγράφουν τα πρόσωπα, η οποία αποτελείται απ’ όλα όσα δε λέγονται, αλλά συμβαίνουν στην πρώτη πραγματικότητα. Αυτή η πολυεπίπεδη αφήγηση καθιστά τόσο ενδιαφέρον το έργο του Κορτάσαρ και αποδεικνύεται η δεξιοτεχνία του, καθώς μετατρέπει ένα τόσο πολύπλοκο, πολυσχιδές σύστημα συγγραφής σε μια πολύ απλή μορφή κοντά στον αναγνώστη.
Το Κουτσό αποτελεί ένα από εκείνα τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν ξανά και ξανά με όποιον τρόπο υπάρχει. Ένα βιβλίο που με κάνει να ανατρέχω στις αγαπημένες μου σελίδες, αλλά και να ψάχνω κι άλλες που ίσως υποτίμησα, να γεμίζω σημειώσεις το σημειωματάριο -και στο κεφάλι μου, να τσαλακώνω σελίδες για να μην τις χάσω και να μην σταματώ να το συστήνω σε όποιον έρχεται και μου απευθύνει τη γνωστή ερώτηση: «Τι λες να διαβάσω τώρα;».
Πρόκειται για ένα από τα πιο κορυφαία βιβλία στην ιστορία της λογοτεχνίας, το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται ως ιστορία της λογοτεχνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα σπουδαίο αντιμυθιστόρημα του 20ου αιώνα, γιατί ούτε ο συμβατικός τίτλος του μυθιστορήματος θα τιμούσε και θα ικανοποιούσε το συγγραφέα του.
Η Έκδοση
Η πρώτη έκδοση του «Κουτσό» πραγματοποιήθηκε από τις εκδόσεις Εξάντας και την εκδότρια Μάγδα Κοτζιά που κυκλοφόρησε τη μετάφραση του Κώστα Κουντούρη. Ο λόγος που για πολλά χρόνια αυτό το έργο του Κορτάσαρ δεν εκδιδόταν δεν είναι τυχαίος, φυσικά. Όπως και με όλες τις ξένες μεταφράσεις που αποτελούν δοκιμασία και μεγάλη ευθύνη για τους μεταφραστές, το Κουτσό δεν κυκλοφορούσε στα ελληνικά λόγω αντίληψης του βαθμού δυσκολίας.
Ο μεταφραστής που εμπιστεύτηκε ο Γιώργος Μυρεσιώτης (εκδόσεις Opera) το έργο του «Κουτσό» ήταν ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο οποίος κατέχει 120 έργα στο μεταφραστική του πορεία. Όπως ο ίδιος έχει επισημάνει στην εφημερίδα της Καθημερινής, «Ήθελα να μεταφράσω το “Κουτσό” από τότε που το πρωτοδιάβασα, το μισό στα γαλλικά, το άλλο μισό στην πρώτη ελληνική του μετάφραση από τον Κώστα Κουντούρη, στον οποίο και αφιερώνω την παρούσα. Hταν θαρρείς και το βιβλίο ζούσε στη μνήμη μου σαν μυθικό θηρίο στο κλουβί, περιμένοντας να του δώσω την ευκαιρία ν’ αναμετρηθούμε».
«Ήθελα να μεταφράσω το “Κουτσό” από τότε που το πρωτοδιάβασα, το μισό στα γαλλικά, το άλλο μισό στην πρώτη ελληνική του μετάφραση από τον Κώστα Κουντούρη, στον οποίο και αφιερώνω την παρούσα. Hταν θαρρείς και το βιβλίο ζούσε στη μνήμη μου σαν μυθικό θηρίο στο κλουβί, περιμένοντας να του δώσω την ευκαιρία ν’ αναμετρηθούμε»
Advertising
Δεν παραλείπει να σχολιάσει και τη δυσκολία που αντιμετώπισε κατά τη μετάφραση, υποστηρίζοντας πως «Ίσως η μοναδική ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισα μεταφράζοντας το “Κουτσό” (καμία μετάφραση δεν είναι εύκολη) είναι οι απότομες αλλαγές ρυθμού, ύφους, γλώσσας και η αδιάλειπτη βαθιά ειρωνεία που λες και υποσκάπτει διαρκώς την αφήγηση».
Ο Μυρεσιώτης από τη μεριά του ανακαλύπτει πως αποφασίστηκε η έκδοση του «Κουτσό», «Το μικρόβιο της έκδοσης μπήκε με το που έμαθα πως τα δικαιώματα του βιβλίου ήταν ελεύθερα. Η απόφαση ήταν ακαριαία. Ωστόσο, δεν θα έπαιρνα αυτή την απόφαση αν δεν ήταν ο Αχιλλέας Κυριακίδης ο μεταφραστής του βιβλίου. Νομίζω πως στο “Κουτσό” έφτασε σε ένα μεταφραστικό κρεσέντο. Να σκεφτείτε πως χρειάστηκε να το διαβάσει οκτώ φορές, ενώ τον ανάγκασα να το διαβάσει και μια ένατη φορά για σιγουριά» (Καθημερινή, 04/2018).
Το Βιβλίο
Περίληψη από την παρουσίαση του βιβλίου
«Κι αν δαγκωνόμαστε, ο πόνος είναι γλυκός, κι αν πνιγόμαστε με μια κοφτή και τρομερή και ταυτόχρονη εισρόφηση της εκπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι ωραίος.
Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μία και μόνη γεύση ώριμου φρούτου, κι εγώ σε νιώθω να ριγείς επάνω μου σαν μια σελήνη στο νερό.»
“Αντιμυθιστόρημα”, “Xρονικό μιας τρέλας”, “Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά”, “Κάτι σαν ατομική βόμβα”, “Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία”, “Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα”, “Ένα ψέλλισμα”. Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση.
Εξακολουθώ να διψάω για το απόλυτο όπως όταν ήμουν είκοσι χρονών, αλλά τον γλυκό σπασμό και την οξεία και δηκτική απόλαυση της δημιουργικής πράξης ή της απλής ενατένισης της ομορφιάς δεν τα θεωρώ πια επιβράβευση ή πρόσβαση σε μια πραγματικότητα απόλυτη και ικανοποιητική. Μια μόνο ομορφιά μπορεί ακόμα να μου εξασφαλίσει αυτήν την πρόσβαση: εκείνη που είναι σκοπός κι όχι μέσο, κι αυτό, γιατί ο δημιουργός της έχει ταυτίσει μέσα του την αίσθηση του για τη συνθήκη του ως ανθρώπου με την αίσθηση του για τη συνθήκη του ως καλλιτέχνη. Αντίθετα, το απλώς αισθητικό επίπεδο μου φαίνεται ακριβώς αυτό: απλώς. (Απόσπασμα)
Πηγές: www.kathimerini.gr, www.biblionet.gr