
Ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νόρμαν Μέιλερ, έγινε ευρέως γνωστός σε ηλικία 25 ετών για το μπεστ σέλερ του «Οι γυμνοί και οι νεκροί» (1948). Το βιβλίο ανήκει στο είδος της «Νέας δημοσιογραφίας» και αφηγείται μια ημι-αυτοβιογραφική εμπειρία του συγγραφέα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μορφή μυθιστορήματος. Ο Μέιλερ υπηρέτησε στον πόλεμο ως μάγειρας, όμως οι ιστορίες που άκουσε από τους συναδέλφους του από το πεδίο της μάχης τον ενέπνευσαν να γράψει τη συγκλονιστική ιστορία μιας διμοιρίας αμερικανών στρατιωτών σε μια αναγνωριστική επιχείρηση στην υπό ιαπωνική κατοχή φανταστική νήσο Ανοπόπεϊ. Το δημοσιογραφικό ύφος του Μέιλερ επηρέασε, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αμέτρητα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, τόσο σχετικά με τον πόλεμο, όσο και με εντελώς διαφορετική θεματολογία.

Ενώ η ραχοκοκαλιά της ιστορίας μπορεί εύκολα να συνοψιστεί σε μία πρόταση, το βιβλίο του Μέιλερ, που έχει έκταση 550 σελίδες, είναι πολύπλευρο και γεμάτο πληροφορίες σχετικές με τους χαρακτήρες και την αποστολή. Όπως περιγράφεται στο προλογικό σημείωμα:
«Οι γυμνοί και οι νεκροί» είναι η ιστορία μιας διμοιρίας σε μια αναγνωριστική επιχείρηση που αποβιβάζεται στην αφύλαχτη παραλία της νήσου Ανοπόπεϊ. Είναι η ιστορία μιας χούφτας εξουθενωμένων ανδρών που έχουν αναλάβει μια αδύνατη και μάταιη επιχείρηση από την οποία δεν θα επιστρέψουν ποτέ ζωντανοί…
Ο Μέιλερ χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση, περισσότερο ως όχημα, για να μιλήσει τόσο για χαρακτήρες με πολύ ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όσο και για τη φρίκη του πολέμου που φτάνει τους συντελεστές του στα άκρα. Οι στρατιώτες χάνουν σε κάποιες στιγμές το θάρρος τους, τα λογικά τους, τον έλεγχο των νεύρων τους, αλλά και μέλη της οικογένειας που έχουν αφήσει πίσω ή και την ίδια τους τη ζωή.

Είναι παράξενο πως μια ιστορία 70 και πλέον χρόνων μπορεί να παραμείνει επίκαιρη και κατανοητή μέχρι τις μέρες μας. Οι περιγραφές των όπλων ή του ιματισμού των στρατιωτών θυμίζουν έντονα τη σημερινή εικόνα του στρατού, ενώ η σχέσεις μεταξύ προϊστάμενου και υφιστάμενου παραμένουν ίδιες. Πίσω από την ανάγκη για πειθαρχία, ώστε να φέρουν τη δύσκολη αποστολή σε πέρας, υπάρχουν προσωπικές έριδες, ζηλοφθονία και πάθη που συχνά δημιουργούν τεράστια εμπόδια. Ένας συνταγματάρχης απειλεί έναν υπολοχαγό με στρατοδικείο, εάν δεν σηκώσει τη σβησμένη γόπα του τσιγάρου του από το πάτωμα. Ένας λοχίας μέσα στο θυμό του, σκοτώνει ένα πληγωμένο πουλάκι που έχει περισώσει ένας στρατιώτης για να επιβάλει την τάξη. Ο ίδιος, οδηγεί ύστερα την αποστολή μέσα από ένα ορεινό μονοπάτι, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί μοιραίο για τους ήδη εξουθενωμένους και τραυματισμένους άνδρες. Η ματαιοδοξία, η δίψα για εξουσία και η απομόνωση είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θίγονται εδώ, τα οποία συνεχίζουν να πλήττουν την κοινωνία μας μέχρι σήμερα.

Ο Νόρμαν Μέιλερ συνέχισε την πολυσχιδή καριέρα του γράφοντας τα πολυβραβευμένα έργα «Το πάρκο των ελαφιών» (1955), «Ένα αμερικάνικο όνειρο» (1965), «Οι στρατιές της νύχτας» (1968), «Το τραγούδι του εκτελεστή» (1979) και «Το φάντασμα της πόρνης» (1991), ενώ έγραφε τακτικά για την εφημερίδα «The Village Voice», της οποίας υπήρξε συνιδρυτής. Ως ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του είδους της «Νέας δημοσιογραφίας», επηρέασε συγγραφείς όπως τον Τομ Γουλφ, τη Τζόαν Ντίντιον και τον Χάντερ Τόμσον. Όπως είναι φυσικό, με ένα τέτοιο ευρύ αναγνωστικό κοινό, αποκτά κανείς και πολλούς εχθρούς. Στην περίπτωση του Μέιλερ, ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές του ήταν ο Γκορ Βιντάλ, ο οποίος απέρριψε το «Οι γυμνοί και οι νεκροί» ως «απάτη» και εξέφρασε με πάθος αυτή του την άποψη τόσο σε τηλεοπτικές εκπομπές, όσο και στον τύπο. Όπως και να ’χει, τα έργα του Μέιλερ και κυρίως το ντεμπούτο του, αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς και αξίζει να διαβαστούν από κάθε λάτρη της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς στο YouTube: