Μάχη μέχρι τελικής πτώσης
Ποια μάχη των Φύλων, των “Αιωνίων” ή αυτή του Μαραθώνα; Μπροστά στη μάχη μεταξύ Βιβλιοφάγων και Σινεφίλ, όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται “καβγαδάκια”. Βάλε δύο νέρντουλες από δύο διαφορετικούς – φαινομενικά αντίπαλους – κλάδους να επιχειρηματολογήσουν για το ποιος έχει δίκιο και τι είναι καλύτερο, πάρε έναν κουβά ποπ κορν και κάτσε να το απολαύσεις. Ποιος θα κερδίσει άραγε;
Γύρος 1: Λείπουν ή περισσεύουν πληροφορίες;
“Μπορούν να χωρέσουν 800+ σελίδες σε 2 ώρες και κάτι;”
Η απόλυτη ταύτιση μεταξύ βιβλίου και ταινίας είναι πρόκληση, με τον χρόνο να είναι φίλος του ενός κι εχθρός του άλλου.
Σ’ ένα βιβλίο θα δεις να περιγράφεται με την παραμικρή λεπτομέρεια μέχρι και το πορτατίφ στο σαλόνι του τρίτου ξαδέρφου του πρωταγωνιστή. Στη ταινία θα δεις το πορτατίφ για ένα μιλισεκόντ και μετά τέλος. Στο βιβλίο θα δεις το character development του ήρωα, διαβάζοντας τις πιο μύχιες σκέψεις που μοιράζεται μόνο μ’ εσένα. Δεν γίνεται, όμως, σε κάθε ταινία οι ήρωες να κόβουν βόλτες σε παραλίες και να παίζουν με voice-over τα όσα σκέφτονται – καταντάει κλισέ και επιβραδύνει τη δράση χωρίς λόγο. Αντίστοιχα, οι πιο μικροί χαρακτήρες ενός βιβλίου παίρνουν ζωή ακόμα και για κάτι σελίδες. Για μια ταινία ένα πρόσωπο με διάρκεια εμφάνισης 5 αράδες κάνει στη καλύτερη για κομπάρσος, γιατι απλά πιάνει χώρο και ξοδεύει τσάμπα λεφτά. Μη ξεχνάς ότι μια ταινία κοστίζει και κάτι χιλιάρικα (ή εκατομμύρια) την ημέρα.
Το πόσο πετυχημένη, λοιπόν, θα είναι η προσαρμογή ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη εξάρταται από την πίστωση χρόνου που αναλογεί στο καθένα. Το βιβλίο ποντάρει στο ότι δεν θα αφιερώσεις μόνο 2 ώρες, αλλά τουλάχιστον καμιά 10αρια μέρες για να το τελειώσεις – άρα μπορεί να κάνει λίγη “κοιλιά”. Σε μια ταινία αυτή η “άπλα” δεν υπάρχει γιατι: πρώτον, θα βγεις από το σπίτι σου για να πας σινεμά και δεύτερον, θα πληρώσεις σχεδόν 10 ευρώ εισιτήριο (βάλε και πόσα θα δώσεις για σνακ!). Επειδή οι άνθρωποι του σινεμά τα γνωρίζουν όλα αυτά, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν στον χρόνο που έχουν για να βγεις από την αίθουσα γεμάτος εντυπώσεις κι όχι σιχτιρίζοντας.
Γύρος 2: POV αναγνώστη vs POV σκηνοθέτη
“Μήπως το σινεμά σκοτώνει τη φαντασία;”
Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, μπορείς να φανταστείς τα πάντα όπως εσύ θες. Στην ταινία τα βλέπεις όλα μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη κι οι μικρο-αλλαγές που έχει κάνει, ίσως να μη σού αρέσουν. Βέβαια, κάποιες σκηνοθετικές παρεμβάσεις καλό είναι να συχγωρούνται. Τι να κάνουμε που ο Βρόνσκι στην “Άννα Καρένινα” δεν ήταν μελαχρινός με καστανά μάτια; Ο ξανθος γαλανομάτης Aaron Taylor Johnson σας πείραξε τόσο πολύ; Εμένα προσωπικά καθόλου.
Άλλωστε, η φαντασία δεν είναι το φόρτε όλων. Κάποιοι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις λέξεις και την ερμηνεία τους κι όχι τόσο στο να δημιουργήσουν εικόνες. Απλώς, το καλό μ’ ένα βιβλίο είναι ότι μπορείς να γυρίσεις τις σελίδες πίσω ξανά και ξανά, μέχρι να νιώσεις ότι τα έχεις “τυπώσει” όλα. Βλέποντας μια ταινία αυτό είναι κάπως πιο δύσκολο. Όσες φορές και να κάνεις μια σκηνή rewind, οι πληροφορίες που σου δίνει μια ζωντανή εικόνα είναι πάντα πολύ περισσότερες από αυτές που μπορείς να επεξεργαστείς – σε συνειδητό τουλάχιστον επίπεδο.
Τώρα, το αν ο κινηματογράφος σκοτώνει τη φαντασία είναι μεγάλη συζήτηση. Εγώ πιστεύω ότι τα μεγάλα μυαλά δεν παύουν να δημιουργούν ποτέ και το σινεμά έρχεται κάθε φορά να αποδείξει πόσα περιθώρια υπάρχουν ακόμα στην ανθρώπινη φαντασία.
Γύρος 3: “Αυτό δεν έγινε στο βιβλίο!”
Άντε, να παραλείψεις κάποια πράγματα γιατί δεν φτάνει ο χρόνος. Άντε, να κάνεις casting ηθοποιό χωρίς μπούκλες (γκουχου-γκούχου, “After”). Αλλά, να τολμήσεις να αλλάξεις το τέλος; Ε, αυτό πάει πολύ! Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι! Έρχεται, όμως, ο σκηνοθέτης και σού κουνάει το μαντήλι από το παραθυράκι της “ποιητικής αδείας” και σού λέει ότι στα credits γράφει “εμπνευσμένο” κι όχι “βασισμένο” – μπουμ, mic drop!
Χαρακτηριστική περίπτωση εμπνευσμένου σεναρίου είναι η “Τροία”. Εμείς που έχουμε κάνει “Ιλιάδα” στο σχολείο και δεν είμαστε αμερικανάκια, κανονικά πρέπει να καταλάβουμε τις αλλαγές που έχουν γίνει στο σενάριο. Στο πρωτότυπο κείμενο ο Αχιλλέας δεν πέρασε ποτέ τα τείχη της Τροίας, ενώ ο Αγαμέμνονας δεν πέθανε εκεί – τον περίμενε με κουζινομάχαιρο η Κλυταιμνήστρα στο σπίτι. Ελπίζω να παρατηρήσατε κι εσείς αυτές τις διαφορές και να μη σας απέσπασαν τόσο την προσοχή οι κοιλιακοί του Brad Pitt.
Και τώρα που είπα Brad Pitt, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο (βασισμένο) “Fight Club”. Το τέλος της ταινίας είναι διαφορετικό από αυτό του βιβλίου, αλλά αν ο David Fincher επέλεγε να ακολουθήσει πιστά το κείμενο του Palahniuk, δεν θα μας είχε δώσει μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στην ιστορία του σινεμά. Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα πριν το απόλυτο χάος, νομίζω αξίζουν και με το παραπάνω μια “άφεση” σκηνοθετικών αλλαγών.
Δε ξέρω αν θα κερδίσει ποτέ κάποιος το το debate “Βιβλία vs Ταινίες”. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα σταματήσει, όσο υπάρχουν βιβλία που γίνονται ταινίες. Αν είσαι από τους ξύπνιους που παίζουν και στα δύο στρατόπεδα, κάτσε στη γκρίζα σου ζώνη να μη σε πάρουν τα σκάγια.
Εσύ με ποιανού το μέρος είσαι; Βιβλία ή Ταινίες;