Πρέπει να λεχθεί εκ των προτέρων πως στη διαδικασία διατύπωσης των παρακάτω σκέψεων και ολοκλήρωσης του παρόντος άρθρου, γίνεται κατανοητό πως- αναμφίβολα- ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει αυτό το τελευταίο αντικείμενο χλευασμού, ειρωνείας και οξείας κριτικής. Χάριν ειλικρίνειας, δεν είναι δυνατόν να μη υπάρξει κατανόηση στους λογισμούς που δεν έχουν στενή σχέση με τη διαδικασία εκείνη, η οποία αναλύεται στο άρθρο αυτό, ούτε βέβαια και με τις ενδεχόμενες αντιτιθέμενες απόψεις, στο επίπεδο τουλάχιστον του διαλόγου.
Σε μια συνοπτική προσέγγιση, ως γνωστόν, η Προσευχή είναι το βασικό μέσο της επικοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Ωστόσο, σχετικά με την Προσευχή πολλά κατά καιρούς υποστηρίζονται και τα περισσότερα απο εκείνα αναπαράγονται εσαεί. Το ζήτημα δεν είναι, όμως, κατά πόσο και αν ορισμένα εξ αυτών ισχύουν ή όχι. Απεναντίας, η ουσία βρίσκεται βαθύτερα και συγχρόνως είναι ελαφρώς πιο απλή. Στο ίδιο επίπεδο προσέγγισης κινείται και ο γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης στο βιβλίο «Περί Προσευχής», ο οποίος κάνει περιορισμένες αναφορές στα πατερικά κείμενα , μολονότι εισέρχεται στη φαιά ουσία των πνευματικών νοημάτων.
«Ας υποθέσουμε ότι αγαπάς όλους τους ανθρώπους και το μόνο που σε νοιάζει είναι τι θέλουν οι άλλοι, το να είναι οι σχέσεις σου μαζί τους αρμονικώτατες. Μέχρι να φτάσεις σε αυτό το σημείο, η προσευχή σου θα είναι σαν ένα μπαλάκι που το παίζεις μέσα στα χέρια σου και δεν ανεβαίνει παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά εσύ επιμένεις να προσεύχεσαι, κάνοντας υπομονή στις θλίψεις σου, διότι ξέρεις ότι η σύγκρουσή με τους ανθρώπους και οι επιθυμίες κάνουν μαύρη τη ζωή»
Συμπληρώνοντας, η θεολογία του γέροντα Αιμιλιανού δεν είναι γενική και αόριστη, αλλά διαθέτει πρακτικό νόημα, το οποίο μπορεί να το αντιληφθεί και να το βιώσει ο καθένας στη ζωή του. Οι αναφορές του είναι δυνατόν να βρουν εφαρμογή σε οποιοδήποτε επίπεδο πνευματικής ζωής και αν βρίσκεται κανείς. Επιπλέον, προσεγγίζονται ερωτήματα, όπως για παράδειγμα το «τι μπορεί κανείς να ζητάει απο το Θεό;» ή «σε τι θα απαντήσει ο Θεός;» και άλλα. Βέβαια, τα ερωτήματα που προαναφέρθηκαν αξιοποιούνται περισσότερο ως μια βάση συλλογισμού, ενώ πολλές φορές οι απαντήσεις που δίνονται είναι αναπάντεχες μπροστά στην καθημερινή λογική. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια φλόγα αμφιβολίας των δεδομένων ακόμα και σε εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους «εντός της Εκκλησίας».
Το βιβλίο προλογίζει ο Μ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, ο οποίος αναφέρει πως «Όταν ομιλεί (σ.σ. ο Γ. Αιμιλιανός) για την προσευχή, δεν ομιλεί περιγραφικά γι’ αυτήν ούτε με πυκνές αναφορές στους πατέρες και την παράδοση, αλλά εκφράζεται ο ίδιος «αδιαλείπτως προσευχόμενος». Όταν αναφέρεται στους αγίους, δεν περιγράφει πρότυπα άλλων εποχών ή ενός άλλου κόσμου, αλλά καταθέτει μαρτυρία που φανερώνει οικειότητα και κοινωνία»