Το Κέρας της Αμάλθειας , η πρώτη ποιητική συλλογή από τη Βίκυ Δρακουλαράκου είναι πραγματικά τόσο άφθονη σε συναισθήματα και σε
νοήματα που τιμά τον τίτλο της, ο οποίος στηρίζεται στο γνωστό μύθο που συσχετίζεται με το Δία και την αφθονία. Όσοι γνωρίζουν την ποίηση της Βίκυς Δρακουλαράκου σίγουρα έλκονται από την ευρηματικότητα στη νεογλώσσα που δημιουργεί. Διαβάζοντάς την, καταλαβαίνεις εξαρχής ότι είναι δική της καθώς έχει δημιουργήσει το προσωπικό της ύφος, απαλλαγμένο από την ισχνότητα των λέξεων. Έχει σχηματίσει το δικό της ποιητικό κοσμοείδωλο γεμάτο από λυρικότητα και υπαινικτικότητα. Η βάση της είναι ο υπερρεαλισμός, όμως πολλά της επίθετα έχουν καβαφικές, ελυτικές και ομηρικές καταβολές (σιδηρέος ουρανός, Ομήρου Ιλιάδα) ενώ η σκέψη της είναι καζαντζακική, a priori επαναστατική. H γλωσσολογική της δεινότητα έγκειται στην δημιουργία πρωτότυπων λεκτικών συνδυασμών που
απογειώνουν τους στίχους. Προσέξτε μερικά από αυτά: «θηκάρι νιότης/ αρμαθιά μνήμης/ άτεγκτα πάθη/ αιρετικές μυρωδιές/ ο γλυκασμός της τρυφερότητας». Το άρτιο αυτό γλωσσικό της χειροτέχνημα έχει απόλυτα τη δική του φυσιογνωμία.
Το ποίημα που συνδέεται άρρηκτα με τον τίτλο της συλλογής είναι οι Νύμφες Ψυχές. Λέξεις που μοιάζουν με λαμπρές πολύχρωμες γραμμές στον αέρα, όπως τα άστρα του ουρανού, στολίζουν το ποίημα. Σαν την κρυστάλλινη σφαίρα που χάρισε η νύμφη Ίδη στο Δία όταν ήταν μικρός. «Άγνωστες λέξεις στ’ όνειρο…της καρδιάς οι κονκισταδόροι», γράφει η ποιήτρια.
Το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκείνο που φέρει την υψηλότερη λογοτεχνική αφθονία, απόλυτο συνταίριασμα με τον τίτλο της συλλογής.
Ο έρωτας είναι Παντοκράτορας, στην όψη του ο Παράδεισος σιγεί, ισοδυναμεί με το «θείον». Στο ποίημα της Εκδρομή είναι γιορτή, είναι χαρά. Άλλοτε πάλι είναι προδότης, παρομοιάζεται με «γελαστή ονειροπαγίδα». Λιποτακτεί στην αποκορύφωση του. Πολύ συχνά στα ποιήματα της η φύση συμμετέχει προμηνύοντας τη χαρά. Ο φυσιοκεντρισμός με τον οποίο προσεγγίζει τον ερωτικό της λόγο στο ποίημα Σε χρειάζομαι μας παραπέμπει στη Σολωμική ρομαντική ποίηση. Γράφει:
«Και μ’ ακούμπησες
Αιρετικές μυρωδιές απλώθηκαν στο βλέμμα της αφής σου.
Οι Αλκυονίδες μέρες σου ζέσταναν το χάδι!»Advertising
Η ποιήτρια σε αυτό της το ποίημα εξομολογείται την ανάγκη συνύπαρξης με όλες τις αισθήσεις της.
Η φύση τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία της ποιήτριας για να την οδηγήσει στην αυτογνωσία, αφού την βοηθά να συνειδητοποιήσει τα όριά της, και έπειτα στην υπέρβαση, αφού της δίνει το ερέθισμα να αναλογιστεί τις αβεβαιότητες της ζωής. Από τη μια η φύση ως πηγή ζωής, χαράς, έρωτα και από την άλλη η φύση ως φορέας καταστροφής. Μέσα από τη Σύγκρουση αυτή πραγματώνεται η σολωμική εκδοχή του «υψηλού» , η ηθική νίκη του ήρωα. Πρόκειται για μια σύγκρουση τραγική που οδηγεί στην υπέρβαση. Η σχέση της με τη φύση επαναπροσδιορίζεται με την άρνηση της πλήρους αφομοίωσής της προκειμένου να κατακτήσει την εσωτερική της Ελευθερία.
Ο έρωτας παρουσιάζεται στην ποίηση της με διττή σημασία, ως άλλος Εφιάλτης άλλοτε παραδίδει τις Θερμοπύλες και άλλοτε πάλι γίνεται
«Ουρανός», μέσα του περιδιαβαίνει για να λάβει την ευλογία των Θεών. Ο ουρανός αυτός, έντονο στοιχείο στην ποίηση της γίνεται σιδερένιος κι αψίθυμος στο βράδιασμα της ζωής, παραπέμποντας μας στην Οδύσσεια ομηρική ρήση (“οὐρανόν ἐς πολύχαλκον”). Άλλοτε πάλι ματώνει σαν τους ανθρώπους, για να στιγματίσει την μοναξιά τους (μ’ ένα παράσημο γράφει ματωμένου ουρανού, που αρνείται να παραδώσει, μόνο, σαν μερικούς ανθρώπους…) Ο έρωτας, πότε λυτρωτής και πότε δυνάστης ταλαντεύεται από στίχο σε στίχο, περιπλανιέται άλλοτε στο όνειρο και άλλοτε στην οδύνη. Όμως η λύτρωση της ψυχής φτάνει στη σωτήρια όταν κατορθώσει να σπάσει τα δεσμά της απώλειας. Ο σαρκασμός διάχυτος διαποτίζει τους στίχους στον επίλογο.
«Ήθελες με κλεμμένα φεγγάρια και βυθισμένες άγκυρες
Να ταξιδέψουμε μαζί στην καταιγίδα.
Μα έμαθα
Να επιπλέω πια στα ρηχά
Και με μεγάλη μαεστρία.
Ήθελες!»
Η προσμονή, έντονο στοιχείο στην ερωτική της ποίηση έχει τον κύριο λόγο. Αυτό φανερώνεται κυρίως στα ποιήματα Αγγέλου Προσμονή, Ο ερχομός, Μαίνεται η ελπίδα, Κίρκη και Με επίγνωση. Ο ερχομός του έρωτα συμπυκνώνεται μέσα σε έξι στίχους, στο ποίημα της Κίρκη:
«Από της Κίρκης
Το ομηρικό νησί
προσεύχομαι σιωπηλά
Για ρόδινο βασίλεμα
Μέσα απ’ το τωρινό
Παράθυρο της δύσης».
Ο μύθος περιπλέκεται πολύ συχνά στα ποιήματα της παραπέμποντας μας σε πολλά αρχαιόθεμα ποιήματα νεοελλήνων ποιητών διανθίζοντας τα με την υπερβατικότητα, δίνοντας στον έρωτα διάσταση αθάνατου κάλους. Στη «μοναξιασμένη», μέσα σε ένα πρελούδιο αρχαϊκού μύθου εξυφαίνει το «απαισιόδοξο μανιφέστο από τον κονιορτό των ονείρων.» Πλέκει τον μύθο του Ηρακλή και της Δηιάνειρας με τον καημό της προδοσίας και την μοναξιά που επιφέρει η απόγνωση. Στοιχεία μυθικά, ομηρικά, εμπλουτίζουν την σκέψη και τροφοδοτούν τη φαντασία της περιπλεγμένα με τον έρωτα, όπως βλέπουμε στο Δούρειος Ίππος. Συχνά ο Δούρειος Ίππος χρησιμοποιείται μεταφορικά ως τέχνασμα, υποδηλώνοντας τον δόλο και την πονηρία. Εδώ, γίνεται σύμβολο διεκδίκησης της χαράς, για όλη την οδύνη, την πίκρα που δέχτηκε η καρδιά. Κάνοντας αθόρυβη εισβολή απελευθερώνει τον θυμό που φωλιάζει στην ψυχή της.
Στη Γλαυκή Σιωπή, ποίημα αφιερωμένο στους γονείς της, η σελήνη παίζει καθοριστικό ρόλο όπως και σε άλλα ποιήματα. Εδώ συνδιαλέγεται μαζί της, απαιτεί να της απαντήσει στα προαιώνια ερωτήματα που τυραννούν τον άνθρωπο, όπως είναι ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων. Κι εδώ είναι φανερή η επιρροή από την Ιλιάδα, θυμίζοντας μας τη γλαυκή θάλασσα (“οὐδέ Θέτις μήτηρ· γλαυκή δέ σε τίκτε θάλασσα”).
Η ποιήτρια μαστιγώνει τη μοναξιά, την παρομοιάζει με σιωπητήριο. Απεγκλωβισμό από τη μοναξιά προσφέρει το όνειρο, που μοσχοβολά σαν γιασεμί. Το σπίτι, έρημο και μόνο του, προσομοιάζεται με τον άνθρωπο, τυλίγεται σφιχτά από κισσούς. Το στοιχείο της απλότητας, που προσδιορίζει την ευτυχία, αποτυπώνεται στους στίχους: «Αρχοντικό θα το ‘λεγες, χωρίς περγαμηνές και οικόσημα……φτιαγμένο από εκείνες τις σκληρές πέτρες της σιωπής, με λουλούδια ριζωμένα ανάμεσα.» θυμίζοντας μας Λειβαδίτη και Ρίτσο.
Στα ουμανιστικά της ποιήματα διακρίνουμε μια ώριμη σκέψη που συστεγάζεται κάτω από το όνειρο και την ελπίδα. Ωστόσο, δεν λείπει το
σαρκαστικό στοιχείο, που υποβόσκει, σαν σήμαντρο εγρήγορσης. Γράφει:
«Επόμενος ονειροσταθμός Ιθάκη.
Προσοχή!
Έχει περιορισμένη ορατότητα.»
Το πέταγμα, αιώνιο σύμβολο της απεραντοσύνης, του αιώνιου, γίνεται το
σύμβολο του «εγώ» της.
«Να πατάς με σεβασμό την ψυχή μου. Κάτω απ’ αυτήν φυλάω
φτερωτούς αγγέλους» γράφει…
Η δύναμη για ελευθερία και η προτροπή της αυτονόμησης από τα πρέπει διαχέει όλο το ποιητικό της έργο.
“Μια βουτιά”, γράφει “μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου .Κάντην !”
Η Βίκυ Δρακουλαράκου, όπως η ίδια δηλώνει: «Δεν είναι καπετάνισσα της ψυχής. Είναι μια θορυβώδης επιβάτισσα.»
Και η γραφή της, αποκύημα της ψυχής της, είναι θορυβώδης, γνήσια, λυρική, έμπλεη συναισθημάτων και ονείρων. Ξέρει να μεταγγίζει στον αναγνώστη τον ποιητικό της πλούτο , κεντώντας με σταυροβελονιά το ένδυμα του μεγαλείου της. Ζωγραφίζει τον έρωτα με λέξεις, ακουμπώντας πάνω στην ψυχή μας το όνειρο. Στα ενδότερα της Άνοιξης βάφει τα φεγγάρια της με το γαλανό τοπάζι των ματιών του. Λαξεύει καράβια με πανιά και υφαίνει με άνθη και όνειρα της καρδιάς την ανηφόρα. Και σαν έρθει η λησμονιά , υφαίνει έναν ιστό για να
σκεπάσει την ψυχή της. Της αρέσει να ζει παραβγαίνοντας με τον εαυτό της. Η σκέψη της έχει το φευγιό και του ταξιδιού το λαχάνιασμα έχει το κορμί της. Η Βίκυ Δρακουλαράκου ξέρει να θωπεύει τις λέξεις, να τις σπάει και να τις αναπροσαρμόζει δίνοντας τους άλλο νόημα, αναγεννώντας τες μέσα απ’ τους μύθους και τις εικόνες του φυσικού κόσμου.
«Kαι εγώ σαν φιλόδοξη…
«Άρια +αγνή»
Του πρόσφερα τον Μίτο μου
Αυτό της Αριάδνης!»
Πριν κλείσω αυτό το σημείωμα αισθητικής ανάγνωσης, θέλω να επισημάνω ένα σημείο: την θεατρικότητα, που είναι διάχυτη σε πάρα πολλά της ποιήματα, όπως στο ποίημα της ιερός χορός όπου μας ταξιδεύει νοερά στον μεγάλο Ιωάννη Πολέμη με το ποίημα του « Μπροστά στις Καρυάτιδες», αλλά και στον σπουδαίο μυθιστοριογράφο Κωνσταντίνο Χρυστομάνο.
«Καρυάτιδες καρδιοχτυπήσαν
πορφύρωσαν στη θέα του
με χρυσό στεφάνωσαν
Το αλαβάστρινο κορμί του.»…
Αυτή η θεατρικότητα και η σκηνοθετική αρτιότητα με τα οποία διαποτίζει τα ποιήματα της απογειώνεται στο πεζοποίημα της Για να με συναντήσω. Σε αυτό, η αίσθηση που σου αφήνει είναι εκείνη η συνομιλία του ανθρώπου με το alter ego του, το παρελθόν και το παρόν του, δυο αντικρουόμενες πραγματικότητες που είναι σμιλεμένες με ερωτισμό και εσωτερίκευση. Η ποιήτρια αφουγκράζεται τον παλιό της εαυτό και εξοστρακίζει τα κακώς κείμενα ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζει ένα λυτρωτικό παρόν. Δονείται μεταξύ ενός μαύρου, μεθυσμένου παρελθόντος και ενός μισό κρυμμένου παρόντος, που υπόσχεται έναν έρωτα «καθαρό και καλοντυμένο». Κρατά στις χούφτες
της «το λιανισμένο θυμικό» της, κάνοντας έκκληση για βοήθεια. Και στο τέλος το κατορθώνει. «Το γλυκοχάραμα με βρήκε, γράφει, να περπατώ ανέμελα πατώντας δυνατά πάνω στην ευωδιά της Ζωής χωρίς άλλη σκέψη από το υπάρχειν». Η αντιπαράθεση αυτή φωτός – σκοταδιού, έρωτα – θανάτου, φθοράς και αναγέννησης είναι έντονη στην γραφή της προκαλώντας έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη, μεταφέροντας τον από την απώλεια στην κάθαρση, από τη μοναξιά στη συντροφικότητα, από το θάνατο στη ζωή. Και όλα αυτά με μια γλώσσα εικονοπλαστική και νεωτερίζουσα, που όμως δεν χάνει στιγμή την λυρικότητα της. Με ένα πλούσιο λεξιλόγιο και βαθύ λυρισμό
ακουμπά τις λεπτές χορδές της ψυχής μας και μας σαγηνεύει με την μαεστρία της να σμιλεύει τις λέξεις εμπλουτίζοντας τες με τον μύθο , χρησιμοποιώντας ως μυστικό της συστατικό το νεογλωσσικό της ιδίωμα, την γλωσσική της ιδιομορφία!