
Πρόκειται για τον σημαντικότερο μπαντονεονίστα της Αργεντινής, ο οποίος άφησε το προσωπικό του στίγμα στο tango. Δημιούργησε το «nuevo tango» που αγαπήθηκε στη λατινική Αμερική και εδραίωσε το όνομά του στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής. Ο Piazzolla ήταν ένας μουσικός που καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του δε σταμάτησε τη δημιουργία και ανέδειξε την κουλτούρα της Λατινικής Αμερικής με ένα φρέσκο τρόπο μέσα από τα έργα του.
Το Ξεκίνημα του Astor Piazzola
Ο Astor Pantaleon Piazzolla γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1921 στο Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής. Οι γονείς του ήταν Ιταλοί μετανάστες. Ο Piazzolla κληρονόμησε ένα πλούσιο μεσογειακό ταμπεραμέντο, το οποίο αναμείχθηκε με αυτό των Λατίνων.
Σε ηλικία 4 ετών, οι γονείς του τον πήγαν στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στη σκληροπυρηνική γειτονιά του Γκρίνουιτς. Την εποχή εκείνη η γειτονιά αυτή απαρτιζόταν από μετανάστες που εργάζονταν σκληρά και τίμια, αλλά και από κακοποιούς.
Ο Astor Piazzolla μεγάλωσε σε αυτό το ιδιαίτερο μέρος, έγινε ένα παιδί της «πιάτσας», η οποία δεν τον περιθωριοποίησε λόγω του μικρού κινητικού προβλήματος του (κούτσαινε ελαφρά από το ένα πόδι). Σε αυτή την πολυπολιτισμική φαβέλα έμαθε να μιλά αγγλικά και γαλλικά – πέραν των ισπανικών και ιταλικών που διδάχθηκε ως μητρικές.

Το 1929, στην ηλικία των 8 ετών, απέκτησε το πρώτο του μπαντονεόν. Ήταν δώρο από τον πατέρα του και αποτέλεσε το ξεκίνημα του στη μουσική. Από μικρός άκουγε τζαζ και κλασική μουσική, αλλά και τις μελωδίες του Κάρλος Γκαρδέλ.
Το «πρωτόλειό» του ήρθε το 1932 και ήταν ένα tango με τίτλο «La Cantiga».
Το 1933 ανέλαβε τη μουσική του εκπαίδευση ο Bela Wilda, μαθητής του Rachmaninoff. O Piazzolla κοντά του έμαθε να παίζει κλασικά κομμάτια στο μπαντονεόν, και κυρίως Μπαχ, που του άρεσε πολύ.
Το 1934 γνώρισε τον Κάρλος Γκαρδέλ και έπαιξε ένα μικρό ρόλο σε μία ταινία του. Ο Γκαρδέλ, μετά την πρώτη μικρή συνεργασία τους, πρότεινε στον Piazzolla να λάβει μέρος στην περιοδεία του. Ο πατέρας του μπαντονεονίστα λειτούργησε ως φύλακας άγγελος τότε και δεν επέτρεψε στο γιο του να φύγει. Ο Γκαρδέλ και τα μέλη της μπάντας του έχασαν τη ζωή τους σε αεροπορικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια της περιοδείας.

Το 1936 επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μαρ ντελ Πλάτα και έπαιζε σε tango ορχήστρες.
Το 1938 ο Piazzolla μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες. Ένα χρόνο μετά έγινε μέλος της ορχήστρας του γνωστού μπαντονεονίστα Anibal Troilo. Η μπάντα αυτή ήταν δημοφιλής την εποχή εκείνη, ο Astor Piazzolla από προσωρινό μέλος έγινε μόνιμο και ενίοτε αντικαθιστούσε τον Troilo στο πιάνο.
Το 1941 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα από τον Άλμπερτ Χιναστέρα, ο οποίος λειτούργησε ως μέντορας του. Ο Piazzolla μυήθηκε από το δάσκαλό του στη σύνθεση της κλασικής μουσικής.
Η εκπαίδευση του εμπλουτίστηκε το 1943 με τη μαθητεία του κοντά στον πιανίστα Raul Spirak, η οποία τον οδήγησε στην σύνθεση κλασικών κομματιών.
Βλέπουμε πως ο μεγάλος αυτός μουσικός καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δε σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρεται για τη μουσική του εξέλιξη μέσω της εκπαίδευσης. Ήξερε καλά πως η μουσική είναι ένα αέναο ταξίδι γνώσεων και μελέτης.

Ο Astor Piazzolla είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ένας ιδιαίτερος μουσικός με καινοτόμες ιδέες. Η μουσική του εξέλιξη τρομοκράτησε τον Troilo, ο οποίος πίστευε πως οι ιδέες του νεαρού μπαντονεονίστα θα έκαναν το κοινό του να αποζητά κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να προσφέρει.
Εν τέλει αποχώρησε από την ορχήστρα αυτή και μεταπήδησε ως μαέστρος στην ορχήστρα του Fiorentino. Ως το 1946 πραγματοποιεί πολλές ηχογραφήσεις, αλλά εξέχουσες είναι αυτές των δύο ορχηστρικών tango, που ο ίδιος συνέθεσε και έφεραν τους τίτλους «La Chiffada» και «Color de Rosa».
Ο Gran Astor γεννιέται
Ο Astor Piazzolla το 1946 ηγήθηκε της πρώτης δικής του ορχήστρας, η οποία έφερε το όνομα Orquesta Típica. Με απόλυτη ελευθερία πλέον πειραματίζεται και παρουσιάζει μια διαφορετική μορφή tango και ο ήχος της μπάντας φέρει το προσωπικό του στυλ.
Τη διετία 1949-1950 ασχολήθηκε με τη σύνθεση μουσικής για τον κινηματογράφο και συνεργάστηκε με το σκηνοθέτη Carlos Torres Ríos σε δύο ταινίες του.
Το 1950 εγκατέλειψε την ορχήστρα του, το tango και το μπαντονεόν. Πήρε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη σύνθεση και ως το 1954 συνέθεσε έξι έργα με ιδιαίτερο ύφος. Οι τίτλοι των έργων ήταν οι εξής: «Para Lucirse», «Tanguango», «Prepárense», «Contrabaleando», «Triunfal», «Lo que Vendrá».
Τον Αύγουστο του 1953 παρουσίασε στο διαγωνισμό σύνθεσης του Fabian Sevitzky το κλασικό έργο «Συμφωνία του Μπουένος Άιρες σε Τρεις Κινήσεις». Πρόκειται για ένα έργο που εκτέλεσε η συμφωνική ορχήστρα Radio del Estado υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Sevitzky και συμμετείχαν δύο μπαντονεόν. Η συμμετοχή των δύο μπαντονεόν προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς το κοινό πίστευε πως δεν είχαν θέση ανάμεσα σε μια κλασική συμφωνική ορχήστρα. Παρ’ όλα αυτά, ο Piazzolla κέρδισε από το διαγωνισμό μια υποτροφία στο Ωδείο του Φοταινεμπλώ.
Μαθήτευσε δίπλα στη Νάντια Μπουλανζέ και διδάχθηκε από εκείνη κλασική σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας, καθώς επίσης και ένα νέο τρόπο ζωής.

Στο νέο του ξεκίνημα στο Παρίσι θέλησε να αποτινάξει το μουσικό του παρελθόν ως μπαντονεονίστας και συνθέτης tango. Η Μπουλανζέ όμως τον εμπόδισε, καθώς στα κλασικά κομμάτια που της παρουσίασε στην αρχή δεν έβλεπε το προσωπικό του στυλ. Αντιλήφθηκε πως το tango, το αργεντίνικο ταμπεραμέντο, συνδυασμένο με τη Μεσόγειο που κυλούσε στις φλέβες και το μπαντονεόν, ήταν η μουσική του Piazzolla.
Nuevo Tango και Καταξίωση
Ο Astor Piazzolla επέστρεψε στην Αργεντινή γεμάτος πρωτοποριακές και επαναστατικές ιδέες. Χαρακτηριστική στιγμή είναι όταν έπαιξε σε συναυλία μπαντονεόν όρθιος, ακουμπώντας το πόδι του πάνω σε μια καρέκλα. Ήταν μια καινούρια εικόνα για τους θεατές, αλλά και για τους μπαντονεονίστες που ως τότε έπαιζαν καθίμενοι.

Το 1955 δημιούργησε την Orquesta de Cuerdas, της οποίας τραγουδιστής ήταν ο Jorge Sobral. Στην ορχήστρα αυτή συμμετείχε και το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να εκτελεί τα tango.
Η πολυμελής αυτή σύνθεση είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο και φρέσκο ήχο. Δύο μπαντονεόν, δύο βιολιά, ένα πιάνο, μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα μπάσο και η παραδοσιακή εκτέλεση των tango από το οκτέτο έδωσαν στο κοινό της Αργεντινής κάτι καινούριο.
Το nuevo tango (καινούριο τανγκό) ήταν ένα συνοθύλευμα jazz, μουσικής δωματίου και του κλασικού latin tango. Ο Piazzolla ήταν ο θεμελιωτής αυτού του νέου είδους που αναγνωριστήκε παγκόσμια.
Το 1958 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και επέλεξε να κάνει βήματα αποκλειστικά ως μουσικός.
Το 1959, ενώ βρισκόταν στο Πουέρτο Ρίκο σε συναυλία με το Juan Carlos Copes, πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Το γεγονός αυτό τον ώθησε στο να ζητήσει απομόνωση, προκειμένου να συνθέσει. Η απώλεια αυτή γέννησε το tango «Adiós Noniño».
Το 1960 βρήκε τον Astor Piazzolla στην Αργεντινή με ένα νέο πενταμελές σχήμα, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Το 1963 απέσπασε το βραβείο Hirsch, εκτελώντας το έργο «Tres Tangos Sinfónicos» με την ορχήστρα Nuevo Octeto.
Το 1965 έκανε μια ιδιαίτερη συνεργασία με το συγγραφέα Jorge Luis Borges. Το κουιντέτο του Piazzolla, συνοδευόμενο από ορχήστρα, έπαιζε μουσική, προκειμένου δύο τραγουδιστές να απαγγείλουν κείμενα του λογοτέχνη. Ο δίσκος έφερε τον τίτλο «El Tango».
Το 1967 ξεκίνησε μια συνεργασία με τον ποιητή Horaico Ferrer, η οποία είχε ως αποτέλεσμα μια οπερέτα με τίτλο «Maria de Buenos Aires». Το έργο αυτό ήταν το πρώτο δείγμα του Tango Canción, ενός νέους ύφους στο tango που περιέπλεκε έντεχνα τον ήχο με το στίχο. Ο στίχος είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο με την αρωγή της μουσικής.

Το 1970 ταξίδεψε στο Παρίσι για μια ακόμη φορά και εκεί συνέθεσε το ορατόριο «El Pueblo Foren», του οποίου η πρεμιέρα έλαβε χώρα στην Γερμανία.
Το 1973 ο Astor Piazzolla υπέστη έμφραγμα. Το γεγονός αυτό ήταν το αποτέλεσμα της έντονης παραγωγής και δραστηριότητας του.
Την ίδια χρονιά μετακόμισε στην Ιταλία. Εκεί του προσφέρθηκε δεκαπενταετές συμβόλαιο από τη δισκογραφική εταιρεία Curci-Pagani Music.
Το 1974 ήρθε η ηχογράφηση του θρυλικού «Libertango», αλλά και ο δίσκος «Summit».
Το 1975 βρήκε τον Piazzolla με μια ηλεκτρονική διάθεση που είχε ως αποτέλεσμα να ιδρύσει ένα σχήμα με το όνομα Electronic Octet. Το σχήμα απαρτιζόταν από το μπαντονεόν του και ηλεκτρικά όργανα.
Την ίδια χρονιά συνέθεσε το «Suite Troileana», όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του παλιού του συνεργάτη Anibal Troilo.
Το 1976 και 1977 έδωσε δύο συναυλίες στην Αργεντινή, οι οποίες έδειξαν ξεκάθαρα πως το έργο του μεγάλου αυτού μουσικού είχε αρχίσει να γίνεται αναγνωρίσιμο και ο ίδιος ένας αξιοσέβαστος καλλιτέχνης.
Η πρώτη συναυλία ήταν στο Μπουένος Άιρες, όπου παρουσίασε το «500 motivaciones» με την ορχήστρα Conjunto Electrónico. Η δεύτερη έλαβε χώρα στο Παρίσι, στο θέατρο Olympia.
Το 1978 ίδρυσε ένα ακόμη Κουιντέτο και με αυτό ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία, η οποία διήρκεσε 11 χρόνια.
Ως το 1983 ο Piazzolla διέμεινε στην Ιταλία λόγω της στρατιωτικής δικτατορίας που επικρατούσε στην Αργεντινή από το 1976.
Το 1984 έδωσε συναυλία στο δυτικό Βερολίνο με το Quinteto Tango Nuevo, η οποία καλύφθηκε από την Ολλανδική τηλεόραση.

Ένα χρόνο μετά έδωσε μια σειρά συναυλιών στο Λονδίνο.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1987 έδωσε μια μεγάλη συναυλία στο Central Park της Νέας Υόρκης, η οποία ηχογραφήθηκε και ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1994.
Το 1990 ο Astor Piazzolla παρέθεσε την τελευταία συναυλία της καριέρας του στην Αθήνα. Στη συναυλία έπαιξε η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του μεγάλου μας συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι.
Την ίδια χρονιά υπέστη μια θρόμβωση, πράγμα το οποίο σηματοδότησε την αρχή του τέλους, καθώς έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιουλίου του 1992.
Παρακάτω παρατίθεται το πιο επικό και γνωστό tango του συνθέτη, το «Libertango».
Πηγές
el.m.wikipedia.org