
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου αγώνα κατά των κατακτητών, οι Έλληνες δεν ανέδειξαν μόνο τους ήρωες της Αντίστασης. Ανάμεσα στους Έλληνες υπήρξαν και εκείνοι που συμμάχησαν με τον διάβολο, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε όργανα του βάρβαρου κατακτητή. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Νικόλαος Μπουραντάς, αξιωματικός της ελληνικής Αστυνομίας. Ο Μπουραντάς θα μείνει στην ιστορία για τη συνεργασία του με τους Γερμανούς αλλά και για την αντιμετώπισή του από την μεταπολεμική ελληνική Πολιτεία.
Ο Νικόλαος Μπουραντάς τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του
Ο Νικόλαος Μπουραντάς γεννήθηκε το 1900, στο Χλεμποτσάρι (σημερινή Ασωπία), χωριό της Βοιωτίας, πλησίον της Τανάγρας. Ήταν μέλος της τρίτεκνης οικογένειας του Αναστάσιου Μπουραντά. Ως μαθητής του Δημοτικού, παρακολουθούσε τα μαθήματα στο Χλεμποτσάρι ενώ Γυμνάσιο έκανε στη Θήβα. Οι σπουδές του προσανατολίστηκαν και ολοκληρώθηκαν στη Νομική Σχολή. Η στρατιωτική του θητεία συνέπεσε με την Μικρασιατική Εκστρατεία. Υπηρέτησε ως το 1921 στο μικρασιατικό μέτωπο, με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού.
Ο Μπουραντάς και η αστυνομική καριέρα
Με την απόλυσή του από τον στρατό, το 1921, ο Νικόλαος Μπουραντάς κατατάχθηκε στην Αστυνομία Πόλεων. Ως απόφοιτος της Νομικής, κατάφερε να μπει στην Αστυνομική Σχολή της Κέρκυρας και να αποφοιτήσει από τη Σχολή Υπαστυνόμων με τον βαθμό του υπαστυνόμου β’. Το 1923, εν μέσω ελληνοϊταλικής διπλωματικής κρίσης, ο Μπουραντάς ήταν μέλος της αστυνομικής επιτροπής που πραγματοποιούσαν έρευνες στην Κακκαβιά, όπου βρέθηκαν νεκροί Ιταλοί στρατιώτες, όργανα της επιτροπής για την οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Το 1939, την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά, ο Νικόλαος Μπουραντάς, έφερε τον βαθμό του Αστυνόμου. Είχε ως αποστολή την οργάνωση και διοίκηση του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. Παράλληλα, ήταν και διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών.
Η Κατοχή και οι «Μπουραντάδες»
Το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων αποτελούνταν από 700 άνδρες που κινούνταν με οχήματα της υπηρεσίας. Λόγω της σύστασης και διοίκησης της μονάδας από τον Μπουραντά, έμειναν γνωστοί στην ελληνική κοινή γνώμη ως «Μπουραντάδες». Οι Μπουραντάδες κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας είχε αστυνομικά καθήκοντα όπως και η Χωροφυλακή. Όμως από το 1941, και την έλευση των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών, ο Μπουραντάς και οι άνδρες του θα αποκτούσαν πιο σκοτεινά καθήκοντα.
Κατά τα διάρκεια της Κατοχής, ο Μπουραντάς και η μονάδα του συγκαταλέχθηκαν στους εγχώριους συνεργάτες των κατακτητών όπως και τα τάγματα ασφαλείας. Οι Μπουραντάδες συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις αντιστασιακών ομάδων των συνοικιών και των προαστίων της Αθήνας μαζί με τους κατακτητές. Ιδιαίτερα έδρασαν παρά τω πλευρώ των Γερμανών σε επιχειρήσεις στην Καλλιθέα, στον Βύρωνα, στην Κοκκινιά της Νίκαιας και την Καισαριανή.
Ο Νικόλαος Μπουραντάς και οι άνδρες του θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις εξακριβωμένων ή υποτιθέμενων αντιστασιακών. Συνήθως οι Μπουραντάδες συνελάμβαναν τους υπόπτους και τους παρέδιδαν αμέσως στις αρχές Κατοχής. Οι γερμανικές αρχές με τη σειρά τους βασάνιζαν, εκτελούσαν ή έστελναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους φερόμενους ως ενόχους. Ο δε Μπουραντάς, στη συνείδηση του εξαθλιωμένου λαού των Αθηνών ήταν ο αρχιβασανιστής.
Βεβαίως ο Μπουραντάς και οι άνδρες του, ήταν στο στόχαστρο της ελληνικής αντίστασης όπως και οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και κάθε ντόπιο στοιχείο που συνεργαζόταν μαζί τους. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τραγουδούσαν:
«Ράλληδες, ταγματαλήτες,
Μπουραντάδες, Γερμανοί,
θα σας πέσουν τα κεφάλια
απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί!»
Στο δικαστήριο δοσιλόγων
Μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς και τα Δεκεμβριανά, σχηματίστηκε δικαστήριο για τις δίκες των εγκληματιών πολέμου και των συνεργατών των κατακτητών. Ο Νικόλαος Μπουραντάς οδηγήθηκε στη δίκη ως δωσίλογος. Το Ειδικό Πρωτοδικείο Αθηνών για Δοσίλογους, ξεκίνησε τη δίκη στις 20 Νοεμβρίου 1945. Το κατηγορητήριο ήταν βαρύ. Ο Μπουραντάς κατηγορούνταν για προδοτικό ρόλο στον πόλεμο, συνεργασία με τους Γερμανούς ναζί, βασανισμούς και φόνους πατριωτών. Παρουσιάστηκαν αρκετοί κατήγοροι και μεταξύ αυτών ήταν και ο γνωστός ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, Μανώλης Γλέζος, για να αναφέρουν στο δικαστήριο τα εγκλήματα του αξιωματικού της Αστυνομίας.
Από την άλλη, ως μάρτυρας υπεράσπισης του Μπουραντά στο δικαστήριο κατέθεσε ο Αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων, Άγγελος Έβερτ όπως και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής. Ο Έβερτ ήταν ο βασικός μάρτυρας υπεράσπισης. Ωστόσο, ο δικαστής Δημήτρης Γκολφινόπουλος αθώωσε τον κατηγορούμενο Μπουραντά με τον ισχυρισμό ότι τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από το κατηγορητήριο ήταν αβάσιμα και ασαφή.
Το δικαστήριο συμφώνησε με την υπερασπιστική γραμμή του Μπουραντά. Αυτή υποστήριζε ότι οι Μπουραντάδες κατέστελλαν κάθε πράξη αντίστασης για να σώσουν τον ελληνικό πληθυσμό από την ολοκληρωτική επιβολή των κατακτητών που θα οδηγούσε σε ολοκαύτωμα. Αποφασίστηκε δε ότι ο Μπουραντάς δε δρούσε αυτοβούλως αλλά υπό την απειλή της ζωής του από τις αρχές Κατοχής. Όσο για την κοινή δράση κατακτητών και Αστυνομίας σε μπλόκα όπως στην Καλλιθέα, θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως ατυχής σύμπτωση! Ο Μπουραντάς ανακηρύχθηκε αθώος και για το έγκλημα συνεργασίας με τα τάγματα ασφαλείας και δήλωσε άγνοια του γεγονότος ότι υφιστάμενοί του είχαν παραδώσει υπόπτους στην Γκεστάπο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Νικόλαος Μπουραντάς ανακηρύχθηκε αθώος όλων των κατηγοριών. Μάλιστα ο Γκολφινόπουλος τον ρώτησε αν επιθυμούσε κάποια αποζημίωση από το κατηγορητήριό του για ηθική βλάβη. Ο Μπουραντάς αρνήθηκε κάτι τέτοιο.
Η κατακραυγή του κόσμου
Η αθώωση και απαλλαγή του Μπουραντά από το δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 1945, έφερε θύελλα αντιδράσεων και προκάλεσε την οργή και την κατακραυγή του ελληνικού λαού. Ο κόσμος αδυνατούσε να αποδεχθεί ότι (τουλάχιστον) ένας από τους δημίους του, παρέμεινε ατιμώρητος. Η δυσαρέσκεια και κατακραυγή μεταφέρθηκε τόσο και στο ίδιο το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης όσο και στις τάξεις της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Κωνσταντίνος Ρέντης κατέθεσε το αίτημα να τεθεί ο Μπουραντάς σε διαθεσιμότητα και να επανεξεταστεί η υπόθεσή του από τις δικαστικές αρχές. Το αίτημα όμως του Υπουργού Ρέντη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο Νικόλαος Μπουραντάς όχι μόνο παρέμεινε στο σώμα, αλλά αργότερα προήχθη ξανά σε επικεφαλής της Αστυνομίας Πόλεων.
Ο Μπουραντάς πολιτευόμενος
Ο Μπουραντάς παρέμεινε ελεύθερος, ατιμώρητος ενώ έγινε Αρχηγός της Αστυνομίας όμως δε θα έμενε εκεί. Το 1950 έβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα Ελληνική Αναγέννησις. Η Ελληνική Αναγέννησις ήταν το κόμμα του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, παλιού διαβόητου Υπουργού Εσωτερικής Ασφαλείας της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Το κόμμα αυτό πρέσβευε τις ιδέες του Μεταξισμού και ανήκε στην συμμαχία της Πολιτικής Ανεξάρτητης Παράταξης (ΠΑΠ). Ο Μπουραντάς κατάφερε να εκλεγεί με αυτό, βουλευτής του νομού Αττικοβοιωτίας. Ο άλλοτε συνεργάτης των κατακτητών ήταν πια αντιπρόσωπος του λαού στη Βουλή των Ελλήνων.
Μετά την πολιτική του θητεία όμως, ο Μπουραντάς συνέχισε την αξιοσημείωτη καριέρα του. Το τελευταίο δημόσιο αξίωμά του ήταν αυτό του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος Ελλάδος, κατά τα έτη 1959 – 1964. Στις 16 Ιανουαρίου 1981, ο Νικόλαος Μπουραντάς πέθανε στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Έφυγε μένοντας στο μυαλό του κόσμου ως ο συνεργάτης των ναζί. Για κάποιους όμως ενέργησε με το πιστόλι των κατακτητών στον κρόταφο για την ασφάλεια των Ελλήνων από τους Γερμανούς και την αποφυγή του «κομμουνιστικού κινδύνου». Είναι ακόμα μια από τις πολλές αμφιλεγόμενες και διαβόητες φιγούρες της νεοελληνικής ιστορίας.
Παρακάτω ακολουθεί ολιγόλεπτο αφιέρωμα για τους δοσίλογους και τα τάγματα ασφαλείας της Κατοχής, που συνεργάστηκαν με τον αστυνόμο Μπουραντά.
Νικόλαος Μπουραντάς. Ανακτήθηκε από el.wikipedia.org (τελευταία πρόσβαση 4/1/2021)
Νικόλαος Μπουραντάς. Ανακτήθηκε από el.metapedia.org (τελευταία πρόσβαση 4/1/2021)
Αστυνόμος Μπουραντάς: Ο προδότης της Κατοχής που αντί να εκτελεστεί, βγήκε βουλευτής. Ανακτήθηκε από oneman.gr (τελευταία πρόσβαση 4/1/2021)