
Δεκαετία του ’70 στην Καισαριανή, μακριά απ’ το κέντρο της Αθήνας. Τους δρόμους γεμίζει ο ήχος του μπουζουκιού. Αιχμηρός, άμεσος. Αν ακολουθήσεις τις μουσικές θα μπεις σε ένα μεγάλο κέντρο. Το όνομά του, Χάραμα. Στο πάλκο στέκεται όρθια, ανάμεσα στους άντρες και στα μπουζούκια, μια γυναίκα. Φοράει μέσα απ’ το πουλόβερ ένα πουκάμισο, παντελόνι, αντρικά παπούτσια, μαύρα μυωπικά γυαλιά και έχει κοντό μαλλί. Στο κέντρο δημιουργείται μουσική «Θεία Κοινωνία» και εκείνη κρατάει το μικρόφωνο σαν Αγία. Αρχίζει να τραγουδάει και όλοι οι θαμώνες την κοιτάζουν με θαυμασμό. Έχει φωνή δωρική, ζεστή, σπουδαία, χαρακτηριστική που υπόσχεται να μη ξεχαστεί εύκολα. Όσο και αν ψάχνεις να θυμηθείς άλλη που της μοιάζει, δε θα βρεις. Γιατί το αληθινό και το γνήσιο δεν μπορεί να αντιγραφεί. Οι θαμώνες της πετάνε λουλούδια, αλλά εκείνη τα κοιτάει με απέχθεια. Δείχνει να εκνευρίζεται όταν της δίνουν παραγγελίες. Μεταξύ ρεφρέν και δεύτερου κουπλέ κατεβάζει το μικρόφωνο και πηγαίνει σε ένα τραπέζι που κάθεται κάποιος γνωστός της και ρίχνει τα ζάρια στο τραπέζι, έτοιμη να βυθιστεί στο πάθος της. Οι γύρω της αρχίζουν να τη σχολιάζουν. Εκείνη δεν την ενδιαφέρει. Ανεβαίνει στο πάλκο και συνεχίζει σα να μη συμβαίνει τίποτα. Τραγουδάει σα να κάνει πρόζα. Φαίνεται να βάζει στο χώρο τους δικούς της όρους. Μάλλον, γιατί αυτό έμαθε να κάνει σε όλη της τη ζωή. Να στέκεται κόντρα στον αέρα και να πολεμάει ότι τη στενεύει, την πνίγει. Αυτή είναι η σπουδαία ρεμπέτισσα. Η Σωτηρία Μπέλλου.
Η μικρή Σωτηρία βλέπει τη Βέμπο στον κινηματογράφο, μαγεύεται και εμπνέεται
Η Σωτηρία Μπέλλου έρχεται σε αυτό τον κόσμο στις 22 Αυγούστου του 1921. Ο Αύγουστος σημαίνει ελευθερία. Και η Μπέλλου έφερε σε όλη της τη ζωή τον Αύγουστο και ας τον πλήρωσε πολλές φορές ακριβά. Το χωριό Δροσιά έξω απ’ τη Χαλκίδα είναι ο τόπος που γεννιέται. Την μικρή Σωτηρία θα την έβρισκες συνέχεια σε μια εκκλησία να ψάλλει. Το απογεύματα παίζει με τα αγόρια στις αλάνες. Μέχρι τα έξι της χρόνια μεγαλώνει με την γιαγιά και τον ιερέα παππού της, αφού οι γονείς της δουλεύουν πολλές ώρες στο μπακάλικο που διατηρούν.
Είναι ζωηρή και πεισματάρα. Δεν είναι ένα παιδί σαν τα άλλα. Είναι πλάσμα αντισυμβατικό. Το μεγάλο της όνειρο είναι να γίνει τραγουδίστρια. Όνειρο που ξυπνάει όταν βλέπει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο την Προσφυγοπούλα με τη Σοφία Βέμπο. Η μικρή Σωτηρία μαγεύεται τόσο που αρχίζει να περνάει ώρες μπροστά στον καθρέφτη μιμούμενη το τραγούδι και τις κινήσεις της. Την εποχή αυτή, ηθοποιοί και τραγουδιστές είναι άνθρωποι του περιθωρίου και έχουν κακή φήμη. Σύντομα το πατριαρχικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει θα της επιβάλλει να παντρευτεί για να έχει μια ήρεμη ζωή στο χωριό. Κάτι που η προσωπικότητα της Μπέλλου δε θα αργήσει να το ανατρέψει…

Μπέλλου: η βιτριολίστρια
Στα 17 της χρόνια παντρεύεται τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, που τον γνώριζε από το μαγαζί του πατέρα της. Οι συγκρούσεις με τον σύζυγό της θα την οδηγήσουν στα άκρα. Ο γάμος τους δεν είναι ευτυχισμένος. Ο σύζυγός της γυρνάει αργά στο σπίτι και όταν η Σωτηρία παραπονιέται, τη χτυπάει. Όταν θα μείνει έγκυος, θα τη χτυπήσει τόσο πολύ που τελικά θα αποβάλλει. Παρά τους ξυλοδαρμούς, το ζευγάρι συνεχίζει την κοινή ζωή. Όταν η Μπέλλου μαθαίνει ότι ο σύζυγός της την απατά, στη διάρκεια ενός καυγά θα του ρίξει βιτριόλι στο πρόσωπο. Ο άντρας των εφιαλτών της την οδηγεί στη φυλακή. Όταν θα αποφυλακιστεί, γίνεται δακτυλοδεικτούμενη ως η γυναίκα που σκότωσε τον άντρα της. Η Σωτηρία μετά την αποφυλάκισή της οργανώνεται στην αριστερά. Οι γονείς της φοβούνταν πάντα μη γίνει κομμουνίστρια και τραγουδίστρια. Η Μπέλλου έγινε και τα δύο.
«Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή»
Η κοινωνία της Χαλκίδας την αποδοκιμάζει. Είναι χωρισμένη, αριστερή και έχει κάνει φυλακή. Η οικογένεια της δεν μπορεί να στηρίξει τη θηλυκή μαγκιά της Μπέλλου. Έτσι, προτιμά να αφήσει τις ανέσεις της οικογένειάς της και να κερδίσει τη ζωή, όχι ως η «Σωτηρία» που επιτάσσει η πατριαρχική εποχή, άλλα ως η «Μπέλλου» που αργότερα θα κατακλύσει τα πάλκα με τη φωνή της. Μαζεύει τις αποσκευές της, μπαίνει στο τρένο και φεύγει για την Αθήνα. Ταξιδεύει μία μέρα μετά την 28η Οκτωβρίου του ’40. Το τρένο που την μεταφέρει ένα γεμάτο φαντάρους. Ένας, μάλιστα, βλέποντας τη Σωτηρία ταλαιπωρημένη θα της δώσει λίγο ψωμί να φάει. Στην Αθήνα αναγκάζεται να δουλεύει ως υπηρέτρια, ενώ πουλάει μέχρι και εφημερίδες. Κοιμάται σε βαγόνια τρένων.

Όταν δεν είναι στα κρατητήρια, παίζει κιθάρα στις ταβέρνες
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Σωτηρία Μπέλλου οργανώνεται στην Αντίσταση. Συλλαμβάνεται απ’ τους Γερμανούς και βασανίζεται. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ερωτεύεται για πρώτη φορά. Τον έρωτα θα τον βρει στα μάτια ενός Ιταλού που την βοηθάει να φύγει απ’ τα κρατητήρια.
«Ήμουν, είμαι και θα είμαι αριστερή. Το λέω και το φωνάζω… Πέρασα πολλά. Και ξύλο και φυλακές.»
Παρά τις δυσκολίες, η καρδιά της της λέει να κυνηγήσει το όνειρό της. Με τα λεφτά που μάζευε απ’ όλες τις δουλειές, αγοράζει μια κιθάρα. Τα Δεκεμβριανά τη βρίσκουν στα οδοφράγματα. Έτσι, η Μπέλλου όταν δεν βρίσκεται σε κάποιο κρατητήριο, παίζει κιθάρα στις ταβέρνες.Ένα απ’ αυτά τα βράδια θα την ακούσει να τραγουδάει ο Βασίλης Τσιτσάνης…
Η καθοριστική συνάντηση με τον Βασίλη Τσιτσάνη

Το 1945 η φωνή της Μπέλλου αντηχεί στα στενά των Εξαρχείων. Αν ακολουθήσεις τη φωνή, θα μπεις στην ταβέρνα του Καλλέργη. Ένα βράδυ η Σωτηρία Μπέλλου θα πει το τραγούδι «Αντιλαλούν οι φυλακές» του αγαπημένου της ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη. Την ακούει ο Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος πάει στον Τσιτσάνη και του λέει: «Βασίλη, άκουσα μια μεγάλη φωνή». Το αφτί του Τσιτσάνη που δύσκολα κάνει λάθος, της ανοίγει το δρόμο. Της προτείνει λοιπόν να ηχογραφήσουν τα τραγούδια «όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «το παιδί που είχες φίλο». Η Σωτηρία Μπέλλου τον Οκτώβριο του 1946 σπάει τα ταμπού της εποχής και γίνεται η πρώτη γυναίκα στο πάλκο, έχοντας μία καρέκλα ανάμεσα στους άντρες.
Στο μεταξύ η οικογένεια της έχει χάσει τα ίχνη της. Όλοι νομίζουν ότι η Σωτηρία έχει πεθάνει στα Δεκεμβριανά. Μια μέρα η μάνα της διαβάζοντας εφημερίδα βλέπει τη φωτογραφία της κόρης να τραγουδάει δίπλα στον Τσιτσάνη. Παίρνει αμέσως το τρένο για την Αθήνα και πηγαίνει να τη συναντήσει στο μαγαζί που τραγουδάει. Η Μπέλλου αρχίζει πάλι να βλέπει την οικογένειά της. Παράλληλα, η συνεργασία με τον Τσιτσάνη την έχει απογειώσει. Αποκορύφωμα της συνεργασίας τους είναι τώρα το τραγούδι «συννεφιασμένη Κυριακή».
Το τραγούδι που θα φέρει τη Μπέλλου σε ρήξη με τον Τσιτσάνη
Ο έντονος χαρακτήρας της Μπέλλου θα τη φέρει συχνά σε ρήξη με τον Τσιτσάνη. Οι καυγάδες, όμως, που αφορούν αυτούς τους δύο δε θα σταθούν εμπόδιο στη συνεργασία τους. Η εκτίμηση της Μπέλλου για τον Τσιτσάνη είναι μεγάλη και οποιαδήποτε ρήξη μεταξύ τους δε θα κρατήσει πολύ. Την περίοδο του εμφυλίου το δίδυμο Μπέλλου-Τσιτσάνης θα διακόψουν τη συνεργασία τους. Αφορμή θα σταθεί μια παραγγελία. Ένα απ’τα βράδια που Τσιτσάνης-Μπέλλου γεμίζουν τα μαγαζιά με τις μουσικές τους, πολιτικοί αντίπαλοι της Σωτηρίας της ζητούν επιτακτικά να τραγουδήσει το τραγούδι «του αετού ο γιος». Εκείνη αρνείται και οι θαμώνες αρχίζουν να τη χτυπούν. Η Μπέλλου, αφού σταματάει τη συνεργασία με τον Τσιτσάνη, βρίσκει καταφύγιο στο πλευρό του αγαπημένου της Μάρκου Βαμβακάρη. Σε συνέντευξή της αργότερα θα πει για το περιστατικό:
«Έξι άτομα με βαρούσανε στο πάλκο, αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί.»
Advertising

Το αρρωστημένο πάθος για το τζόγο και οι ψυχιατρικές κλινικές
Η Σωτηρία Μπέλλου ζει για τα πάθη της. Βάζει στοιχήματα για οποιοδήποτε λόγο και σε κάθε ευκαιρία παίζει ζάρια. Στα τέλη δεκαετίας του ’50 η Μπέλλου γίνεται ανεπιθύμητη στα μαγαζιά που τραγουδούσε και βυθίζεται ακόμη περισσότερο στο μεγάλο της πάθος.
Αρχές του ’60 πέφτει σε βαθιά μελαγχολία. Αν κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, δε χρειάζεται πολύ για να οδηγηθεί στη θλίψη. Μια ζωή γεμάτη βία και πάλη για επιβίωση. Για μεγάλο διάστημα δεν τη βλέπει κανείς πουθενά. Απομονώνεται, νευριάζει εύκολα, τσακώνεται και πίνει δίχως μέτρο. Ένα βράδυ θα πάθει κρίση και μια φίλης της τη μεταφέρει σε ψυχιατρική κλινική. Η διάγνωση είναι μανιοκατάθλιψη. Μένει για λίγο στην κλινική, αλλά σύντομα θα το σκάσει. Βρίσκεται σε απόγνωση. Οικονομικά έχει καταστραφεί. Ζητάει λεφτά από γνωστούς και δεν τις δίνουν γιατί πιστεύουν ότι θα τα παίξει στο τζόγο. Αρχίζει να πουλάει τσιγάρα στα νυχτερινά κέντρα. Ένα απ’ αυτά τα βράδια θα συναντήσει τον Κώστα Καζάκο. Ο Καζάκος θα της γνωρίσει τον Αλέκο Πατσιφά, εγκέφαλο της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα. Ο Πατσιφάς θα την επαναφέρει στο φως και θα κάνει τη σπουδαία ρεμπέτισσα, θρύλο.
Η ηχηρή επιστροφή της σπουδαίας Μπέλλου
Η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» (Τσιτσάνη), «Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «Άνοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου). Μετά από 20 χρόνια συνεργάζεται ξανά με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η συνάντηση αυτή στο θρυλικό Χάραμα θα αφήσει ιστορία. Νεότεροι συνθέτες τώρα αποφασίζουν να περάσουν την μεγάλη ρεμπέτισσα σε πιο έντεχνους δρόμους. Συνεργάζεται με το Διονύση Σαββόπουλο (Ζεϊμπέκικο), τον Ηλία Ανδριόπουλο (Μην κλαις), το Δήμο Μούτση («Δε λες κουβέντα»). Τακτικός θαμώνας τότε στο Χάραμα ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης ο οποίος σε συνέντευξή του θα πει:
Εγώ αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου. Αν κανείς απορήσει να έρθει να με ρωτήσει.
Advertising

Η Σωτηρία
Η Σωτηρία ήταν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Αθυρόστομη, αντισυμβατική. Το παραμύθι που κάθε κορίτσι ονειρεύεται να ζήσει κάποια στιγμή, δεν το έζησε ποτέ. Σε όλη της τη ζωή πάλευε με τη σκληρή πραγματικότητα. Έζησε μια ζωή γεμάτη πάθη, επιτυχίες και αποτυχίες. Στάθηκε σαν παλικάρι μπροστά σε φασίστες, σε φτώχεια και σε δυσκολίες της ζωής. Η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε μορφή σε κάθε λέξη που τραγούδησε και αγκάλιασε τους πόθους και τους πόνους των ανθρώπων με τη ζεστή φωνή της. Ήταν αληθινή, ντόμπρα, ρεμπέτισσα. Δεν έκρυψε τα πάθη της και ας ήταν απαγορευτικά για την εποχή.
Τον Μάρτιο του 1993 μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο του φάρυγγα. Ύστερα από λίγους μήνες χάνει τη φωνή της. Έχει θυμό, οργή, νιώθει πικραμένη απ’ τη ζωή. Έχει παράπονο απ’ τους ανθρώπους. Στις 27 Αυγούστου 1997 και σε ηλικία 76 χρονών, η Σωτηρία Μπέλλου αφήνει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά. Η επόμενη μέρα δε θα είναι πια ίδια. Ένα μεγάλο κομμάτι της μουσικής της παύει να ανασαίνει, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει η σπουδαία ρεμπέτισσα που αγαπήθηκε πολύ με το τραγούδι του Σαββόπουλου «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» και συνεχίζει να αγαπιέται. Ο Διονύσης Σαββόπουλος πίστευε τότε ότι είχε γράψει το πιο ωραίο του λαϊκό τραγούδι. Η Σωτηρία Μπέλλου, όμως, όταν θα ολοκληρώσει την ηχογράφηση και βγει από το στούντιο, θα πει στον Σαββόπουλο:
Αχ Διονύση, με έκανες και τραγουδάω ποπ!
Μέχρι σήμερα εμείς ακούμε τα τραγούδια της χωρίς να πούμε κουβέντα!
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Η Μηχανή του Χρόνου (23/02/2008). Ανακτήθηκε από https://www.youtube.com/watch?v=cDuddmCEzSY (Τελευταία πρόσβαση 18/3/2020)
Σωτηρία Μπέλλου στη Σουηδία. Ανακτήθηκε από https://www.youtube.com/watch?v=cSQPK9O8pjc (Τελευταία πρόσβαση 18/3/2020)
Μπέλλου – 5η παρουσία (21/3/1996). Ανακτήθηκε από https://www.youtube.com/watch?v=EKAQ-3VK2y8 (Τελευταία πρόσβαση 18/3/2020)
Σταβέρης Σ. (2019). Η αθυρόστομη, ιδιόρρυθμη, σπουδαία Σωτηρία Μπέλλου. Ανακτήθηκε από https://www.lifo.gr/articles/san_simera/205505/i-athyrostomi-idiorythmi-spoydaia-sotiria-mpelloy (Τελευταία πρόσβαση 18/3/2020)