Εθνικό Θέατρο: “Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας”. Πόσοι ενστερνίζονται την άποψη μιας τόσο εμβληματικής προσωπικότητας, όπως ο Κάρολος Κουν αλήθεια; Κατά πόσο η κοινωνία θεωρεί την τέχνη του θεάτρου ικανή να αφυπνίσει, να διδάξει, να ψυχαγωγήσει, να καταστεί αρωγή στην πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου;
Στην Ελλάδα, τον τόπο που γέννησε το θέατρο, θέατρα όπως το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας αποτελεί έμβλημα της χώρας. Χώρος τέχνης, πολιτισμού, διαχρονικός, που ανατρέχοντας κανείς στην ιστορία του διαπιστώνει την τεράστια προσφορά του τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές ”πολιτιστικοκοινωνικό γίγνεσθαι”. Καίριοι σκοποί του είναι η προάσπιση της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας και η προαγωγή της πνευματικής καλλιέργειας του λαού. Απώτεροι σκοποί του αποτελούν η έρευνα του αρχαίου δράματος, η ανάπτυξη της νεοελληνικής δημιουργίας, η ερμηνεία έργων κλασικού ρεπερτορίου, ο πειραματισμός σε νέες μορφές θεάτρου, η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης μέσω της Δραματικής Σχολής και η επίτευξης της παγκόσμιας θεατρικής γειτνίασης και αλληλεπίδρασης.
Η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου
Ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1900 ως Βασιλικό Θέατρο για να κλείσει οκτώ χρόνια αργότερα, φιλοξενώντας σποραδικά ξένους θιάσους. Με τη επωνυμία Εθνικό Θέατρο επανιδρύθηκε στις 3 Μαΐου του 1930 επί κυβερνήσεως Βενιζέλου. Ο “Αγαμέμνωνας του Αισχύλου” και το μονόπρακτο “Ο Θείος Όνειρος” του Ξενόπουλου σηματοδότησαν τα εγκαίνια στις 19 Μαρτίου του 1932. Ηθοποιοί όπως η Κατίνα Παξινού, ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Γιώργος Γληνός, ο Μινωτής απάρτιζαν τον πρωταρχικό πυρήνα του Εθνικού Θεάτρου, ενώ διευθυντής την περίοδο εκείνη υπήρξε ο Φώτος Πολίτης, τον οποίο διαδέχθηκε το 1934 ο Δημήτρης Ροντήρης, ο σκηνοθέτης το όνομα του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την μεγαλύτερη περίοδο ακμής του Εθνικού Θεάτρου έως και το 1981.
Η γνωστή σε όλους Εθνική Λυρική Σκηνή θεσπίζεται το 1939 ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου, ενώ το 1956 πραγματοποιείται η ίδρυση της δεύτερης σκηνής, απόρροια της ανάγκης προώθησης του ελληνικού ρεπερτορίου, η οποία ονομάστηκε Νέα Σκηνή το 1971 πρεμιέρα της οποίας αποτέλεσε η “Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας” του Ιάκωβου Καμπανέλλη. To 1996 η Πειραματική Σκηνή προστίθεται και αυτή με τη σειρά της στην οικογένεια του θεάτρου.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ έπειτα από δωρεά ύψους 10000 αγγλικών λιρών του ομογενούς Ευστράτιου Ράλλη αποφάνθηκε το 1891 το κτίσιμο του Βασιλικού Θεάτρου (τότε), πλησίον της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ στην αποπεράτωση των έργων συνείσφεραν σημαντικοί παράγοντες του ελλαδικού χώρου. Το κτίριο φέρει το όνομα του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, ο οποίος εμπνεόμενος από τον αναγεννησιακό ρυθμό, σχεδίασε την πρόσοψη έχοντας ως πρότυπο τη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Το κεντρικό της τμήμα είναι εξαιρετικά πλούσιο σε διακοσμητικά στοιχεία, με κιονοστοιχία κορινθιακού ρυθμού ενώ τα δύο πλευρικά τμήματα αποτελούν μία τυπική νεοκλασική σύνθεση. Οι αρχικές εσωτερικές εγκαταστάσεις σκηνής, φωτισμού και θέρμανσης ήταν οι πιο προηγμένες εκείνης της εποχής, σχεδιασμένες από Βιεννέζους μηχανικούς και κατασκευασμένες σε εργοστάσια του Πειραιά. Η πρώτη ανακαίνιση του έγινε το 1930-1931, ενώ κατά την περίοδο 1960-1963 κτίστηκε η πτέρυγα της Νέας Σκηνής στη γωνία της οδού Μενάνδρου.
Οι εργασίες ήρθαν σε πέρας τον Οκτώβριο του 2009 και περιλαμβάνουν ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου, του διάκοσμου, ένα νέο κτίριο, αναβάθμιση του εξοπλισμού της σκηνής, βελτιωμένη αίθουσα (πλατεία και εξώστες), καινούργιο θέατρο 260-300 θέσεων για τη Νέα Σκηνή και διαρρύθμιση που ενοποιεί και τα τέσσερα κτίρια. Σήμερα λειτουργούν στο Εθνικό Θέατρο 4 σκηνές. Στο Κτίριο Τσίλλερ, η Κεντρική Σκηνή και η Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος». Στο θέατρο Rex η Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» και η Σκηνή «Κατίνα Παξινού», όπου στεγάζεται η Πειραματική Σκηνή του. Το θέατρο Rex διαθέτει επίσης και τη σκηνή Νέο Rex, η οποία βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου.
Η συνεισφορά του Εθνικού Θεάτρου
Η συνεισφορά του ελληνικού θεάτρου από το 1932 και έπειτα χαρακτηρίζεται αξιοσημείωτη. Καταρχάς η δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η ίδρυση της οποίας έγινε στις 7 Νοεμβρίου του 1901 έχει καταστεί χώρος εκπαίδευσης και ανάδειξης των σημαντικότερων μορφών του θεατρικού χώρου. Συγχρόνως, τα αρχαία θέατρα του Ηρωδείου και της Επιδαύρου οφείλουν πολλά στο Εθνικό Θέατρο καθότι η αναβίωση του αρχαίου δράματος τα διατηρεί ζωντανά. Επιτακτική ανάγκη, η δημιουργία θεατρικού φεστιβάλ αφιερωμένου στο αρχαίο δράμα, γεγονός που υλοποιήθηκε με την καθιέρωση το 1955 του Φεστιβάλ Επιδαύρου με παραστάσεις όπως η Εκάβη, ο Οιδίπους Τύραννος και ο Ιππόλυτος. Eπί διευθύνσεως Νίκου Κούρκουλου οι καλλιτεχνικές και εισπρακτικές επιτυχίες σε όλες τις σκηνές του θεάτρου ήταν από τις υψηλότερες στην ιστορία του. Σήμερα καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου διατελεί ο Στάθης Λιβαθινός.
Σε μία Ελλάδα που εν έτει 2019 διανύει καιρούς πνευματικής αποτελμάτωσης και ηθικής εξαχρείωσης, το θέατρο συνεχίζει να υφίσταται σαν πηγή έμπνευσης, πυλώνας εκπαίδευσης και διαμόρφωσης μιας κοινωνίας σκεπτόμενης, πολυδιάστατης, δραστήριας και κυρίως με θέληση για ουσιώδη βελτίωση.
Πηγές:
- n-t.gr
- culture.gr
Σύνταξη κειμένου: Γιούλη Αμπαρτζόγλου
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου