Oταν σου ζητάει κάποιος να γράψεις ένα άρθρο, να σχολιάσεις, να αναλύσεις, είναι απλά η αφορμή. Η αιτία είναι μια εσωτερική διεργασία που οδηγεί τον κάθε ένα -που ανοίγει τον υπολογιστή του- να το πράξει. Με λίγα λόγια: Γράφουμε για εμάς και για κανέναν άλλο. Τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Αρχικά νομιζουμε πως με τα γραφόμενα μας θα αλλάξουμε τον κόσμο. Λίγο αργότερα αντιλαμβανόμαστε πως σε μεγάλο βαθμό ο κόσμος αλλάζει (και) εμάς. Ή απλούστερα ο αρχισυντάκτης, το αφεντικό, η αγορά και η άτιμη η ανεργία με το φόβο της μαζί (ΑΡΔ). Μεγάλη κουβέντα – για άλλη φορά.
Βρίσκομαι κι εγώ στη μέση ενός καταιγισμού ειδήσεων, και προσπαθώ από τα «συντρίμια» τους να βρω κάτι να με ιντριγκάρει για να γράψω, αλλά τίποτα. Τι μνημόνια, τι κωλοτούμπες, όχι κυνηγητό από τους Ευρω-δοσάδες, τηλεοπτικές άδειες με βοσκοτόπια (στο τέλος (;) χωρίς τα βοσκοτόπια), Αλέξης, Κυριάκος, Σουλτάνος με πραξικόπημα, Σουλτάνος σκέτο, Συρία, προσφυγιά, μετανάστες, Brexit αντί Grexit, (τουλάχιστον για την ώρα), Ντόναλντ και Χίλαρι και πάει λέγοντας. Να πω ότι δεν υπάρχει μπόλικη θεματολογία, ψέμματα θα πω.
Τα χέρια μου και τα μυαλά μου κολλημένα όμως. Γιατί άραγε; Γιατί πολύ απλά και το δικό μου το μυαλό, όπως και εκατομμμυρίων Ελλήνων, έχουν αντιληφθεί το αδιέξοδο της όλης ιστορίας – της χώρας μας ακόμη περισσότερο βέβαια, και μένουμε απαθείς και μουδιασμένοι. Γιατί όπως μονοδιάστατα μάθαμε και εκπαιδευτήκαμε να σκεφτόμαστε, με τον ίδιο τρόπο αναλύουμε. Στεγνά – χωρίς ζουμάκι, ιδεοληπτικά. “Συμφεροντολογικά”, θα τολμούσε να πει κάποιος. Και αυτό γιατί από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ένα δίπολο σύγκρουσης υπάρχει πάνω από τη χώρα· από το πιο μικρό, μέχρι ό,τι πιο σημαντικό. Ποδοσφαιροποιήσαμε τα πάντα. Τα μπαχαλοποιήσαμε. Λαός των άκρων. Ολυμπιακοί – παναθηναϊκοί, παοκτσήδες – αρειανοί, κομμουνιστές και αριστεροί – δεξιοί και κρατικοί, βενιζελικοί – βασιλικοί, πασοκτσήδες – νεοδημοκράτες, φιλελέδες – κρατιστές, συριζαίοι – όλοι οι υπόλοιποι (σχεδόν)!
Θα μου πει κάποιος και δίκαια: μα καλά, εξισώνεις τα πάντα για να τα αποδομήσεις; Δεν υπήρχαν «δίκαιες» ιστορικές συγκρούσεις; Σχεδόν «ναι», θα πω κι εγώ. Ο σκοπός μου, όμως, δεν είναι η δικαιοκρισία ή η ιστορική ανάλυση. Σκοπός μου είναι η ανάδειξη της προχειρότητας και της βαρύτητας (;) με την οποία αντιμετωπίζονται όλα τα θέματα ανάμεσα στις τάξεις του ελληνικού λαού. Από το καφενείο, το Πανεπιστήμειο, την παρέα, μέχρι δυστυχώς το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το «Ναό» της Δημοκρατίας (δεν αντέχω να το γράφω καν), που όχι μόνο δεν έχει να δώσει λύσεις για να βγούμε από τα αδιέξοδα μας, αλλά έχει σταματήσει από πολλού να εμπνέει τον τυπικό σεβασμό.
Και όλα αυτά γιατί λείπει το απαραίτητο συστατικό ενός έθνους για να προχωρήσει μπροστά, μαζί -επιτέλους- με το κράτος του (αν και ιστορικα οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται απαραίτητα). Η πραγματική γνώση, ή αν προτιμάτε, η γνώση της πραγματικής ιστορίας. Μείναμε αγράμματοι και ανιστόρητοι σα λαός, με αποτέλεσμα να κανιβάλιζουμε και να προπαγανδίζουμε στην αρένα της καθημερινότητας μας. Οταν, δε, ήρθε και το διαδίκτυο, εκεί αποβλακωθήκαμε ομαδικώς από το ρεσιτάλ αμορφωσιάς, ημιμάθειας και πάνω από όλα ιδεοληψίας.
Σύγχρονη μάστιγμα
Αν είσαι αριστερός, δεν δικαιούσαι να αγαπάς την πατρίδα. Εχει το μονοπώλιο η δεξιά. Αν είσαι δεξιός δεν μπορεί να είσαι και καλό αφεντικό (προτιμώ τo εργοδότης), ούτε να έχεις ηθικό πλεονέκτημα. Έχει κάρτα διαρκείας σε αυτό η αριστερά. Αν αγαπάς της ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, είσαι αυτομάτως αρχαιολάγνος, αρχαιόπληκτος, φασίστας, χρυσαυγίτης. Αν είσαι κάτι από όλα αυτά, φυσικά και δεν μπορείς να νιώθεις ρωμιός ή να πιστεύεις στο Θεό, γιατί η πνευματική σχέση των ανθρώπων με την «εβραϊκή» (!) θρησκεία, κόβει τα απευθείας – γονιδιακά (!) – δεσμά της με το Περικλή και το «Χρυσό Αιώνα» του, ή σε καθιστά αυτόματα εχθρό του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Παράνοια κανονική. Εμείς, αυτοί, εσείς οι άλλοι. Και όσο παραμένει η ιστορική μας αμάθεια, τόσο οι προπαγανδιστές πάσης φύσεως, καταβολής και προέλευσης, βρισκουν «γήπεδο» να κάνουν παιχνίδι.
Ενα παιχνίδι που έχει πείσει πως η ιστορία και η καταγραφή της είναι σχεδόν αφηρημένη έννοια, με αποτέλεσμα ο καθένας να την αποδίδει όπως τον βολεύει. Σφάλμα μέγα. Η ιστορική έρευνα έχει επιστημονική οντότητα και πραγμάτωση, που μεγαλώνει όσο πλησιάζεις και αποκαλύπτεις τις νέες πηγές, φθάνοντας στην αλήθεια ή τουλάχιστον κοντά της. Αυτό δεν κάναμε σε αυτή τη χώρα. Τα αφήσαμε όλα… φλου, για να «αλωνίζουν» όσοι παλεύουν για το κακό το μεροκάματο. Το βρώμικο.
Δεν αποκαταστήσαμε την ιστορία, δεν κλείσαμε πληγές του παρελθόντος, δεν ζήσαμε φυσιολογικά και σε πραγματικό χρόνο την εξέλιξη της Δύσης. Υπήρχαμε αφηρημένα και άχρονα μέσα της, στην απέλπιδα προσπάθεια να γίνουμε κάτι, που ούτε γνωρίζαμε, ούτε καταλαβαίναμε. Φορούσαμε πάντα… δανεικό «σακάκι» στη σύγχρονη ιστορία μας, μόνο και μόνο επειδή το «έραψε» κάποιος πιο… εξελιγμένος και πολιτισμένος από εμάς. Είτε από τη Δύση, είτε από το αλλυλέγγυο (;) και λαϊκό ανατολικό μπλοκ. Ούτε αυτά τα κλείσαμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας – δεν διδαχτήκαμε καν από αυτά!
Και κάπως έτσι φθάσαμε στον Φίλη, τα θρησκευτικά, στις κατηγορίες για αντικληρικαλισμό, στους αγώνες των κληρικών, στα παπαδαριά – για κάποιους άλλους, στον «αριστερό φασισμό» της «Πρώτη Φορά Αριστερά» -όπως κατηγορούν κάποιοι- από το «ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» των προηγούμενων δεκαετιών, στα φαινόμενα του Ωραιοκάστρου, στα τάγματα εφόδου και από το νόμπελ ειρήνης της Μυτιλήνης, στις πορείες διαμαρτυρίας στη Λέσβο (που θα έλεγε και ο Αλέξης).
Για τους λόγους αυτούς -και χιλιάδες άλλους- δεν μπορούν οι πραγματικά φιλελεύθεροι και προοδευτικοί αυτού το τόπου να πείσουν την κοινωνία για το δρόμο που πρέπει να χαράξει. Γιατί πολύ απλά δεν φθάνει μια οικονομική ατζέντα και οι μεταρυθμίσεις για να πας μπροστά. Θέλει κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας. Πράγματα πιο βαθιά.
Μόνο έτσι θα γεννηθεί η έννοια του γενικού καλού. Μόνο τότε θα δημιουργηθεί εθνικό παραγωγικό μοντέλο, μοναδικό για τα χαρακτηριστικά του τόπου και του λαού του. Παιδεία αντάξια της ιστορίας της χώρας, αλλά και ειλικρινής μαζί της. Κυβερνήσεις που θα σέβονται τις συμμαχίες της χώρας ανά τον κόσμο και την πολιτική συνέχεια και συνέπεια του τόπου, αλλά και την ιστορική της υπόσταση που τη θέλει να ανήκει μεν εις την δύση, αλλά να είναι και διαφορετική από αυτή, εξ᾽ Ανατολών μαθημένη. Δεν είναι ντροπιαστική, ούτε άσχημη η αλήθεια. Ταυτότητα είναι, που όσο την κοιτάς σε βοηθά να ξεπεράσεις την ιστορική άνοια από την οποία έχει νοσήσει ο ελληνικός λαός.
Μέχρι τότε, ας αράξουμε στον καναπέ μας, ας δούμε και ας διαβάσουμε τις… μαιμούδες να κρατούν το σόου τους, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον και μόνο πουλώντας ό,τι κινείται, γιατί οι υπόλοιποι δεν μάθαμε να κοιτάμε προς τα πίσω για να πάμε μπροστά.