Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, κι όμως κάτι έμελλε να αλλάξει για πάντα, ο τρόπος που ένα παιδί αντίκριζε τον κόσμο του…Ο Χρήστος ξύπνησε όπως και κάθε πρωί, ετοιμάστηκε με τη βοήθεια της μητέρας του, για να πάει στο σχολείο. Στο δρόμο ατένιζε από το παράθυρο του αυτοκινήτου, την όμορφη ημέρα που ξετυλίγονταν, ο ήλιος είχε απλώσει τις αχτίνες του και η πεδιάδα που κάλυπτε την περιοχή, έμοιαζε σα μια καταπράσινη θάλασσα, ήθελε να την αγγίξει, να κολυμπήσει στο χορτάρι, στη φαντασία του είχε φτερά, πετούσε πάνω από κοιλάδες, δάση και βουνά, ήταν ελεύθερος…
Έφτασε, δεν ήθελε να κατέβει, δεν είχε διάθεση, να ζήσει ξανά όλο αυτό το λούκι. Ξέρεις, δεν είχε μάθει έτσι, ήταν ένα υπερκινητικό ζιζάνιο, ώσπου μια μέρα, συνέβη ένα ατύχημα με το ποδήλατο-το λάτρευε αυτό το ποδήλατο- ήταν δώρο για τα ένατα γενέθλια του, το αγόρασε ο μπαμπάς του, μιας και έβλεπε πόσο δραστήριο, ατίθασο και ελεύθερο πλάσμα, ήταν ο γιος του. Με αυτό τριγύριζε όλη την πόλη, τι ήρεμη πόλη! Τους γνώριζε όλους, χαιρετούσε όλο χαμόγελο, καθώς οι ρόδες του ποδηλάτου του, σχεδόν έκαιγαν την άσφαλτο, μέχρι που… Μακάρι να μην είχε προσπεράσει εκείνος ο οδηγός με κόκκινο, μακάρι ο Χρηστάκης να μην περνούσε από κει… Μακάρι να μην είχε πάρει ποτέ αυτό το ποδήλατο, ευχόταν…
Η μητέρα του, τον βοήθησε να κατεβεί από το αυτοκίνητο, έβαλε τα ποδαράκια του ένα- ένα στις βάσεις του αμαξιδίου του, το αμαξίδιο αυτό έμοιαζε αρκετά με το ποδηλατάκι του, είχε τα ίδια χρώματα και τους ίδιους τροχούς, δεν ξέρω, εάν αυτό τον έκανε να το αγαπήσει ή να το μισήσει, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο… «Μαμά άσε με τώρα, μπορώ και μόνος μου!» αναφώνησε και με μια σπρωξιά στους τροχούς, πλησίασε προς την τάξη. Κάθε φορά, ένιωθε ότι οι συμμαθητές του-εκείνοι, τα ίδια παιδιά που έπαιζε μπάλα μαζί τους, μετά το σχολείο- τώρα, τον κοιτούσαν σαν ξένο, σα να μην τον είχαν γνωρίσει ποτέ… Κάθε μέρα, ένιωθε λες και πήγαινε πρώτη μέρα σχολείο, αναρωτιόταν, «θα συνηθίσω ποτέ;», είχαν περάσει μόλις έξι μήνες και φαινόταν σαν ένας εφιάλτης που τώρα-να τώρα δα- θα τελείωνε, με το που άνοιγε τα μάτια του τρομαγμένος…
«Πρώτη ώρα γυμναστική, ωχ! πάλι τα ίδια, πάλι θα νιώθω παρείσακτος» σκεφτόταν. Έκατσε στη γωνιά του, δίπλα στο γυμναστή, τον κύριο Γιώργο, ο οποίος τον λάτρευε και πάντα του έλεγε, πόσο ταλέντο είχε στην μπάλα κι ότι έπρεπε να το εξελίξει. Τώρα πια, δεν του το αναφέρει, τώρα τον έχει ονομάσει ως το δεξί του χέρι, να τον βοηθάει στο μέτρημα, στα συνθήματα, ώστε να ναι ο παλμός των δραστηριοτήτων, πίστευε πως έτσι θα τον έκανε να νιώσει χρήσιμος…
Ξάφνου, η μπάλα ήρθε κατά πάνω του, κάποτε θα την κλοτσούσε με όλη του τη δύναμη- ένα σουτ, άλλο πράγμα- τώρα, απλά την κοιτούσε να τον πλησιάζει, σα να τον προκαλεί να σηκωθεί και να παίξει μαζί της. Βούρκωσε, δεν ήθελε να τον δουν, ντράπηκε και κοκκίνισε, ο Μήτσος, ο κολλητός του, το παιδί που ήταν πάντα το τέρμα και ο Χρήστος πάντα το δεκάρι… Είχαν χαθεί! Όμως, ο Μήτσος προσπάθησε πολύ, για να μη γίνει αυτό, αλλά ήταν παιδί, πως να νιώσει ένα παιδί τη θλίψη ενός άλλου; Πως να μπει στη θέση του; Πολύ βαριά υπόθεση για ένα εννιάχρονο δε νομίζεις;…
«Έλα Χρίστο, παίξε μαζί μας!» φώναξε, με θάρρος και σιγουριά γι ‘αυτό που ξεστόμισε. Όλοι πάγωσαν, μέχρι κι ο γυμναστής,
«Μα πως να παίξω μαζί σας; Θα το θελα, αλλά πως;».
«Θα σαι ο βασιλιάς μας Χρήστο, θα κάθεσαι στο θρόνο σου και θα μας λες πως να παίζουμε, θα σαι ο αρχηγός μας, κάνεις δεν ξέρει καλύτερη μπάλα από εσένα, τι λέτε παιδιά;».
Όλοι, αγόρια και κορίτσια φώναξαν «Ναι!» Ένα ναι που τέτοιο, δεν έχεις ξανάματακούσει, ζητωκραύγαζαν για το βασιλιά τους. «Χρηστάκη μου, τι λες; θα γίνεις ο βασιλιάς τους;» ρώτησε ο κύριος Γιώργος. Ο Χρηστάκης σκούπισε τα βρεγμένα ματάκια του με το φούτερ του, έριξε ένα πλατύ χαμόγελο- όπως τότε- και όλο χάρη και υπερηφάνεια, έστρεψε το βλέμμα του προς τον ήλιο και είπε «θα είμαι ο βασιλιάς σας, από σήμερα θα γίνετε η πιο δυνατή και ανίκητη ομάδα, σας το υπόσχομαι!»… Αυτό ήταν! Ο Χρηστάκης ένιωθε ξανά ελεύθερος, δεν ήταν ανάπηρος, ήταν ξεχωριστός!