Δεν ξέρω αν φταίω εγώ, αν φταίμε όλοι, αν φταίνε κάποιοι ή κάποιοι άλλοι. Δεν ξέρω αν είναι χειρότερο να γεννηθείς σε μια πανέμορφη χώρα με αβέβαιο μέλλον ή να τα καταφέρνεις σε μια χώρα που γεωπολιτικά δεν σε ιντριγκάρει να ζήσεις. Δεν ξέρω αν θέλω, δεν ξέρω αν μπορώ, δεν ξέρω πότε και πως. Γενικά, η άγνοια μαστίζει εμένα, η άγνοια μαστίζει όλους, η άγνοια μαστίζει κάποιους ή κάποιους άλλους. Δεν ξέρω…
Υπάρχει μια τάση μετανάστευσης, μια τάση εξόδου από την χώρα, μια τάση που ίσως παραμείνει τάση και δεν εξελιχθεί σε κανόνα. Δεν ξέρω. Είναι κάπως αδύνατο να έχεις πλέον μια σταθερή βάση, μια στέρεα επιφάνεια στην οποία θα μπορέσεις να πατήσεις και να κοιτάξεις τις επιλογές σου σαν επιλογές και όχι σαν κατ’ ανάγκην κινήσεις. Στο εξής, πολλές φορές δεν θα έχεις ηθελημένες κινήσεις, πολλές φορές θα σκύψεις το κεφάλι στο παγερό αφεντικό, πολλές φορές θα εκραγείς μέσα σου, πολλές φορές δεν θα βρεις τον χρόνο για την αυτοκριτική σου, για την κριτική και των άλλων. Πόσες φορές θα το άντεχες; Εγώ δεν ξέρω.
Ανέκαθεν πίστευα πως η κρίση συναισθημάτων υποσκιάζει αυτή της οικονομίας. Η κρίση στις παρέες σου, η κρίση στις σχέσεις σου, η κρίση στην οικογένειά σου. Ίσως και να συνδέονται τελικά. Πόσοι φίλοι σου έφυγαν αρχικά για σπουδές και τελικά δεν γύρισαν πίσω; Πόσες σχέσεις αρκέστηκαν στο Skype και το Facebook, πόσες ακόμα θα αρκεστούν εκεί; Πόσα παιδικά όνειρα για παντοτινή φιλία θάβονται σε συμφωνίες κυβερνήσεων, πόσα χαμόγελα δεν θα γίνουν χαμόγελα στο υπόβαθρο οικονομικών συναλλαγών, πόσες κάψες δεν θα γίνουν πηγαίος έρωτας στην ανεκμετάλλευση πτυχίων, σπουδών και ημικρανιών ελέω διαβάσματος σε ημισκότεινα δωμάτια; Δεν ξέρω, και μάλλον ούτε εσύ ξέρεις.
Αλλά παρά την κρίση σε αυτά τα επίπεδα, υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο βάναυσο και πιο σκληρό από αυτά, η κρίση στις αρχές μας. Μια κρίση που φθείρει την υπόληψή μας καθημερινά, στο βωμό του κέρδους, της αφασίας και του ωχαδερφισμού. Μια νέα βίλα σε πληγείσα από φωτιές περιοχή, ένα πικρόχολο ρατσιστικό σχόλιο για όσους πήδηξαν σε μια βάρκα μπροστά σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της κόλασης, ένα απαρχαιωμένο και ανώριμο κριτήριο για το ποιος είναι «πραγματικός άντρας» και ποιος όχι και κάθε μια εξευτελιστική και υπερσεξουαλική συμπεριφορά για ένα κερασμένο ποτό αποδεικνύουν πως, ευτυχώς για τους Ευρωπαίους, δεν έχουμε καμία σχέση με την πλειονότητά τους.
Κάπως έτσι, τα παιδιά μου ρίσκαραν και έφυγαν, οι πρόσφυγες που δεν ήξεραν κολύμπι και έπεσαν στο νερό, οι πολιτικοί που ποζάρουν και καυχιούνται να αλληλοσυνδέονται. Γιατί, αν όλος ο κόσμος άρχισε κάπου εδώ γεωγραφικά, δεν ξέρω, ίσως, κάπου εδώ και να, μας, τελειώσει…