Είσαι χαρούμενη τα Χριστούγεννα;
Το όχι μου πιέζει τις κόρες των ματιών διακινδυνεύοντας να τις πετάξει βίαια έξω από τις κόγχες τους. Η ανάγκη μου να απαντήσω, να ανοίξω το στόμα μου και αντί για ένα σωρό χριστουγεννιάτικα χαζοκλισέ, να ουρλιάξω, μου τρώει τα σωθικά.
Όμως, δεν απαντάω. Αφήνω την συζήτηση να κατευθυνθεί αλλού και το στομάχι μου να διαβρωθεί από το αλκοόλ.
Ίσως το σκέφτομαι πολύ πάλι. Σπαταλώ ενέργεια σε απαισιόδοξες σκέψεις, εξηγήσεις και άγχη, ενώ η απάντηση είναι πιο απλή. Τόσο απλή όσο εκείνο το ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι που αγόρασα πριν λίγες μέρες και κρατάω ακόμα τυλιγμένο στην σακούλα του, αφού δε ξέρω τι να το κάνω.
Από την άλλη, δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω καν την ερώτηση. Μεταφράζεται στο κεφάλι μου σα να πρέπει να είμαι χαρούμενη μόνο και μόνο επειδή βάζουμε χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια μέχρι και στον κώλο μας. Τι ξεχωριστό έχουν τα Χριστούγεννα που μου διαφεύγει και γιατί η στάση του υπόλοιπου κόσμου μου δίνει την αίσθηση ότι μου επιβάλλεται να νιώθω διαφορετικά από τις άλλες μέρες;
(Και δε δέχομαι αντίρρηση ότι είναι πιεστική η ερώτηση αν είμαι χαρούμενη στις γιορτές.)
Από τη μία, οι πελάτες που μου εύχονται «Καλά Χριστούγεννα» σχεδόν πεισματικά, οι εορταστικοί στολισμοί και τα κάθε λογής δρώμενα των δήμων στους δρόμους και τις πλατείες, ακόμα και τα λαμπιόνια που δεν στόλισα εγώ, στο άδειο, από σήμερα, σπίτι μου μοιάζουν να προσπαθούν να μου επιβάλλουν ένα εύθυμο αίσθημα.
Τώρα, λοιπόν, που είμαι μόνη στο σπίτι, βάζω σκοπό της ζωής μου να σβήσω όλα τα χρωματιστά φωτάκια, να τα βγάλω ένα προς ένα από τις πρίζες τους και να καθίσω στο σκοτάδι.
Πολεμάω και λίγο την ανάγκη να μαζέψω τα χριστουγεννιάτικα δώρα κάτω από το δέντρο και να τα πετάξω από το μπαλκόνι. Άλλωστε, είναι διαλεγμένα και αγορασμένα από εμένα, και δεν υπάρχει κανένα που να προορίζεται για μένα, όπως όλα τα τελευταία χρόνια.
Και με πιάνει ένα παιδιάστικο παράπονο τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις πάνω από το χαλί του σαλονιού. Γιατί οι γονείς μου δεν προσπαθούν να μου πάρουν δώρο για τα Χριστούγεννα πια. Και είναι έξτρα ντροπιαστικό, αλλά θα ήμουν ευχαριστημένη με το πιο αταίριαστο, ασήμαντο, γελοίο ακόμα, πράγμα που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει πολλή σημασία, αφού εκείνοι μοιάζει να έχουν διαφορετική οπτική της κατάστασης. Ίσως παρόμοια με τότε που είπαν στον αδελφό μου ότι ήταν πολύ μεγάλος για αυτοκίνητα μινιατούρες, κι ας ήταν μόλις 10 χρόνων. Μπορεί κιόλας, εκείνη η στιγμή, που αποφάσισα να παίρνω με τα χρήματα από το χαρτζιλίκι μου τα χριστουγεννιάτικα αυτοκινητάκια στον αδελφό μου, να ήταν η μέρα διαγραφής μου από τη λίστα για τα δώρα.
Μπορεί, επίσης, τότε να ανακάλυψα ότι για μένα τα Χριστούγεννα δεν έχουν καμία μαγεία, είναι σαν όλες τις άλλες μέρες της ζωής μου με μία απειροελάχιστη διαφορά• σα να μπορώ κατά τη διάρκειά τους να δω πιο καθαρά όσα μου λείπουν.
Κάτω από το φως των χριστουγεννιάτικων στολισμών, παρατηρώ ευκολότερα την αγάπη στην έκφραση των γονιών που αγοράζουν δώρα για τα παιδιά τους, την λάμψη στα μάτια του αδελφού μου όταν διαλέγουμε ποιο αυτοκίνητο μινιατούρα θα του πάρω αυτή τη χρονιά και ακούω πιο ζωντανά το ενθουσιασμένο κουδούνισμα στις φωνές των φίλων μου όταν περιγράφουν πώς θα περάσουν τα Χριστούγεννα τους.
Και μέσα στην γιορτινή ατμόσφαιρα υπάρχω κι εγώ.
Εγώ που δε νιώθω χαρούμενη τα Χριστούγεννα σίγουρα, αλλά ταυτόχρονα δε ξέρω πώς να χαρακτηρίσω το συναίσθημα που αισθάνομαι.
Δε μπορεί να είναι νοσταλγία, αφού δε γίνεται να μου λείπει κάτι που ποτέ δεν είχα.
Δεν είναι θλίψη, γιατί έχω υπάρξει στεναχωρημένη στη ζωή μου, ώστε να αναγνωρίζω ότι δεν είναι αυτός ο σωστός χαρακτηρισμός.
Δε βγάζει νόημα να είναι ζήλια, καθώς δε με πειράζει που οι άλλοι άνθρωποι νιώθουν χαρούμενοι, ίσα ίσα παλεύω να τους χαρίσω λίγη παραπάνω χαρά με όποιο τρόπο μπορώ.
Ούτε μοιάζει με θυμό, επειδή δεν κοκκινίζουν τα μάγουλα μου από την οργή, μόνο λίγο από την εναλλαγή κρύου και ζεστής.
Μπορεί να είναι η μελαγχολία των γιορτών, η μάστιγα των τελευταίων χρόνων, όπως την χαρακτηρίζουν στην τηλεόραση.
Και πάλι όμως κάτι δε μου κολλάει.
Μια ιδέα θα ήταν να άναβα τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, να φώτιζα την αναζήτησή μου και να έδινα επιτέλους ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα, αλλά προτιμώ να μην κουνηθώ να τα συνδέσω στο ρεύμα.
Μένω λίγο ακόμα ακίνητη, επίτηδες, μέχρι να μουδιάσουν τα πόδια μου. Και όσο το μυρμήγκιασμα εξαπλώνεται, τόσο αρχίζω να ψιλαφίζω τον ψυχικό μου κόσμο με παγωμένα δάκτυλα.
Τα χέρια μου αγκαλιάζουν τα ζεστά μάγουλα μου, σοκάροντας τον οργανισμό μου με τη διαφορά θερμοκρασίας, πέφτουν πάνω στο στήθος μου που ανεβοκατεβαίνει ολοένα γρηγορότερα και στέκονται εκεί, γιατί ξέρουν ότι σε αυτό το μέρος κρύβεται το πρόβλημα.
Καλυμμένο, κάτω από το λίπος και το δέρμα, το κενό, εκείνη η διαμπερής τρύπα ακριβώς στο κέντρο του σώματός μου, πάντα ορθάνοιχτη, αχόρταγη, είτε είναι Χριστούγεννα είτε όχι.
Να το, λοιπόν, το τι αισθάνομαι τα Χριστούγεννα. Μπορώ σχεδόν να το αγγίξω, το νιώθω σε όλο μου το κορμί και το κουβαλάω ευλαβικά. Το ξετυλίγω σα να είναι το άχρηστο χριστουγεννιάτικο στολίδι μου και το κοιτάω. Δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που το αντίκρυσα ούτε φωτίζει ρυθμικά στο ρυθμό των παιδικών φωνών που τραγουδούν τα κάλαντα. Μα το πιο σημαντικό είναι ότι όσο κι αν προσπαθούν, οι πελάτες με τις αυτοματοποιημένες ευχές τους, οι γονείς μου που μου ζητάνε να πάρω δώρα σε όλους, οι φίλοι μου με τα χριστουγεννιάτικα πλάνα τους και τα λαμπάκια που τρεμοπαίζουν σε όποιο μέρος κι αν περπατήσω, το καταχωνιασμένο μου κενό δεν καλύπτεται, ίσα ίσα μοιάζει να γιγαντώνεται μέσα στο σκοτάδι και να ξεχειλίζει ολόγυρά μου. Και με πειράζει; Όχι. Όπως δε με πειράζει που δε νιώθω τίποτα τα Χριστούγεννα.
Όχι, δε με πειράζει που αισθάνομαι όπως αισθάνομαι, όσο καταθλιπτικό κι αν ακούγεται αυτό. Τα Χριστούγεννα για μένα δεν είναι χαρούμενα. Ούτε όμως και θλιβερά Είναι μέρες στη ζωή μου, με τις ίδιες σκέψεις, τους ίδιους γονείς και την ίδια ανάγκη να σβήσω τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. Το ίδιο ακάλυπτο κενό στο κέντρο του στήθους μου.
Προτιμώ να τα περνάω χωρίς να σκέφτομαι ότι πρέπει να είμαι χαρούμενη. Προτιμώ να δουλεύω, αντί να πηγαίνω διακοπές, και να είμαι θεατής στην χαρά των άλλων. Προτιμώ να δίνω δώρα σε όλους και να μην παίρνω κανένα.
Αλλά ίσως αυτό να κάνει κάποιους να νιώθουν άβολα και εμένα να νιώθω λίγο θυμό μέσα στο κενό. Οπότε προς το παρόν θα σηκωθώ από το χαλί, θα κρύψω πάλι το κενό μέσα στο δέρμα μου και θα προσπαθήσω να θυμηθώ να απαντήσω ένα χαμογελαστό ναι, στην ερώτηση αν είμαι χαρούμενη τα Χριστούγεννα την επόμενη φορά που θα μου τεθεί.
Και για την ώρα θα χαμογελάσω ειλικρινά, μπορεί για πρώτη φορά μέσα στις χριστουγεννιάτικες μέρες, γιατί δεν έβγαλα ποτέ τα ρούχα της δουλειάς, σα να ήξερα ότι δε θα κοιμηθώ καθόλου, στην προσπάθειά μου να μην αναλύσω πολύ τα πράγματα, και θα φύγω επιτόπου για την πρωινή μου βάρδια.