Πώς οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει; Με ρώτησε το αποκύημα του μυαλού μου και πετάχτηκα ξέπνοη από το κρεβάτι. Κατέβασα το ποτήρι που κρατάω γεμάτο στο κομοδίνο μου και ανακάθησα στο στρώμα τρέμοντας. Ήταν μόνο ένας εφιάλτης, δεν συμβαίνει κάτι στα αλήθεια, προσπάθησα να πείσω το μυαλό μου, κι ας είχε ήδη εκτροχιαστεί στην προσπάθειά του να δώσει απάντηση.
Πονοκεφάλιασα γρήγορα και ξαναέπεσα βαριά στο μαξιλάρι.
Ίσως να μην με ταλαιπωρούσα τόσο αν πίστευα στη μετά θάνατον ζωή, τη μετενσάρκωση ή οποιοδήποτε άλλο παραμύθι λένε οι άνθρωποι για να νιώθουν καλύτερα.
Και πιθανώς να έπρεπε μαζί με το νερό να καταπιώ και κάποιο από τα παραπάνω ηρεμιστικά για να αντιμετωπίσω πιο ανώδυνα τον εφιάλτη που ξέφυγε από το όνειρό μου, φόρεσε τη σάρκα και τα οστά του άτσαλα και εμφανίστηκε ένα απόγευμα στο σαλόνι μου απρόσκλητος.
Πώς οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει; Με ρώτησε κρατώντας το κεφάλι του που δεν είχε πρόσωπο, σκυφτό, ανάμεσα στα σκοτεινά του χέρια, σα να έκλαιγε.
Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό, σκέφτηκα και έφυγα να συναντήσω έναν από τους γκόμενους που διεκδικούν λίγο από το χρόνο μου.
Έφτασα στο σπίτι του και περίμενα απέξω, παρά το χιονόνερο και το κρύο, μέχρι να μου ανοίξει. Τον άφησα να βάλει τα πόδια μου πάνω στα δικά του, χώνοντας το πρόσωπό του στην καμπύλη του λαιμού μου, με τα χέρια του πάντα πλεγμένα σφιχτά γύρω από τη μέση μου. Από μακριά θα φαινόταν ότι εγώ τον παρηγορώ έτσι όπως του χάιδευα ρυθμικά τον σβέρκο, ενώ μου φιλούσε τον λαιμό. Ο ματάκιας από κάποιο απέναντι διαμέρισμα δε θα έβλεπε το χείλος μου να τρέμει ούτε θα με είχε ακούσει να του περιγράφω ψιθυριστά το κενό πρόσωπο του εφιάλτη και το οστεωμένο σάπιο του σώμα.
Και η αλήθεια είναι ότι ούτε εκείνος με άκουσε, ζαλισμένος από το άρωμα του δικού μου, ζωντανού ακόμα, σώματος και την υφή από τα μπούτια μου στην παλάμη του.
Όπως και να έχει, όμως, έφυγα ανάλαφρη από το σπίτι του, κι ας έτρεξα αγχωμένη μέχρι την στάση του λεωφορείου για να μην αργήσω στη δουλειά.
Είναι που κατάφερα να ξεστομίσω εκείνον τον εφιάλτη σε κάποιον για πρώτη φορά που με έκανε να πιστέψω ότι μπορούσα να τον ξορκίσω, να τον κρατήσω όσο πιο μακριά μου γίνεται για λίγο ακόμα.
Κι ας ήταν φανερά άκαρπη κάθε μου προσπάθεια, μιας και ο εφιάλτης είχε βολευτεί στην πολυθρόνα, όταν μπήκα στο σπίτι το ίδιο βράδυ, εγώ αρνήθηκα να του απευθύνω το λόγο και πιάστηκα από το άρωμα του γκόμενου που έμεινε στο μάλλινο ζιβάγκο μου για κάποιες μέρες μετά την συνάντησή μας, φορώντας το πεισματικά όλη τη βδομάδα, σα μια μορφή ασπίδας.
Η ανθυγιεινή τακτική μου δούλεψε για λίγο, αλλά το ζιβάγκο έπρεπε να πλυθεί, το πλυντήριο σταμάτησε μυστηριωδώς πριν το στύψιμο και μαζί με εκείνο το ρούχο μούσκεψαν και όλα τα υπόλοιπα από την υγρασία του εφιάλτη που περιφερόταν πια αμίλητος στο σπίτι μου.
Έτσι, με όποιο ρούχο κι αν δοκίμαζα να φορέσω, κολλημένο πάνω μου, και με τον εφιάλτη αδελφικό φίλο της σκιάς μου, συνέχισα για λίγο ακόμα τις μέρες μου, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, προσποιούμενη ότι όλα είναι καλά. Κατά κάποιον τρόπο, για μια στιγμή κατάφερα κιόλας να πείσω τον εαυτό μου ότι αν τον αγνοήσω πολύ έντονα, θα πάψει να υπάρχει.
Αλλά κάπως, χωρίς προειδοποίηση, ενώ ο εφιάλτης με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα σα χαμένο παιδί, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά «Πώς οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει;», τσαντίστηκα. Ένας λυσσαλέος θυμός με κατέκλυσε ολόκληρη στα ξαφνικά, έτσι όπως σερνόταν πίσω μου αγκιστρωμένος μόνιμα στο μπατζάκι του παντελονιού μου. Ξεχείλησε από το στήθος μου σα λάβα και με τύφλωσε με μια πορφυρή λάμψη. Τι θες να κάνω; Τίναξα τα πόδια μου απότομα, να απελευθερωθώ από τα παγωμένα του χέρια. Τι θες από μένα; Δε μπορώ να κάνω κάτι για να φύγεις, δεν σε έφερα εγώ σε αυτό το μέρος εξαρχής, του φώναξα άγρια και εκείνος κουλουριάστηκε στο πάτωμα, μαζεύοντας το σώμα του όσο περισσότερο μπορούσε. Αλλά καθώς πήγα να απομακρυνθώ κι άλλο από κοντά του, τον είδα να μπουσουλάει αξιολύπητα στο χαλί απλώνοντας τα κοκαλωμένα του δάκτυλα προς το μέρος μου, σα να ζητούσε βοήθεια, και εξοργίστηκα παραπάνω. Φύγε, γαμώτο, δεν έχεις καμία δουλειά εδώ, άσε με ήσυχη, αποτραβήχτηκα εντελώς, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου μου πάνω στα απρόσωπα μούτρα του με δύναμη, αφήνοντας τον χτυπημένο και μόνο στο σαλόνι.
Πώς τολμάς να νομίζεις ότι θα σε περιθάλψω μόνο και μόνο επειδή ζωντάνεψες; Ούρλιαξα και η φωνή μου αντήχησε στο ξύλο, απειλητική και τραχιά. Σαν παγιδευμένη στους τέσσερις τοίχους του δωματίου μου, με ίσως μόνο στόχο να τρυπήσω το πάτωμα, κοπάνησα τα χέρια στην πόρτα, σχεδόν λες και ήθελα να την σπάσω. Νομίζεις ότι δεν έχω δικούς μου εφιάλτες να με απασχολούν; Δε με νοιάζει αν οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν τα νεκρά αγαπημένα τους πρόσωπα! Τα νύχια του εφιάλτη έγδερναν την πόρτα, κάνοντας την μπογιά να στριγγλίζει. Σκάσε, πέταξα το ποτήρι από το κομοδίνο στην πόρτα εξ επαφής και τα κομμάτια του έπεσαν σα γυάλινη βροχή στο πλακάκι, ώσπου ο ήχος από την άλλη πλευρά σταμάτησε.
Λίγες μέρες αργότερα, κι ενώ η πλάτη μου ακουμπούσε την ακόμα κλειστή πόρτα, άκουσα πάλι τον εφιάλτη να κάνει την παρουσία του αισθητή. Πώς οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει; Αντέγραψε την στάση μου και ανακάθισε στην έξω πλευρά του δωματίου. Αλήθεια δε θέλεις να συζητήσουμε την ερώτησή μου;, ψιθύρισε με φοβισμένη φωνή, προσεκτικά, μην ξεσπάσω πάνω του ξανά.
Δεν ήμουν πια θυμωμένη, πήρα μια βαθιά ανάσα του και σκέφτηκα τι να του απαντήσω. Είναι που δε νομίζω ότι η σωστή λέξη είναι το αποδέχομαι, είπα τελικά. Εσύ πώς θα διατύπωνες την ερώτηση δηλαδή; Πήρε λίγο θάρρος. Δε ξέρω.
Υποθέτω, οι άνθρωποι απλά συνεχίζουν τη ζωή τους, περιμένοντας όσα ζουν να γίνουν αναμνήσεις. Υπομένουν τον πόνο, όχι ελπίζοντας πως θα γιατρευτεί η πληγή, αλλά πως θα την καλύψει το πέπλο της λήθης και δε θα βλέπουν το αίμα πια. Ο χρόνος που περνάει, παρασέρνει μαζί του κι εσένα και τον κάθε εφιάλτη, σας ξεπλένει αργά και βασανιστικά, ώσπου χλομιάζετε και χάνεστε ξανά μέσα στην υγρασία των τοίχων.
Δεν είναι εφιαλτικό όμως να περιμένεις να ξεχάσεις;, ρώτησε μετά από μια μικρή παύση. Δεν είναι ευκολότερο να πιστέψεις ότι θα ξαναδείς με κάποιο τρόπο το πρόσωπο που έχασες από το να αντιμετωπίσεις τη βεβαιότητα ότι δε θα υπάρξει επανασύνδεση;
Είναι κάπως περίεργο να χρησιμοποιείς τη λέξη εφιαλτικό για να περιγράψεις το οτιδήποτε. Γέλασα χωρίς να χαμογελάω και σηκώθηκα από το πάτωμα, του άνοιξα την πόρτα και τον άφησα να καθίσει στο κρεβάτι μου, όσο στεκόμουν μπροστά στο καθρέφτη, ακολουθώντας τη ρουτίνα του μακιγιάζ μου.
Είναι τόσο αναπάντεχο που ζωντάνεψα, είπε ξαφνικά. Το ξέρω ότι κανένας σας δεν το ζήτησε και δε με ήθελε εδώ. Ξέρω ότι είμαι ανεπιθύμητος. Άφησα το πινέλο το πάγκο, κοιτώντας μία τη μία γραμμή eyeliner και μία την άλλη.
Δε φταις εσύ. Τυχερό ήταν. Έσβησα τη δεξιά γραμμή γιατί ήταν στραβή και βάλθηκα να την ξανακάνω.
Και πάλι είναι άδικο. Για σένα και τους άλλους αγαπημένους του κάθε προσώπου που πεθαίνει.
Μου φαίνεται πιο άδικο για το άτομο που πεθαίνει. Φόρεσα το κραγιόν μου και χαμογέλασα αυτόματα στην αντανάκλασή μου, ικανοποιημένη που η υγρασία του εφιάλτη δε με εμπόδισε από το να πετύχω το μακιγιάζ μου.
Έκανα μια στροφή μπροστά του. Εκείνος χειροκρότησε. Μα την στιγμή που έπιασα το πόμολο της εξώπορτας, η τρεμουλιαστή φωνή του με σταμάτησε.
Δε με θες μαζί σου σωστά; Το δερμάτινο παντελόνι μου τραβιόταν προς τα κάτω ελαφρώς. Πάγωσα στο ξαφνικό άγγιγμα του, αν και αυτή τη φορά δεν τον απέδιωξα αμέσως. Τον κοίταξα συμπονετικά, έσκυψα στο ύψος του, αντικρίζοντας από κοντά το πρόσωπο του.
Θέλω να βγω να ξεσκάσω, θα μείνεις εδώ; Υπόσχομαι να περάσουμε όλη την αυριανή μέρα μαζί, διαπραγματεύτηκα.
Τον είδα να διστάζει, να με κοιτάει σα να με παρακαλάει να μην τον αφήσω μόνο του στο σκοτάδι. Αλλά στο τέλος κούνησε το κεφάλι του θετικά δύο φορές και άφησε το μπατζάκι μου.
Όσο ήμουν έξω, δεν σκέφτηκα τον εφιάλτη ούτε για μια στιγμή. Ήταν σα να μην υπήρχε καν. Δε μου έλειπε, γιατί να μου λείπει; Άλλωστε είχαμε συμφωνήσει να μη με ενοχλήσει στην έξοδό μου. Το άξιζα να περάσω καλά. Και αυτό έκανα. Ήπια, μία αργά και μία κούπα, κάπνισα τσιγάρα στριμμένα από μένα και τσιγάρα στριμμένα από άλλους, γέλασα δυνατά και από μέσα μου, φρόντισα να δείξω όλα μου τα δόντια στις φωτογραφίες. Και κάπως έτσι, ξέχασα ότι εκείνος με περίμενε πίσω στο σπίτι.
Η μέρα άλλαξε, πριν ξεμεθύσω έστω λίγο, όταν ένιωσα τα άκαμπτα δάκτυλα του εφιάλτη γύρω από τον καρπό μου. Πάμε λίγο στην τουαλέτα, η φωνή του ήταν αλλιώτικη στα αυτιά μου, χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν έφταιγε το κρασί ή όχι.
Τι δουλειά έχεις εδώ, τον ρώτησα μετά το επιτακτικό από το αλκοόλ κατούρημα.
Μου υποσχέθηκες ότι θα περάσουμε την σημερινή μέρα μαζί, απάντησε απλά, φοβήθηκα ότι πρόλαβες ήδη να με ξεχάσεις, η φωνή του μετατράπηκε σε ψίθυρο. Βρήκες απάντηση στο ερώτημά μου; Πώς οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει;
Ένα κύμα θλίψης με κατέκλυσε με αυτή του την κουβέντα, ενώ η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε πίσω του και δύο φίλες μου μας κοίταξαν ερωτηματικά.
Αναστέναξα, αφήνοντας το σώμα μου να τριφτεί στον τοίχο, μέχρι να βρει αντίσταση στο πάτωμα.
Από εδώ ο εφιάλτης, τους σύστησα, και καθίσαμε όλοι στο πάτωμα, κι ας ήταν βρώμικο.
Συμβαίνει και στους άλλους ανθρώπους που χάνουν δικούς τους, να βλέπουν στο δρόμο άτομα που τους μοιάζουν και να νιώθουν ένα σφύξιμο στην καρδιά και το στομάχι τους να ανακατεύεται; Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Δε ξέρω για ποιο λόγο το είπα αυτό. Συγγνώμη. Δε ξέρω τι με έπιασε. Συγγνώμη. Τα κορίτσια με αγκάλιασαν ψιθυρίζοντας ενθαρρυντικά λόγια, κάτω από το συμπονετικό βλέμμα του εφιάλτη. Είναι που νυστάζω και το κρασί ήταν μπόμπα και είμαι κουρασμένη και δε μπορώ να ξεχάσω τον εφιάλτη. Και τα κορίτσια με αγκάλιασαν ξανά, πιο σφικτά, αφηγούμενες τους δικούς τους εφιάλτες, μέχρι που ο δικός μου εφιάλτης συρρίκνωσε την σορό του τόσο που άφησε μόνο την υγρασία του στον αέρα.
Τραβήχτηκα απαλά από τα χέρια των φίλων μου, σκουπίζοντας τα μάτια μου που γυάλιζαν εξίσου από τα δάκρυα και από το κρασί. Έμεινα λίγο ακόμα στην ίδια στάση ανασαίνοντας αργά, εισπνέοντας την υγρασία του εφιάλτη. Δεν ήταν τόσο ασφυκτική, όσο την πρώτη μέρα. Εξακολουθούσε να κάνει το δέρμα μου να κολλάει και το στομάχι μου να ανακατεύεται, αλλά δε μου τράβαγε τα μπατζάκια ούτε μου προκαλούσε ρίγος σε όλο το σώμα.
Ίσως αυτό έπρεπε να κάνω εξαρχής. Να τον αφήσω να έρθει κοντά μου, να καθίσουμε δίπλα δίπλα, να κλάψουμε λίγο, ακόμα κι αν εκείνος δεν είχε πρόσωπο, και να αποδεχτούμε ότι θα ζήσουμε για κάποιο καιρό με το ίδιο οξυγόνο. Το να τον αγνοώ, να του πετάω πράγματα και να τον κλειδώνω στο σπίτι, ήταν ανώφελο.
Πώς, λοιπόν, οι άνθρωποι αποδέχονται ότι δε θα ξαναδούν ποτέ αγαπημένο πρόσωπο που έχει πεθάνει; Στην αρχή αρνούνται να το πιστέψουν, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν αντέχει αυτή τη βεβαιότητα, ψάχνει απεγνωσμένα κάποια πιθανότητα. Μετά θυμώνουν, φωνάζουν, νιώθουν αδικημένοι και αποτραβιούνται σαν πληγωμένα ζώα. Ύστερα προσπαθούν να ζυγίσουν την κατάσταση, να διαπραγματευτούν τους όρους της νέας πραγματικότητας, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν μια οποιαδήποτε αίσθηση ελέγχου. Ώσπου καταρρέουν, κλαίνε, μετανιώνουν για όσα δεν έκαναν ή δεν είπαν και αφήνουν τις πληγές να αιμορραγήσουν ελεύθερα. Και κάπως έτσι, στο τέλος, μαθαίνουν σιγά σιγά να ζουν στην απουσία του αγαπημένου τους.
Και όσο με αφορά εμένα, δε ξέρω αν είμαι εκεί ακόμα, είναι πολύ νωρίς για να μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, ίσα που πρόλαβα να εισπνεύσω τα τελευταία απομεινάρια του εφιάλτη και να σηκωθώ από το πάτωμα άλλωστε.