«Γαλουχήθηκα σε μια οικογένεια, σε μια γειτονιά, σε μια πόλη, σε μια κοινωνία εχθρό του κάθε τι διαφορετικού. Ένα περιβάλλον που, ίσως και άθελά του ορισμένες φορές, συνθλίβει την ποικιλομορφία ενός ατόμου, καταρρίπτει αξίες, όπως η αγάπη και το ενδιαφέρον, και σίγουρα ενδυναμώνει το χάσμα ανάμεσα στους straight και τους gay. Πολλοί έχουν την εντύπωση πως θα τους κολλήσεις μια θανατηφόρα ασθένεια, έναν ιό τόσο ζοφερό που θα βλάψει τόσο τους ίδιους όσο και την αξιοπρέπειά τους. Γονείς που δε σε κοιτούν πια κατάματα, γείτονες που σε κουτσομπολεύουν με το χρίσμα του ρεπόρτερ, μια χώρα που μαστίζεται από σχόλια και αηδιαστικά βλέμματα κατά των «ανώμαλων».
Ίσως και να μη θες πλέον να καταδείξεις περήφανα τη φύση σου, ίσως να μη νιώθεις περήφανος για τις προτιμήσεις σου, ίσως να ντρέπεσαι για τις σεξουαλικές σου επιθυμίες. Η ομαλότητα της εποχής, όμως, προϋποθέτει μια αλλαγή στην επικρατούσα νοοτροπία, μια μάλλον επικράτηση της ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια μιας συννεφιασμένης και βροχερής ημέρας. Σίγουρα δεν μπορεί να ανακτήσει το συνεχώς προσβαλλόμενο ηθικό, τα υποτιμητικά σχόλια και τις ενδόμυχες σκέψεις αντιπαθητικών ανθρώπων, αλλά σίγουρα είναι μια αρχή, μια μακροπρόθεσμη υπόσχεση χιλιάδων ομοφυλόφιλων ανά τα χρόνια στους εαυτούς τους πως όλα κάποια μέρα θα βελτιωθούν.
Μπορεί να μην υστερούμε και να μη διαφέρουμε σε άλλους τομείς από τους straight, και εμείς δουλεύουμε, παίζουμε ποδόσφαιρο και φοράμε τζιν, αλλά κάποιοι μας κάνουν να αισθανόμαστε κατώτεροι χωρίς να είμαστε. Γιατί καλή η ελευθερία λόγου αλλά τι να μας πει αυτός που γουστάρει άντρες; Αυτός που βάφεται σαν γυναίκα και ορέγεται τα οπίσθια των φίλων του; Αυτές οι σκέψεις, όσο λανθασμένες και αν είναι, δεν πρόκειται ποτέ να εξαγνιστούν πλήρως, παρά τα pride, τα σύμφωνα και την ουσιαστική συμπαράσταση πολλών straight. Σαν μειονότητα δεν μπορείς να επαναπαύεσαι ποτέ, σαν μειονότητα δεν μπορείς να θεωρείς καταστάσεις ως δεδομένες και σταθερές. Το γεγονός, όμως, ότι όλο και περισσότεροι gay δε φοβούνται πλέον να αναδείξουν την πραγματική τους ταυτότητα δεν είναι απλά ένα μεγάλο βήμα, είναι ένα παντοδύναμο χτύπημα στο πρόσωπο κάθε φύσης ρατσισμού.»
«23 Δεκεμβρίου 2003. Οι γονείς μου, καταπιεσμένοι από ένα ζοφερό κλίμα δουλείας και μακρόχρονης σκλαβιάς, αποφασίζουν να δραπετεύσουν από τη μορφή κόλασης, στην οποία είχαν εγκλωβιστεί παρά τη θέλησή τους. Μαζεύουν λίγα πανιά, τα αντίστοιχα ρούχα του δυτικού πολιτισμού, κάποια χρήματα, εμένα. Δε χαιρετούν κανέναν, ο κίνδυνος ελλοχεύει σε κάθε κόκκο άμμου, σε κάθε παράγκα, σε κάθε πονηρό μυαλό και χέρι που κρατάει όπλο.
Καβάλα στην καρότσα ενός βρωμερού αγροτικού αυτοκινήτου, κρατώντας την ανάσα και προσέχοντας όποια λακκούβα και όποια ανωμαλία στο δρόμο, δεν έπρεπε να χαθεί χρόνος. Μετά από τρεις ώρες με μόνο σύμμαχο τη νύχτα και το σκοτάδι της, φτάσαμε σε παραθαλάσσια περιοχή, τώρα το σκοτάδι θα γινόταν εχθρός. Μας στοιβάζουν σε ένα σαπιοκάραβο, μαζί με άλλους κακομοίρηδες, που πάλευαν να ξεφύγουν από τύψεις και βάσανα. Βρομούσε, από το κατάστρωμα ως το αμπάρι, βρομούσε. Γρήγορα συνήθιζες, όμως, στην ευωδία του χώρου, καθώς εσύ, οι γονείς σου και οι υπόλοιποι σαν και εσάς, αποπέμπεται μια χειρότερη μυρωδιά. Για αυτό φεύγουμε. Για να καθαρίσουμε το παρελθόν με το αφρόλουτρο ενός καλύτερου μέλλοντος.
Λίγες μέρες μετά, μας πέταξαν σε μια ακτή. Ήταν ακόμα βράδυ, όπως και τόσες στιγμές στο πλοίο, όπου δεν αντικρίσαμε καθόλου τις ακτίνες του ήλιου. Μας πέταξαν, λοιπόν, ίσως να ψιθύρισαν και μια προσευχή και ο καθένας πήρε το δρόμο του. Δε ξέραμε που θα πάμε, δε ξέραμε τι να περιμένουμε, αλλά πόσο χειρότερα να είναι τα πράγματα εδώ; Εδώ δεν έχει φύλακες που σε μαστιγώνουν, μάνες που χάνουν παιδιά και που κλαίνε όλη μέρα, νερό που έχει τη γεύση ακαθαρσίας και σκουπιδιών. Εδώ θα είμαστε όλοι ίσοι, ο μπαμπάς θα βρει μια δουλειά και εγώ θα βοηθάω τη μαμά στο σπίτι.
23 Δεκεμβρίου 2017. Μετά από μια δεκαετία και κάτι ψιλά, η ζωή μας δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα. Αλλά όσο έχουμε κάπου να μένουμε, δεν παραπονιόμαστε. Ο μπαμπάς αναγκάζεται και περπατάει από πλατεία σε πλατεία για να πουλήσει διάφορα αντικείμενα, αν και κανείς δε θέλει να αγοράσει, η μαμά μου, όταν νομίζει πως δεν την αντικρίζω, κλαίει. Εγώ σπουδάζω όμως, παλεύω για ένα μέλλον διαφορετικό των παιδικών μου χρόνων, παλεύω να έχω τη δική μου φωνή, προϊόν της ισοτιμίας και της πανδαισίας που κατακλύζει ένα δημοκρατικό πυρήνα. Θα παλέψω για να έχω και αύριο κάπου να μείνω, πάλεψε και εσύ μαζί μου, σαν να είμαστε ένα. Τι και αν είμαι μαύρος, τι και αν είσαι λευκός; Όλοι γεννηθήκαμε από μάνα, όλοι θα πεθάνουμε. Ας μην το επισπεύσουμε.»