Σε μια Θεσσαλονίκη του 2014, σε μια καθαρά «φοιτητούπολη» έζησα και πάλι τα δεύτερα φοιτητικά μου χρόνια και τα πρώτα για κάποιους άλλους. Γνώρισα πολλά καινούργια άτομα και το κινητό μου γέμισε νέες επαφές. Ήρθε λοιπόν η ώρα που μια από αυτές τις επαφές με κάλεσε. Από την άλλη πλευρά της γραμμής με προσκαλούσαν σε μια μάζωξη σε ένα σπίτι μιας κοπέλας από το τμήμα μου στην πλατεία Αριστοτέλους. Δεν το περίμενα πως λίγο καιρό μετά αυτές οι μαζώξεις θα γινόταν βάλσαμο στην καθημερινότητα μας.
Ετοιμάζομαι και βγαίνω από την πολυκατοικία μου, προχωρώ σκεπτόμενη αν θα πάρω αστικό ή αν θα πάω με τα πόδια, τρεις στάσεις με το λεωφορείο και επιλέγω να περπατήσω σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης. Η νέα μου φίλη έμενε εκεί. Ως συνήθως φτάνω πρώτη αλλά ψάχνω το κουδούνι και δε βρίσκω κάτι, την παίρνω να μου ανοίξει, ώρες μου εξηγούσε πως το κουδούνι ήταν ένα μικρό ξεχωριστό άσπρο αλλά δεν την πίστευα. Αργότερα το κουδούνι έγινε ένα «μεταξύ μας» αστείο γιατί της το έκλεψαν, και ήταν όντως ένα μικρό άσπρο, ξέχωρο από τα άλλα κουδούνια, όπως και εκείνο το μικρό ξεχωριστό για εμάς, σπίτι στην Αριστοτέλους.
Λίγα τετραγωνικά μπορούν να χωρέσουν πολλά γέλια, έτσι κι αυτό το σπίτι χώρεσε τα δικά μας. Μπαίνοντας στο σπίτι στον καθένα θα έκανε εντύπωση μια στοίβα από άδεια μπουκάλια που κοσμούσαν τη δεξιά πλευρά, άδεια γιατί το καθένα είχε τη δική του ιστορία σε αυτό το μέρος. Στα αριστερά, μια μικρή κουζίνα με την είσοδο προς το μπάνιο. Προχωρώντας υπήρχε μια γυάλινη καμάρα που σε πήγαινε στην ουσία στο μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού που απλά υπήρχε ένα κρεβάτι, ένας καναπές και ένα τραπεζάκι. Και το μόνο κακό με μόνο ένα τασάκι σε έναν χώρο που οι πιο πολλοί ήταν καπνιστές. Ακόμα έχω στο μυαλό μου το βουνό από τις γόπες. Τα ποτήρια πάντα πλαστικά κλασσικό σε ένα φοιτητόσπιτο. Οι κανόνες απλοί, όλοι βάζαμε χρήματα για τα ποτά και τα συνοδευτικά. Η προτίμηση μας συνήθως κόκκινο κρασί γιατί καταναλωνόταν εύκολα διότι κάποιες φόρες μετά ακολουθούσε έξοδος.
Στην αρχή ήμουν λίγο προκατειλημμένη, γιατί είχα ήδη ζήσει τα φοιτητικά χρόνια της ηλικίας 18-22 και ήμουν σε άλλη φάση της ζωής με δουλειά και λογαριασμούς, ενώ τα περισσότερα παιδιά βίωναν τα πρώτα, με άλλη διάθεση και αντοχή στο ποτό και τα ξενύχτια. Αλλά σύντομα με παρέσυραν και έμενα. Και αυτό το σπίτι έγινε ένα κέντρο διερχομένων με πολύ γέλιο.
Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην Αριστοτέλους, απέκτησε και παρατσούκλι, όλο το απόγευμα μαζί στη σχολή και μετά όλο το βράδυ εκεί. Η Πέπε ήταν ανοιχτή σε όλους και πολύ φιλόξενη. Στη σχολή άρχισε να ακούγεται κάθε μέρα «μάζωξη στης Πέπε». Και το μόνο παράπονο που είχε από μένα ήταν ο τρόπος που κάθε φόρα έμπαινα στο σπίτι της, μέχρι και στοιχήματα έβαζαν πως θα έμπαινα πάλι με μούτρα, πότε δε χαμογελούσα. Κάποιοι ήταν περαστικοί στις μαζώξεις κάποιοι έγιναν μόνιμοι, εγώ ήμουν από τους μόνιμους. Τότε ξεπετάχτηκε κι ένα παρατσούκλι για την παρέα, «οι πετούγιες» κι εκτός από την Πέπε αποκτήσαμε όλοι μαζί αυτήν την ονομασία.
Πολλά ξενύχτια, πολύ αλκοόλ, τόσο που πια το ράφι δε χωρούσε άλλα μπουκάλια κι αρχίσαμε να τα βγάζουμε στο μπαλκόνι. Αγαπημένη συνήθεια φυσικά το κουτσομπολιό όπως σε όλες τις παρέες, ώρες ατέλειωτες σχολιάζαμε ό,τι μπορούσαμε, με πετυχημένες ατάκες που έχουν αφήσει ιστορία στο μυαλό μας. Διαφορετικοί χαρακτήρες έδεσαν με περίεργο τρόπο σε εκείνο το μικρό σπίτι στην Αριστοτέλους. Σιγά-σιγά γεννήθηκε μια όμορφη φιλία που παραμένει ως και σήμερα.
Πολλές αναμνήσεις, μία δε είναι καταγεγραμμένη σε βίντεο, μια φίλη μου, σε παιχνίδι παντομίμας είχε καβαλήσει μια σκούπα για να παραστήσει την μάγισσα στους συμπαίχτες της. Και πολλά ακόμα παιχνίδια, ποτού, θάρρος ή αλήθειας, αναπτήρα με ερωτικό περιεχόμενο, στο οποίο ως η μεγαλύτερη είχα πάρει τον αναπτήρα στην ερώτηση για την πιο έμπειρη στον σεξουαλικό τομέα. Έρωτες, τηλεφωνικές πλάκες και πάρα πολλές φωνές, χωρίς ποτέ μια παρατήρηση.
Εκείνος ο χώρος φιλοξένησε την φιλία μας, αν και τώρα σε διαφορετικά μονοπάτια ο καθένας, αυτήν η φιλία παραμένει αναλλοίωτη γιατί την ενώνει ένας σημαντικός παράγοντας του γέλιου, όταν βρισκόμαστε είναι όπως τότε. Μέσα από τον καπνό των τσιγάρων, ξεχώριζε το γέλιο, τα πειράγματα, οι μπηχτές.
Τα μπουκάλια παραμένουν στην ίδια θέση αλλά πολλοί από εμάς απομακρυνθήκαμε από τη Θεσσαλονίκη, αυτά τα μπουκάλια όμως είναι μέσα στην καρδιά μου μαζί με τους πετούγιες μου, που στο τέλος μείναμε λίγοι αλλά καλοί.
Υ.Γ. Αφιερωμένο στις πετούγιες μου, που ανεχθήκανε την τρέλα και τα νεύρα μου.