Ώσπου ξημέρωσε μια μέρα διαφορετική από τις υπόλοιπες. Μια μέρα που στιγμάτισε για πάντα την στραγγισμένη ζωή της μεμψίμοιρης μπάμπουσκα. Μια μέρα που για πρώτη φορά το πείσμα της ταυτίστηκε με την διαίσθηση της και την αποφασιστικότητα της συνάμα. Ημέρα της αποκάλυψης.
Το σούρουπο λοιπόν εκείνης της μέρας, πέραν της ήδη τεταμένης ατμόσφαιρας που επικρατούσε, σκιαγραφόταν στο πρόσωπο της μπάμπουσκα μια αποφασιστικότητα, μια θέληση. Σαν να ούρλιαζε το ένστικτο της ένα βροντερό «τώρα».
«Τώρα είναι η στιγμή», σιγοψιθύριζε δειλά η μπάμπουσκα.
Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της και ξεκίνησε να υφαίνει το παράπονο της, αυτό που ήξερε τον τελευταίο καιρό να κάνει, μα τώρα πια πιο έντονα, πιο διαφορετικά από άλλοτε, πιο πιεστικά, μπας και σαγηνεύσει το ενδιαφέρον του σκίουρου. Είχε το σκοπό της. Εκείνος είχε ήδη απηυδήσει ολοσχερώς. Πόσο παραπάνω να άντεχε ο δόλιος. Ωστόσο ως επιστήθιος φίλος της δεν βάσταγε άλλο να την βλέπει να ταλαιπωρείται! Είχε σταματήσει να ασχολείται μαζί της γιατί η ιδία τον είχε διχάσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Την ηρεμία της και την ψυχραιμία της είχε διαδεχτεί καιρό τώρα η γκρίνια, το κλαψούρισμα, η στεναχώρια, η ακαμψία. Μια θολούρα στα συναισθήματα της. Όλα αυτά λες και λειτουργούσαν σαν άμυνα απέναντι σε όλα εκείνα που της συνέβαιναν μέσα της σωματικά μα και ψυχολογικά κυρίως. Μπορεί να μην γνώριζε να τα εκφράσει με λόγια, αγνοώντας την ταυτότητα τους, παρ´ όλα αυτά μπορούσε να αντιληφθεί τα προειδοποιητικά μηνύματα που τελευταία λάμβανε αρκετά συχνά.
Με αγανακτισμένη λοιπόν φωνή ο σκίουρος της είπε δίνοντάς της ύστερα από αρκετό καιρό σημασία,
«Τι θέλεις πια; τι είναι αυτό που σε βασανίζει και βασανίζεις και εσύ εμένα μπάμπουσκα;»
«Θέλω να με βοηθήσεις και αν το κάνεις αυτό για μένα θα πάψω να κλαψουρίζω και θα σε ευγνωμονώ φίλε μου για το υπόλοιπο της ζωής μου», απάντησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή που αχνοφαίνονταν ήδη κάποιοι μικροί λυγμοί
«Και τι θέλεις να κάνω για να ηρεμήσεις, πες μου και θα το κάνω» αποκρίθηκε με μια ζεστασιά στην φωνούλα του ο μικρός χνουδωτός της φίλος.
«Θέλω..», συνέχισε εκείνη, «θέλω φίλε μου να με βοηθήσεις, να ξεκλειδωθώ, να ελευθερωθώ, να μάθω τι μου συμβαίνει ενώ βλέπω να αλλάζουν όλα γύρω μου και μέσα μου» και η χροιά της φωνής της έσφυζε από λαχτάρα σε συγχορδία με τους χτύπους της καρδιάς της που έπαιζαν σε ξέφρενο, ξεσηκωτικό σκοπό.
«Ωραία» είπε εκείνος, «Το βρήκα! ‘Ασε το πάνω μου μικρή μου μπάμπουσκα» και αρπάζει ένα σάλτο, οικείο της φύσης του, με τέτοια ορμή που την αναποδογυρίζει με μιας κατρακυλώντας την στο ξύλινο πάτωμα. Ήταν τέτοιο το σκιουρίσιο σάλτο που έκοψε την ανάσα της και τράνταξε το καμπυλωτό της σώμα. Τα έχουν χάσει και οι δυο τώρα. Από την μπάμπουσκα ξεπετάγονται άλλες εφτά μικρές πανέμορφες δεσποινίδες ενώ ο σκίουρος παραμένει σιωπηλός μα σαστισμένος, παρακολουθώντας την μια να ξεπηδάει από την άλλη. Κάθε μια διαιρούνταν σε μια μικρότερη, πιο νεαρής ηλικίας ώσπου κατέληξε σε ένα μωρό. Όλες τους κατάξανθες, φορώντας την χορική παραδοσιακή τους φορεσιά και όλες τους ξεπρόβαλαν με χαμόγελο λες και καλωσόριζαν την μπάμπουσκα, η οποία και ευθυνόταν για τον ερχομό τους.
Εκείνη η μέρα στιγμάτισε την ζωή της μπάμπουσκα και μαζί και του τριχωτού της φίλου. Άλλαξε για πάντα την κοσμοθεωρία της και απέκτησε πια την σοφία μέσα από αυτή της την εμπειρία. Έλαμψε για πρώτη της φορά. Ξεφούσκωσε το σώμα της μα ακόμη περισσότερο ξεφούσκωσε και το μυαλό της που τόσο καιρό κουβαλούσε διαιρεμένα διάσπαρτα ψήγματα διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών που πάλευαν μεταξύ τους για το ποια θα επικρατήσει δεδομένου πως του έλειπε ο συνδετικός κρίκος της αποδοχής και της αναγνώρισης. Ανακάλυψε ευκρινώς εκείνη μα και όλους τους διαφορετικούς κρυμμένους εαυτούς της που μάταια έψαχναν καταφύγιο στο νου της αποπροσανατολίζοντας την ίδια σε κάθε ευκαιρία.
Ο συμβολισμός της μπάμπουσκα ή αλλιώς ματριόσκα, που σημαίνει γιαγιά στα ρώσικα, είναι διαχρονικός και γεμάτος διδάγματα. Η μπάμπουσκα αποτελείται από άλλες εφτά, στην σειρά ξύλινες μπάμπουσκες με διαστάσεις που μειώνονται διαδοχικά και που κάθε μια περικλείει στο εσωτερικό της την άλλη, καταλήγοντας στο τέλος σε ένα μωρό από ενιαίο κομμάτι ξύλου. Συμβολίζει λοιπόν την γονιμότητα, την αλληλουχία των γενεών, αλλά και την εξέλιξη του ανθρώπου από τα σπάργανα ως τα γηρατειά. Η μπάμπουσκα παρουσιάζεται συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. Εμπεριέχει την έννοια της αναγέννησης , γεννά το νέο, το επόμενο, την αλλαγή.
Αναγνώρισε, η μπάμπουσκα και μαζί της και εγώ ξυπνώντας βίαια και απότομα από τον θελκτικό κόσμο του υποσυνειδήτου, πως όλες οι εκφάνσεις των συμπεριφορών της, του χαρακτήρα της ήταν κομμάτια δικά της που στο σύνολό τους συνέθεταν με ομοιομορφία και συνοχή εκείνη. Κατόπιν αγκάλιασε τα πολλά διαφορετικά της πρόσωπα και κούρνιασε στην αποδοχή τους που μέχρι πρότινος τρόμαζε άμα τη εμφανίσει τους.
Δεν την φόβιζαν οι αλλαγές στον χαρακτήρα της πια και σταμάτησε να ασκεί την δύναμη της αντίστασης παράγοντας αντίδραση.Έμαθε και έμαθε και σε μένα πως κάθε στιγμή που απαιτεί την δική της διαχείριση, εκείνη στέκεται έτοιμη, ευπροσάρμοστη και δεκτική απέναντι στο αλλαγή, στο νέο. Όλοι φέρουμε πλευρές του εαυτού μας που αρνούμαστε να δούμε. Άλλες μισούμε και προσπαθούμε να αποβάλλουμε. Άλλες δεν ξέρουμε καν ότι έχουμε γιατί πολύ απλά δεν μας γνωρίζουμε, δεν μας έχουμε συστήσει με τον εαυτό μας. Μολονότι τον φέρουμε μαζί μας από την στιγμή της γέννησης μας, κάποιες φορές τον σέρνουμε αποφεύγοντας και αμελώντας να τον ανακαλύψουμε. Έτσι η εικόνα του χαρακτήρα μας αποτυπώνεται με ένα ερωτηματικό, με μια θολούρα σαν αυτή της μπάμπουσκα.
Θίγει ακόμη, το σύνδρομο του παλιμπαιδισμού στο οποίο όλοι νιώθουμε την ανάγκη έντονα πολλές φορές να καταφεύγουμε. Η ώριμη πια δεσποινίς μπάμπουσκα που μέσα της καταλήγει μωρό, μου και μας θυμίζει πως όσο μεγαλώνουμε, με την εικόνα μας παράλληλα να κάνει οτι μπορεί για να το μαρτυρήσει, τόσο ο εσωτερικός μας κόσμος στρέφεται στα γεννοφάσκια μας και μαθαίνει ξανά να μπουσουλάει και κάπως έτσι διατηρείται με αρμονία η ισορροπία της ανθρώπινης ύπαρξης. Καθίσταται δύσκολο αυτού του είδους η εξίσωση μα αξίζει τον κόπο.
Μην ξεχνάμε πόσες φορές οι φόβοι μας, οι «ως είθισται» συμπεριφορές μας, οι στερεοτυπικές αντιλήψεις και όλα αυτά που οικοδομήσαμε άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα φέρνουν σε αμηχανία την ελεύθερη, ανεξάρτητη, μεγαλειώδης ανθρωπινή φύση μας. Οφείλουμε να πασχίζουμε να ξανά κερδίσουμε την αθωότητα του παιδεμένου μας νου, με μια αισιόδοξη, γεμάτο λαχτάρα για καινούρια διδάγματα, ψυχοσύνθεση και προπάντων με μπόλικη αμνησία στις αναποδιές που φέρνουν σκοτούρες.
Εμπιστεύτηκε το ένστικτό της και επικράτησε το πείσμα της διψασμένης για ζωή μπάμπουσκα που μόνο γκρινιάρα εν τέλει δεν αποδείχθηκε. Μας διδάσκει την επιμονή, την υπομονή και μια παρατεταμένη συνέπεια που χρειάζεται συν τοις άλλοις, αυτό το ταξίδι μέσα στο οποίο ανακαλύπτουμε εμάς. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα. Είναι πολλά και αυτά τα πολλά συνθέτουν το ένα. Είμαστε ρόλοι και συμπεριφορές πολλές, διαφορετικές. Ο χαρακτήρας μας ντύνει το νου μας επιστρατεύοντας το ευρύ φάσμα όλων των ηλικιακών ομάδων.
Δεν πρέπει να μας αναστατώνει ούτε ένας ανήσυχος έφηβος νους, ούτε ένας ευγενικός και ευπρεπής μεσήλικας νους μα ούτε και ένας άδολος, άφιλτρος, έμπειρος, υπερήλικας νους που μοσχοβολάει ειλικρίνεια. Μαθαίνουμε να μας αγαπάμε γνωρίζοντας μας και ανακαλύπτοντας μας βήμα – βήμα, αποφεύγοντας να κοιταχτούμε στον καθρέφτη για να μας αγαπήσουμε γιατί ο καθρέφτης φτιάχνει είδωλα και τα είδωλα συγκαταλέγονται στις απομιμήσεις.