Στάθηκα μπροστά από τη ντουλάπα και διάλεξα τα ρούχα που θα φορούσα. Μου πήρε μόλις 5 λεπτά, μια απλή ρουτίνα… Δε σκέφτηκα αν θα είμαι καλοντυμένη. Δε με ενδιέφερε πλέον να σου αρέσω. Οι ώρες που περνούσα μπροστά από δεκάδες ρούχα προσπαθώντας να βρω αυτό που θα σου άρεσε περισσότερο, πέρασαν και δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής.
Έχασες το δικαίωμα να λαχταρώ να σε δω, τότε… Εκείνο το πρωί που μου ζήτησες να τα αφήσουμε όλα πίσω, γιατί βαρέθηκες τη ρουτίνα μας. Έκλαψα, το ξέρεις; Λύγησα και έπιασα πάτο. Εγώ την αγαπούσα τη ρουτίνα μας διάολε! Την αγαπούσα πολύ… σ’ αγαπούσα πολύ. Δεν έχει νόημα πλέον… Όχι για εμένα. Έκλαψα, λύγισα, έγινα κομμάτια, τώρα όμως είμαι μπροστά από τον καθρέφτη μου και χαμογελάω. Όχι γιατί κάποιος άλλος με έκανε χαρούμενη, μα γιατί έχω βρει και πάλι τον εαυτό μου. Μεγάλο πράγμα αυτό, να το θυμάσαι.
Παίρνω τα κλειδιά μου και κλείνω δυνατά την πόρτα πίσω μου, ξαφνικά και απότομα, έτσι όπως άφησες και εσύ εμένα εκείνο το μουντό πρωινό. Κατευθύνομαι στο στέκι μας. Το παγκάκι που άλλοτε ήταν «δικό μας», είναι απέναντί μου και με κοιτά. Δεν κατάλαβα γιατί μου είπες να βρεθούμε. Δεν ξέρω τι σε κάνει να πιστεύεις στην επιστροφή μου. « Έχεις μεγάλο θράσος που νομίζεις πως θα γυρίσω», σκέφτομαι και γελώ πικρά. Πριν λίγο καιρό θα έδινα και τη ζωή μου για ένα μήνυμά σου και χτες που είδα το όνομά σου στην οθόνη του κινητού μου απλά αδιαφόρησα. «Άλλη μια ευκαιρία, αύριο στο παγκάκι μας», έγραφε. Πάντα απόλυτος και πάντα με αυτοπεποίθηση. Ήρθα… όχι όμως γι’ αυτό που φαντάζεσαι. Ήρθα για το δω τον λόγο της επιστροφής σου. Ήθελες να επιβεβαιώσεις πως είμαι ακόμη κομμάτια και να παίξεις μαζί μου, ή γιατί ειλικρινά μετάνιωσες;
Οι σκέψεις αυτές φέρνουν στο μυαλό μου το τραγούδι του Ρόκκου, «Θύμισέ μου» και συγκεκριμένα ένα στίχο «Με σκότωσες μια φορά, δε σε φοβάμαι πια». Ακριβώς έτσι νιώθω. Είμαι έτοιμη να σε αντιμετωπίσω. Λαχταράω να σε δω να δίνεις για μια ακόμη φορά υποσχέσεις αγάπης της οποίες ήδη μια φορά μάτωσες. Είναι σκληρό το ξέρω, όμως μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε μειώσω, ούτε να καγχάσω όταν μου πεις πως ήταν λάθος σου να φύγεις. Απλά δε σκοπεύω να γυρίσω πίσω. Όχι γιατί δε σου αξίζει δεύτερη ευκαιρία. Όχι γι’ αυτό, σ’ όλους αξίζει… Απλά γιατί δε μου αξίζει δεύτερη φορά να πονέσω. Δεύτερη φορά να γίνω κομμάτια και να παρακαλάω για ένα βλέμμα σου. Όχι, αυτό σίγουρα δε μου αξίζει.
Σε βλέπω να πλησιάζεις ενώ με καρφώνεις με το βλέμμα σου. Φοράς σκούρο τζιν και μια λευκή μπλούζα. Όπως τότε, στο πρώτο μας ραντεβού… Είμαι σίγουρη πως το έκανες για να μου θυμίσεις εκείνες τις μέρες. Ομολογώ πως πέτυχες τρίποντο, είναι όντως γλυκό, μα όχι αρκετό. Πλησιάζεις κι’ άλλο και συνεχίζεις να με κοιτάς έντονα. Υπάρχει ακόμη ηλεκτρισμός, το νιώθω… Απλά όχι από αυτούς που κάνουν τα φώτα γύρω μας να ανάβουν, όχι… Είναι από τους άλλους. Αυτούς τους καταστροφικούς, που βάζουν σε όλα γύρω τους φωτιά. Αυτούς που μέσα σ’ ένα λεπτό σε κάνουν κομμάτια.
Μου χαμογελάς, έχεις αμηχανία. Πρέπει να στο κάνω πιο εύκολο, δεν το κάνω. Θα έπρεπε, αλλά δε μου βγαίνει. «Κάτσε», λέω αυταρχικά και απολαμβάνω την ξαφνιασμένη μορφή που παίρνει το πρόσωπό σου. Λυπάμαι που σε τρόμαξα, μα σήμερα θα παίξουμε με τους δικούς μου κανόνες…