
Ο φούρναρης πήρε το μάθημα του. Εσύ; Ας αναγνωρίσουμε το βαθύτερο νόημα του παρακάτω παραμυθιού που θα αφηγηθώ και ας δημιουργούμε τις αφορμές καθημερινά προκειμένου να το χρησιμοποιούμε στην ζωή μας. (Εμπνευσμένο από το humansoul.gr)
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας φούρναρης σε ένα καταπράσινο χτιστόπετρο και με λιγοστούς κατοίκους χωριό. Σε ένα χωριό που δεν είχε να του λείψει τίποτα, θαρρείς και είχε δημιουργήσει τον παράδεισο εκεί ο Θεός. Είχε από όλα. Τον φούρνο του, την εκκλησία του, το παντοπωλείο, το σχολείο, όλα αυτά που μπορούν να συμβάλουν σε μια αυτάρκη και ισορροπημένη ζωή.
Εκεί λοιπόν ζούσε και ένας φούρναρης. Είχε τον δικό του φούρνο και κάθε πρωί προσέφερε μοσχομυρωδάτο φρέσκο, ζεστό ψωμί στους συγχωριανούς του. Συνήθιζαν οι λοιποί χωρικοί να τον αποκαλούν καλλιτέχνη, αφού έκανε τα πιο νόστιμα μα και όμορφα, καλοσχηματισμένα, μοσχομυρωδάτα ψωμιά. Είχε μεγάλη λατρεία μα και πολύ μεράκι στην δουλειά του. Κοιμόταν λιγοστές ώρες. Ήταν εργατικός, μα είχε όμως ένα κακό. Ήταν τσιγκούνης. Έτρεφε τόση τσιγκουνιά που συνέχεια αναζητούσε αφορμές για να γκρινιάζει. Γκρίνιαζε και παραπονιόταν ολημερίς και ολονυχτίς στην γυναίκα του γιατί ξημεροβραδιαζόταν στις εκκλησίες και σκόρπαγε τα χρήματα του σε εράνους και σε αγαθοεργίες. Έδινε η καημένη οτι μπορούσε σε φτωχούς. Αγαπούσε να δίνει. Πάντα μουρμουρούσε στον άντρα της: «Να δίνουμε να δίνουμε άντρα μου και ας μην έχουμε περίσσευμα». Του ιδίου όμως του κακοφαινόταν τόσο πολύ που η μίρλα του είχε γίνει αφόρητη.
Μια ζεστή ηλιόλουστη μέρα την ώρα που ο φούρναρης έβγαζε την πρώτη του φουρνιά με τα μοσχομυρωδάτα ψωμιά κοντοζύγωσε την πόρτα του φούρνου ένας φτωχός και τον ρώτησε.
-Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου;
-Ναι δικά μου είναι. Γιατί ρωτάς; Αποκρίθηκε ο φούρναρης με ένα περίσσιο γόητρο και με στεντόρεια φωνή θαρρείς και απήγγειλε ποίημα στο σχολείο,
-Να σκεφτόμουν…. αν θα μπορούσες… να μου δώσεις ένα, δειλά ξεστόμισε ο φτωχός
-Βρε φύγε από εδώ! Είχαμε την όρεξη σου! Απάντησε με οργή ο φούρναρης
– Αφεντικό έχω μέρες να φάω και πεινάω, αποκρίθηκε ο φτωχός
-Να πας να δουλέψεις, είπε με στόμφο και κοφτά ο φούρναρης
-Αφεντικόοο! αναφώνησε εκλιπαρώντας ο φτωχός
Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο φτωχός και ο φούρναρης του πετάει με τα βίας ένα ψωμί στα πόδια του. Έσκυψε ο φτωχός και το μάζεψε με τόση λαχτάρα σαν να έβλεπε χρήματα πεταμένα στο δρόμο. Βρίσκει μια γωνιά και ο καταβροχθίζει στο λεπτό. Ο φούρναρης από το περιστατικό αυτό και μετά ήταν νευριασμένος. Αναθεμάτιζε τον δύστυχο φτωχό που του στοίχισε το μεροκάματο του.
-Ας τολμήσει να ξανάρθει, έλεγε και ξανά έλεγε ο φούρναρης με περιπαικτικό ύφος.
Την ίδια νύχτα λοιπόν, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος και απευθυνόμενος στην γυναίκα του την πρόσταξε,
-Γυναίκα, φέρε μου μια φανέλα να αλλάξω και έλα να σου πω, τι έπαθα
-Γυναίκα πέθανα λέει, άκου, μα άκου τι έπαθα ο άμοιρος, πέθανα λέει και μαζεύτηκαν γύρω μου άγγελοι και διάβολοι. Τσακώνονταν για το ποιος θα πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Ο ζυγός λέει βάρυνε και βάρυνε και οι άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή ένας Άγγελος φωνάζει αλαφιασμένος
-Το ψωμί , το ψωμί πρόσθεσε, είπε ο Άγγελος
-Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο φτωχό, συνέχισε, βάλτο στον άλλον ζυγό
Τότε οι διάβολοι επαναστάτησαν και απάντησαν,
-Μα το ψωμί δεν το έδωσε. Το πέταξε στα πόδια του με αποδοκιμασία, οπότε δεν μετράται.
-Ο πεινασμένος όμως δάμασε την πείνα του και έδωσε την ευχή του, απάντησαν οι Άγγελοι.
Και που λες γυναίκα μου, αυτό το ψωμί στάθηκε η αιτία και έγειρε την ζυγαριά και σώθηκα.
-Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς του είπε η γυναίκα του. Όταν δίνεις πλουτίζεις, δεν φτωχαίνεις!
-Ναι γυναίκα αυτό θα κάνω από εδώ και στο εξής. Αχ! και να ξανά έρθει εκείνος ο φτωχός!
Πλούτος λοιπόν δεν είναι να έχεις, μα να δίνεις!