Άσε τα παιδιά, να είναι παιδιά. Ναι, τα παιδιά! Αυτά με τα γυαλιστερά μάτια, με τα μυαλουδάκια που ρουφούν κάθε πληροφορία σαν σφουγγάρια, με τα τόσο δα μικρά χεράκια που χωρούν μέσα τους κόσμους ολόκληρους. Παιδιά… με τη λαχτάρα να μεγαλώσουν. Κι εμείς που μεγαλώσαμε και είδαμε πως δεν έχει και τόσο πλάκα να είσαι μεγάλος τελικά, τα αφήνουμε να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους. Ακόμα και οι φράσεις που χρησιμοποιούμε όπως «φάε το φαγητό σου να μεγαλώσεις», «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις» τους δημιουργούμε μια λαχτάρα για κάτι που ούτως ή άλλως θα συμβεί ξεχνώντας να ζήσουν αυτές τις πολύτιμες στιγμές τους.
Εμείς οι μεγάλοι, με την υποτιθέμενη σοφία που βαραίνει τις πλάτες μας, όχι μόνο ξεχνάμε να περάσουμε μαζί τους χρόνο κουρασμένοι από την καθημερινότητα και την αγωνία της εξασφάλισης του μέλλοντος τους, αλλά ξεχνάμε πως υπήρξαμε κι εμείς κάποτε παιδιά. Τότε που θέλαμε να παίξουμε να τρέξουμε, να χορέψουμε να γελάσουμε με κάθε αφορμή. Να πιάσουμε την κάθε στιγμή αγκαλιά να χορέψουμε μαζί της στροβιλίζοντας δεξιά-αριστερά και πέφτοντας κάτω να γρατζουνίσουμε –κατά λάθος– το μικρό μας γονατάκι, καταλήγοντας να κουρνιάσουμε στην αγκαλιά των γονιών, νιώθοντας ασφάλεια και παρηγοριά.
Αντ΄ αυτού όμως, εμείς, εκπροσωπώντας το ρόλο του γονιού, γεμίζουμε τα παιδιά με τόσα πρέπει παραγκωνίζοντας τα θέλω τους, φοβούμενοι μήπως σπάσει η προστατευτική γυάλα που τους φτιάξαμε, πρόωρα και βρεθούν αντιμέτωπα με τη σκληρότητα του κόσμου, χωρίς τα κατάλληλα εφόδια. Δε γίνεται σκόπιμα αλλά από υπερβολική αγάπη. Όμως κάποια στιγμή, πρέπει να δούμε κατάματα την αλήθεια. Τους μεταφέρουμε το μήνυμα του καταναγκαστικού έργου ή της τιμωρίας κάθε φορά που θέλουμε να τους μάθουμε απλά καθημερινά πράγματα όπως το να στρώσουν το κρεβάτι, να πλύνουν τα δόντια, να πάνε για ύπνο κ.ο.κ.
Αλλά και στο ρόλο του εκπαιδευτικού δεν τα πάμε καλύτερα. Ανεβαίνουμε στην έδρα ξεκινώντας ατελείωτους μονολόγους που βαριούνται ακόμα και οι μεγάλοι. Φοβόμαστε να ξεφύγουμε και να τα αφουγκραστούμε από το φόβο μήπως κάνουμε κάτι λάθος. Γιατί όταν σε κοιτούν και σε βομβαρδίζουν με ερωτήσεις πρέπει να προσέχεις μην κατά λάθος περάσεις λάθος μήνυμα. Μην πληγώσεις άθελά σου την ψυχούλα τους. Το χειρότερο; Tους γεμίζουμε άπειρες εργασίες στις «διακοπές» μην και παρεκκλίνουν από τη γνώση. Τους μεταφέρουμε το «πρέπει να το διαβάσεις» κι όχι το «αγάπησε τη γνώση».
Ίσως όπως προαναφέρθηκε να φταίει ο φόβος της μεγάλης ευθύνης απέναντί τους , η αγωνία ή ακόμα και τα δικά μας απωθημένα που ξεχνάμε ότι τα παιδιά οφείλουν να είναι παιδιά. Να το ζήσουν. Κι αν κάνουν λάθος να είμαστε εκεί δίπλα να τους δείξουμε ότι όλα διορθώνονται. Να τους δώσουμε δύναμη να ξεκινήσουν από την αρχή απορρίπτοντας την πεποίθηση ότι «χάλασε ο κόσμος». Να γεφυρώσουμε το χάσμα μέσα από παιχνίδια, υπομονή και κατανόηση. Να φροντίζουμε να χαρούν την ηλικία τους σωστά κι όχι αυτή να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα από τις «εξωσχολικές δραστηριότητες». Να είναι πρωταρχικό μας μέλημα. Να φροντίσουμε το μέλλον τους χωρίς αυτό να στοιχειώνει το παρόν. Να έχουν ελεύθερο χρόνο για τα ίδια και τους φίλους τους. Ελεύθερο χρόνο με τους γονείς τους. Ένας ελεύθερος χρόνος πραγματικά ελεύθερος κι όχι εν δυνάμει γεμάτος. Γιατί στην τελική τα παιδιά είναι απλά παιδιά κι όχι μελλοντικοί ενήλικες.
«[…]εγώ ο δικός σου αντίλαλος, πως θα γίνω σχεδιάζεις, μα απ’ τη μύτη θα σου βγει. Πού το πάω εγώ, τι ζητάς εσύ, αν δεις σωστά την απόσταση, δε θα έχεις στο τσεπάκι έτοιμη τη συνταγή»
Στίχοι: Ισαάκ Σούσης
Μουσική: Angelo Branduardi
Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας & Παιδική χορωδία Σπύρου Λάμπρου