
Φύγαμε βίαια από την εποχή του «φτιάξτο» και διασχίζουμε μια άγονη περίοδο που χαρακτηρίζεται από την προσταγή «πέταξε το». Συγκεκριμένα, «πέταξε το, θα πάρουμε άλλο». Ουκ ολίγες φορές όλοι μας έχουμε ξεστομίσει αυτή την φράση. Τόσο αβίαστα, με χαρακτηριστική ευκολία, ελαφρά τη καρδία. Είτε αφορά ρούχο, είτε αφορά πράγμα, είτε αφορά πρόσωπα, είτε συναίσθημα, είτε αξία. Η προσέγγισή μας; Πέταξε το θα πάρουμε άλλο, θα βρούμε άλλο. Τρέφοντας την πεποίθηση με μια σιγουριά πως θα βρούμε άλλο. Με μια σιγουριά πως θα είναι καλύτερο.
Κάποτε χαλούσε το τηλεκοντρόλ και το χτυπούσαμε για να φτιάξει, αλλάζαμε μπαταριές, το ξεβιδώναμε, «παίζαμε» τους μάστορες. Προσπαθούσαμε. Δεν λειτουργούσε το αμπαζούρ; Είχαμε το χρόνο και την διάθεση να το εξερευνήσουμε, να το μαστορέψουμε, να το επιδιορθώσουμε. Δεν είχαμε γνώσεις. Είχαμε όμως διάθεση, πρόθεση και σεβασμό. Βάζαμε ζωή στα πράγματα, στα συναισθήματα, στην ίδια την ζωή. Δίναμε αξία σε καθετί γύρω μας που μας εξυπηρετούσε, που μας διευκόλυνε, που μας ικανοποιούσε. Λυπόμασταν να πετάξουμε κάτι. Να χαραμίσουμε κάτι, να ξοδέψουμε κάτι, να το ξεφορτωθούμε. Μαζεύαμε. Κρατούσαμε πράγματα ακόμη και αν ήταν χαλασμένα, μη λειτουργικά, μήπως τυχόν στο μέλλον μας χρειαστούν. Κάπου μας χρησιμεύσουν. Θέλεις το κατοχικό σύνδρομο που υπερθεμάτιζε την χρησιμότητα του οτιδήποτε, υπαγορεύοντας μας να το αποθηκεύσουμε υπό την απειλή της ανέχειας και μιας γενικότερης τότε δυσχέρειας; Θέλεις τα πενιχρά οικονομικά των πολύπαθων νοικοκυριών που είχαν βιώσει καταστάσεις που δοκιμάζονταν στην εξαθλίωση ψυχολογική, οικονομική, κοινωνική, σωματική; Είχαμε μάθει, όπως και να έχει, να περιμένουμε, να αντέχουμε, να μεριμνούμε, να φτιάχνουμε, να επιδιορθώνουμε, να νοιαζόμαστε, να σεβόμαστε, να εκτιμούμε, να χαρίζουμε δεύτερες και τρίτες ζωές σε πράγματα, ευκαιρίες, αισθήματα, ανθρώπους.
Τώρα; Τώρα σέρνουμε τις ελαφριές, φουσκωμένες από αέρα ζωές μας χωρίς καθοδήγηση χωρίς κατεύθυνση, όπου μας πάει ο άνεμος, η μόδα, η τάση, η εποχή, η κοινωνία. Τώρα δεν έχουμε χρόνο για να φτιάχνουμε, να προσπαθούμε, να μαθαίνουμε, να διορθώνουμε, να σκεφτόμαστε. Τώρα απλά πετάμε. Πετάμε την σκούφια μας, πετάμε τα πράγματα μας, πετάμε τον χρόνο μας, πετάμε συναισθήματα, πετάμε ανθρώπους. Η αιτία πια δεν είναι η φθορά, μα η πλήξη, η συνήθεια. Πετάς γιατι βαρέθηκες. Πετάς γιατί το/τον συνήθισες. Έχεις ταυτίσει την αλλαγή, με ανανέωση, με καινούρια ξεκινήματα και αυτό το πάντρεμα επιφυλάσσει κινδύνους. Πετάς επιπόλαια γιατί έτσι επιβάλει η εποχή σε συνδυασμό με έναν ανεξέλεγκτο τεχνολογικό οργασμό που συναινεί. Επιβραβεύει σε σημείο όχι μόνο να επιταχύνει αυτήν την αντικατάσταση, αυτήν την απόσυρση, την αλλαγή, το πέταγμα, μα φτάνει να δημιουργεί ανάγκες υποδεέστερες, ψεύτικες, πλαστικές που στην πραγματικότητα καλύπτουν υλιστικές επιθυμίες με τις ευλογίες μιας αδηφάγο κτητικότητας.
Γίναμε εύθραυστοι, ανυπόμονοι, επιπόλαιοι, βιαστικοί, ανικανοποίητοι και ιδιαίτερα εύθικτοι σε μια εποχή που μας παραγγέλνει σκληρούς, ανθεκτικούς, ασυμβίβαστους, ακέραιους. Ανεπανόρθωτες ζημιές του εγκλεισμού και μιας επιβεβλημένης κοινωνικής απομόνωσης ως αποτύπωμα της πρόσφατης πανδημίας ή μήπως αλλεπάλληλες προκλήσεις της εποχής. Εποχή που περιγράφεται ευκρινώς ως εικονική πραγματικότητα. Στερούμαστε συνεπώς μια retro αισθητική που σκιαγραφούσε αυθεντικούς χαρακτήρες με μια σπάνια ποιότητα. Χάθηκε η πρόνοια, η συμπόνοια, η αλληλεγγύη, η ευγνωμοσύνη.
Μυηθήκαμε σε τάσεις που αναδεικνύουν το γρήγορο, το επιτυχημένο, το εύκολο, το ακριβό. Γρατσουνίστηκε το δερμάτινο πορτοφόλι μας; «Πέταξε το θα πάρουμε άλλο». Ξεχειλώθηκε το brand πουλόβερ μας; «Πέταξε το, θα αγοράσουμε καινούριο». Τρύπησε η φινετσάτη κάλτσα μας; «Πέταξε την θα πάρουμε καινούρια». Σταμάτησε να μας ικανοποιεί ένας σύντροφος; Ας τον αδειάσουμε από την αυτάρκη, απαιτητική ζωή μας από την οποία σίγουρα περισσεύει. Θα ταιριάξουμε με κάποιον άλλον, σαφώς καλύτερο. Δεν αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά μας, αδιαφορούμε; Να πως φτάνουμε στο σημείο να τρώμε οτι νιώθουμε, να καταπιέζουμε οτι αισθανόμαστε, να κανακεύουμε τις ενοχές μας. Έχουμε την τέλεια λύση για κάθε πρόβλημα αγνοώντας το, πετώντας το, σνομπάροντας το, μεταφέροντας το. Κοινώς, λύνουμε το πρόβλημα γεννώντας πρόβλημα!
Μεταμορφώσαμε τους εαυτούς μας σε ρομπότ. Άβουλα, ρυθμισμένα, μηχανικά ρομπότ που μας αρέσει να ζούμε στο φαστ φόργουορντ. Είναι εμφανές πως από μια φράση όπως «πέταξε το, θα πάρουμε άλλο» απουσιάζει παντελώς η δεύτερη ματιά της ψυχραιμίας, της υπομονής, της εκτίμησης, της λογικής. Οι ξέφρενοι ρυθμοί μιας αλαφιασμένης κοινωνίας που έρχονται σε σύγκρουση με μια χαρακτηριστική εσωτερική ραθυμία που αναδεικνύεται ως τρόπος διαχείρισης και συμπεριφοράς συντελεί ολωσδιόλου στην υιοθέτηση μιας προσέγγισης με σύνθημα: «πέταξε το»!