Ήταν κάποτε σε ένα μακρινό χωριό μια γενιά ανθρώπων που τους είχαν πει πως όσο πιο πολλά πτυχία μαζέψουν, τόσες περισσότερες πιθανότητες είχαν να τους παίρνουν στα σοβαρά οι υπόλοιποι του χωριού. Η νέα γενιά μαγεύτηκε από αυτή την πληροφορία και έβαλαν σαν στόχο ζωής να μαζέψουν περισσότερα πτυχία από τους υπόλοιπους. Καθώς, λοιπόν, κατάφερναν να πάρουν το ένα πτυχίο μετά το άλλο, δημιουργήθηκε το εξής πρόβλημα. Οι λεγόμενες θείτσες του χωριού, οι οποίες δεν ήταν ευχαριστημένες με την έκβαση του αποτελέσματος καθώς δεν είχαν τι να σχολιάσουν, ξεκίνησαν να παρατηρούν την νέα αυτή γενιά με τα πολλά πτυχία. Αυτό που ανακάλυψαν τις άφησε άφωνες. Η νέα γενιά δεν είχε ξανά δουλέψει. Πολλοί από αυτούς είχαν αναλωθεί τόσο πολύ στο διάβασμα και στην απόκτηση πτυχίων που δεν τους πέρασε-και δεν τους έφτανε ο χρόνος- να δώσουν σημασία σε αυτή την μικρή λεπτομέρεια.
Οι θείτσες δεν έχασαν χρόνο. Με το που συνειδητοποίησαν ότι η νέα γενιά έχει υποπέσει σε αυτό το λάθος, ενημέρωσαν τους αρχηγούς του χωριού. Οι αρχηγοί ακούγοντας αυτό το παράδοξο, αποφάσισαν να αυξήσουν τον ανταγωνισμό. Βγήκε λοιπόν νέος νόμος, με βάση τον οποίο εάν δεν έχεις μαζέψει το λιγότερο πέντε πτυχία και προϋπηρεσία ως τα 25 σου, τότε θεωρείσαι άχρηστος και η ντροπή του χωριού.Μάλιστα, για να αποδείξουν πόσο σοβαρά μιλάνε, έφτιαξαν μια τεράστια σκάλα. Όταν έφτανες στην κορυφή της σκάλας, συναντούσες ένα βάθρο. Φυσικά όσοι έφταναν στην κορυφή δεν διατηρούσαν για πολύ τον τίτλο. Ο ανταγωνισμός ήταν τόσο μεγάλος που κάθε μέρα όλο και κάποιος θα έπαιρνε ένα πτυχίο. Πολλά μεγάλα και μικρά μαγαζιά του χωριού είχαν δημιουργήσει τα δικά τους πτυχία. Πλέον μπορούσες να πάρεις πτυχίο σχεδόν από παντού.
Δουλειά δεν έβρισκες εύκολα, αλλά από πτυχία άλλο τίποτε. Από ένα σημείο και μετά πολλοί τα έκαναν συλλογή. Δεν ήξεραν γιατί το έκαναν αυτό άλλα έτσι τους είχαν μάθει.
Εκτός από τις θείτσες υπήρχε και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων στο χωριό. Οι λεγόμενοι υπεράνω. Αυτοί είχαν τα καλύτερα πτυχία. Η συλλογή τους αποτελούνταν από τα πιο δύσκολα και αξιόλογα -όπως υποστήριζαν οι γονείς τους και η κοινωνία- πτυχία που υπήρχαν. Έτσι δημιουργήθηκε ένας ακόμα νόμος, άγραφος αυτή την φορά αλλά νόμος. Όσοι είχαν αυτά τα ειδικά πτυχία ήταν ανώτερης κλάσης κάτοικοι και κανείς δεν είχε δικαίωμα να τους πηγαίνει κόντρα. Ωστόσο, αυτό δημιούργησε μία έχθρα ανάμεσα σε αυτούς και στα άτομα με πτυχία κατώτερης κλίμακας. Ορισμένοι με πτυχία ανώτερης κλίμακας δεν είχαν κάποιο πρόβλημα με τους κατώτερους. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και εκείνοι που τους κορόιδευαν χωρίς να ξέρουν τι διαπραγματευόταν οι σχολές τους.
Ο καιρός περνούσε και όλο και πιο πολλές επιχειρήσεις στο χωριό δημιουργούσαν η κάθε μια την δική της πιστοποίηση. Στο τέλος δεν ήσουν κάτοικος αν δεν είχες 1 πτυχίο ζαμπονοκοπτικής και 2 μεταπτυχιακά με εξιδίκευση πάνω στο Πόσα ήδη μαχαιριών υπάρχουν και πως να ανοίξετε ένα φύλλο κρούστας. Επιπλέον έπρεπε να έχεις ήδη 2 πτυχία ξένων γλωσσών ( αγγλικά, μανδαρινικά ) και να ήσουν στην τρίτη ξένη γλώσσα, την αραμαϊκή. Τα πτυχία δεν τελείωναν εδώ. Έπρεπε να γνωρίζεις την σημασία της τηλεμεταφοράς και να είσαι πιστοποιημένος μανάβης, κρεοπώλης και βοθρατζής. Πολλά παιδιά απέκτησαν κατάθλιψη και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πόσα είχαν πετύχει. Υπήρχε όμως ένα που είχε την ικανότητα να δει πέρα από τους υπόλοιπους. Αυτό το παιδί δεν είχε τόσα πτυχία αλλά κάποια στιγμή στην ζωή του κατάλαβε τι είναι αυτό που του αρέσει να κάνει ως επάγγελμα.
Αποφάσισε, λοιπόν, να κυνηγάει μόνο τα πτυχία που τον ευχαριστούν ή μπορούν να του προσφέρουν τα κατάλληλα εφόδια για να γίνει αυτό που ονειρευόταν. Δεν είχε ούτε ζήλο ούτε φθόνο για τις επιτυχίες των άλλων. Κάποια στιγμή κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο του και να γίνει ακονιστής. Μια μέρα πετυχαίνει στο δρόμο έναν άλλο ακονιστή, πολύ μεγάλο σε ηλικία. Καθώς πιάσανε ψιλό κουβέντα ο νέος του εξήγησε τι πτυχία χρειάστηκε για να τα καταφέρει. Όταν ήρθε η σειρά του γέρου να πει την δική του ιστορία, του είπε ότι ”στην δική μου γενιά παιδί μου τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν ήθελε κόπο αλλά τρόπο. Έτσι έδωσα ένα τενεκέ λάδι στον υπεύθυνο τον ακονιστών και τα κατάφερα.