Ξεκίνησα να γράφω, αλλά ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να σας μιλήσω μόνο για το Genius. Νομίζω πως έχω να σας πω και κάτι για εμένα. Τι μία, τι δύο ιδιοφυΐες άλλωστε… Μηηη, γυρίστε πίσω, σοβαρεύομαι! Μας έφτιαξα και τσάι, κι είμαι έτοιμη να κουβεντιάσω και την ταινία που άργησα να δω (μήπως σας ξέφυγε κι εσάς, δεν ξέρεις ποτέ) αλλά και το πρόβλημά μου.
Ακούστε λοιπόν τι μου συμβαίνει. Αλλάζουν πάντα τα συναισθήματά μου καθώς οι ώρες από την προβολή μιας ταινίας περνούν. Κάποτε είναι έντονα στην αρχή, θολωμένα, λίγο tipsy. Σαν να έχουν πιάσει δύο καρέκλες στο bar, μία για την στρουμπουλή τους ύπαρξη και μία για την τσάντα τους, κι όταν έρχεται η λογική μου να καθήσει, καταλήγει να πίνει μπύρες όρθια προσπαθώντας να χωθεί στη συζήτηση. Είναι τότε που δυσκολεύομαι να είμαι αντικειμενική. Μπορεί να φταίει κανένας ηθοποιός αγαπημένος ή TomCruise (είναι επίθετο, δηλώνει το αντίθετο του αγαπημένος), ένα δυνατό soundtrack, η προσμονή για ένα sequel που καθυστέρησε, ο καφές που ήπια αργά το απόγευμα και στις έντεκα το βράδυ νομίζω ότι θα φύγω απ’ το σινεμά και θα πάω για ατελείωτο clubbing. Άλλες φορές πάλι, παρακολουθώ με μυαλό καθαρό, χωρίς αδυναμίες σε cast και σκηνοθέτες, ιστορίες και χαρακτήρες. Τότε κρίνω όσα είδα με βλέμμα κρύσταλλο, ζυγίζοντας ευλαβικά ό,τι χρειάζεται. Εκφέρω άποψη με το κεφάλι ψηλά, περήφανη που έκανα τη δουλειά μου σωστά, ως ενήλικας σινεφίλ με κριτική σκέψη και μια δόση έντεχνου σνομπισμού. Χαμογελάω μέχρι τ’ αυτιά από μέσα μου, αλλά η χαρά σπάνια κρατάει. Ξυπνάω λίγες μέρες αργότερα, και να σου μια αίσθηση απροσδόκητη, μια ανάμνηση παραπάνω απ’ όσες μου είχα επιτρέψει, μια επίδραση της ταινίας στην καρδιά και στη σκέψη μου. Με λίγα λόγια, πάει το χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, για να μην υπερβάλω λέγοντας ότι μου πέφτουν και τα αυτιά, σαν εκείνα τα κουνελάκια που μοιάζουν μονίμως κατσουφιασμένα. Την έχω πατήσει άπειρες φορές, σας λέω. Γι’ αυτό, έμαθα να περιμένω.
Έτσι και με το Genius, του Michael Grandage. Το είδα πριν αρκετές μέρες, μέρες που ήταν σημαντικό να περάσουν για να συμμαζέψω τις εντυπώσεις μου και να μπορώ να τις μοιραστώ. Η ταινία ανοίγει ένα παράθυρο στη ζωή του Max Perkins (Colin Firth), επιμελητή εκδόσεων ο οποίος ανέδειξε, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μερικά από τα μεγαλύτερα ταλέντα της αμερικανικής λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων ο F. Scott Fitzgerald, ο Ernest Hemingway, και ο Thomas (Tom) Wolfe, o Genius, δηλαδή, του τίτλου. Στην συνεργασία και τη φιλική σχέση του Perkins με τον τελευταίο επικεντρώνεται το έργο, καθώς και σε όσα τελικά τους χώρισαν.
O Wolfe (Jude Law) φτάνει στο γραφείο του Perkins, στον εκδοτικό οίκο Scribner’s της Νέας Υόρκης, έτοιμος να δεχτεί ακόμη μία απόρριψη, αλλά και γεμάτος θαυμασμό για τον άνθρωπο που αναγνώρισε την αξία του Fitzgerald (Guy Pearce) και του Hemingway (Dominic West) και προώθησε τις δουλειές τους επειδή ήξερε πως « ο κόσμος χρειάζεται ποιητές ». Αυτό που δεν περίμενε ήταν ότι ο Perkins βρήκε την ίδια ποίηση και στα δικά του γραπτά, στις αυτοβιογραφικές σελίδες που άκουγαν στο όνομα O Lost και ως τότε τριγυρνούσαν χαμένες και απογοητευμένες από εκδότη σε εκδότη. Λίγο καιρό αργότερα και ελαφρύτερο κατά 90.000 λέξεις, το πρώτο βιβλίο του Tom Wolfe φιγούραρε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων με τίτλο Look homeward, angel σημειώνοντας γρήγορα εμπορική επιτυχία. Συγγραφέας και εκδότης είχαν ήδη δεθεί, ενώ η φιλία τους δυνάμωσε, ίσως με λίγες νότες δημιουργικής εξάρτησης, στα δύο επόμενα χρόνια. Τόσο χρειάστηκε, ώστε το νέο δημιούργημα του Wolfe, Of time and the river, να είναι έτοιμο για κυκλοφορία. Βλέπετε, το writer‘s block ήταν μια έννοια άγνωστη σ‘ εκείνον και έτσι ο Perkins πέρασε υπεράριθμες μέρες και νύχτες, καθώς και το κατώφλι της υπομονής του, πασχίζοντας να συγκρατήσει τον νεαρό συγγραφέα, που έμοιαζε να παράγει προτάσεις με λιγότερη προσπάθεια από αυτή που έκανε για να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Δεν τον πείραζε όμως. Παντρεμένος, με πέντε κόρες, βρήκε στον Tom έναν φίλο, έναν γιο, ένα διαμάντι να επεξεργαστεί και μια επιπλέον επιβεβαίωση ότι έκανε τη δουλειά του σωστά.
Όλα αυτά εκφράστηκαν όμορφα στο πρόσωπο του Colin Firth, που πάντα τα καταφέρνει, χωρίς να κάνει θόρυβο, κομψά και περίτεχνα. Ο Jude Law από την άλλη έκανε λίγη φασαρία, με έντονες κινήσεις και ξεσπάσματα για τα οποία, ωστόσο, δε μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς, μιας και ήταν κομμάτι του χαρακτήρα του. Σύμφωνα μάλιστα με όσα έχει γράψει ο Wolfe, ήταν πιο έντονο στην πραγματικότητα απ’ όσο η ταινία άφησε να φανεί. Δεν εντυπωσιάστηκα, αλλά αν κάτι μου άρεσε ιδιαίτερα στην υποκριτική του Law, είναι ότι πέτυχε αυτή την συνεχή αμφιβολία στο βλέμμα ενός συγγραφέα, την ανάγκη να ακούσει τις λέξεις του με τη δική του φωνή, μα από το στόμα κάποιου άλλου. Το ίδιο εκφραστικά χειρίστηκε και τις στιγμές ενθουσιασμού κι εκείνης της αθώας αλαζονείας, όταν όλες οι κριτικές τοποθετούσαν τον Wolfe δίπλα στους πιο πετυχημένους συναδέλφους του. Βέβαια, οι κριτικές ανέφεραν και ότι χρωστούσε πολλάαα στον Perkins, μάλλον περισσότερα απ’όσα θα ήθελε και, κάπως έτσι, η συνεργασία των δύο ανδρών έφτασε στο τέλος της.
Δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρουσα σας φαίνεται η ιστορία, ούτε αν έχετε διαβάσει Wolfe. Εγώ πάντως θα διαβάσω τώρα. Ούτε που μπήκα στον κόπο να τελειώσω πρώτα ένα βιβλίο, ώστε να μπορώ να γεμίσω το κείμενο αναφορές και να σας κάνω την έξυπνη. Είμαι είμαι, ανυπόμονη και τεμπέλα, όπως τα λέτε! Αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που θέλω να σας πω είναι αυτό που δεν μπορούσα να προσδιορίσω στην αρχή, πριν να περάσουν οι σημαντικές μέρες, ο χρόνος για τον οποίο μιλήσαμε. Είναι ο λόγος που το Genius άξιζε αυτό το άρθρο. Ήταν λιτό και αξιοπρεπές, δε σου φώναζε ότι αφορούσε μια προσωπικότητα που έπρεπε πάση θυσία να προσέξεις, όπως κάνουν αμέτρητες μεγάλες παραγωγές που βασίζονται σε βιογραφίες και σχεδόν μας προξενεύουν τον πρωταγωνιστικό τους χαρακτήρα. Έτσι κι αλλιώς, οι προσωπικότητες εδώ ήταν δύο. Πρώτος ο Perkins που, μεταξύ μας, αν του χρωστάω τον Great Gatsby, τον ευγνωμονώ και χωρίς να γίνει ταινία. Δεύτερος ο Wolfe που τρύπωσε στο μυαλό μου με τον πιο σωστό τρόπο, μέσα από τα μάτια των άλλων χαρακτήρων. Είναι μεγάλη παγίδα, στη ζωή, να κρίνεις ανθρώπους από την άποψη που σχημάτισαν τρίτοι γι’ αυτούς, αλλά στο σινεμά, καμιά φορά, είναι ό,τι πιο όμορφο. Για έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε να σου συστηθεί μόνο με τις λέξεις του, είναι μεγάλη αδικία να μην μπορείς να τις διαβάσεις. Tο έκαναν όμως εκείνοι και εμπιστευτικά, πάνω στο φιλμ, (DCP, έστω) σου αποκαλύπτουν τι ένιωσαν και σε προκαλούν να τις διαβάσεις κι εσύ, για να μάθεις το μυστικό τους.
Ακόμη κι αν δε μου αρέσει ο Wolfe τελικά, αν τον βρω βαρετό, στενόμυαλο ή δεν τον συμπαθήσω, θα έχω ικανοποιήσει την περιέργειά μου. Δύο -τουλάχιστον- σημαντικά πράγματα προσφέρει ο κινηματογράφος. Ψυχαγωγία, εκείνη τη στιγμή, και περιέργεια, συχνά ετεροχρονισμένα. Γι’ αυτό περιμένω, μετά από κάθε προβολή. Να καταλαγιάσουν όλα τα ασήμαντα, να μάθω αν είμαι περίεργη για κάτι που δεν γνώριζα πριν.