Το νέο indie δημιούργημα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Macon Blair μοιάζει να νιώθει τόσο άβολα στη σύγχρονη πραγματικότητα, όσο η πρωταγωνίστριά του νιώθει στην ιστορία κι όσο το ίδιο δηλώνει ξεκάθαρα με τον τίτλο του. Να υπογραμμίσουμε εδώ το παράδοξο του γεγονότος, μια και οι αναφορές στα καλώς και κακώς κείμενα αυτής ακριβώς της πραγματικότητας είναι άφθονες στην ταινία.
Αυτά τα λίγα αρκούν περί ταυτότητας μιας απόπειρας που μόνο θετικά σχόλια απέσπασε από κριτικούς, μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Sundance τον φετινό Ιανουάριο και στην πλατφόρμα του Netflix ένα μήνα αργότερα. Το «I don’t feel at home in this world anymore», από την Film Science («Certain Women») και την ΧΥΖ Films («The Invitation») είναι μια γκαφατζίδικη (εκούσια και ακούσια) μαύρη κωμωδία, μια αμήχανη καταγραφή της ενοχλητικής έλλειψης ηθικών αξιών στην μοντέρνα κοινωνία, ένα μισομαγειρεμένο θρίλερ που δεν έφτασε ποτέ τα γευστικά στάνταρτ που φιλοδοξούσε να αγγίξει, αλλά είχε προοπτικές να εντυπωσιάσει με λίγο ακόμα ψήσιμο.
Λιγότερο αφηρημένα, πρόκειται για ένα σύντομο τμήμα της ζωής της Ruth (Melanie Lynskey), ψιλοκαταθλιπτικής νοσοκόμας που καταπίνει σιωπηλή τις παραξενιές της καθημερινότητας μέχρι που το ποτήρι ξεχειλίζει. Γυρνώντας από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, βρίσκει το καθιστικό της άνω-κάτω ενώ λείπουν το λάπτοπ της, τα ασημικά της γιαγιάς και δυο-τρία κουτάκια χάπια. Με πρώτο χτύπημα την αντιμετώπιση του θέματος από την αστυνομία που ουσιαστικά εκφράζεται με ένα άτυπο «Ας πρόσεχες!», μια σειρά γεγονότων θυμίζει στην Ruth τους λόγους που ο κόσμος γύρω της την απογοητεύει και την πνίγει.
Απογοητεύσεις που συνεχίζονται και εκδηλώνονται ακόμη πιο απροκάλυπτα όταν η ίδια παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, εξασφαλίζοντας τη βοήθεια του εκκεντρικού, ευέξαπτου γείτονά της, Tony (Elijah Wood). Το κυνήγι των διαρρηκτών ξεκινάει και γρήγορα παίρνει μια απρόσμενη τροπή, ενώ γίνεται ολοένα και πιο υπερβολικό, θυμίζοντας Tarantino και Shane Black, εγκλωβισμένους σε άβολη οικογενειακή γιορτή αμερικανικών προαστίων σε ταινία των ’90s. Στον ρόλο των κακών, ο Christian (ίσως η πιο τρομακτική φάτσα ήταν όντως αυτή του Devon Graye στον ρόλο του) και οι πρώην-κρατούμενοι φίλοι του, θυμίζουν τη φαμίλια του «Captain Fantastic» αν ξαφνικά το είχε γυρίσει στο ερασιτεχνικό έγκλημα.
Υπάρχει ένα μικρό κενό ανάμεσα στην ταπεινή μας άποψη και στις βαθμολογίες πολλαπλών αστέρων που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο κι αυτό γιατί το «I don’t feel at home…» έχει πολυάριθμα ψεγάδια. Πάσχει σεναριακά, κυρίως όσον αφορά την κωμωδία της υπόθεσης, βγάζοντας γέλιο βεβιασμένο και ανεπαρκές ακόμη και για τους βέρους λάτρεις του σκοτεινού χιούμορ, ή μάλλον, ειδικά γι’αυτούς. Η πλοκή είναι μάλλον πρόχειρη και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί τόσο, άλλωστε «Kiss Kiss Bang Bang» δε γίνεσαι εύκολα, το ξέρουμε όλοι.
Ξεπερνώντας αυτά τα χαρακτηριστικά, που ο Macon Blair στοιχηματίζουμε ότι θα βελτιώσει στο επόμενο project του, φτάνουμε στην παραδοχή ότι η ταινία προβάλλει μια γενναία αλληλεπίδραση καρτουνίστικων χαρακτήρων σ’ έναν συμβολικό γιν-γιανγκ. Ο ιδεαλισμός απορρίπτεται, εφαρμόζεται, αμφισβητείται, σκοτώνεται και ανασταίνεται με έναν κύκλο κυνισμού, ματαιοδοξίας, μοραλισμού και σχεδόν θρησκευτικής απόδοσης δικαιοσύνης. Όσο για τους καρτουνίστικους χαρακτήρες ο όρος εδώ δεν είναι καθόλου μειωτικός, μάλλον περιγραφικός, αφού σ’ ένα παράλληλο σύμπαν (ή μήπως σ’αυτό;) η ταινία θα μπορούσε να γίνει ένα εξαιρετικό animation για ενήλικες. Ίσως εκεί η ιδέα του Blair να εφαρμοζόταν καλύτερα, με μερικά από τα λάθη της να συγχωρούνται ευκολότερα λόγω του είδους και τα δυνατά σημεία της ενισχυμένα από το χρώμα και την παράλογη λογική των κινουμένων σχεδίων.