Η γλώσσα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της ιστορίας μιας χώρας. Στον ελληνικό κινηματογράφο αποτυπώθηκαν οι διάφορες κοινωνικές ανακατατάξεις και μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών, μέσα από τα ήθη, τα έθιμα, τη συμπεριφορά των χαρακτήρων, αλλά και από την ίδια τη γλώσσα.
Η ελληνική γλώσσα στις πρώτες ομιλούσες ταινίες
Το 1932 παίζεται στους κινηματογράφους η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία, «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», της εταιρίας «Ολύμπια Φιλμ» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τσακίρη. Ο συγχρονισμός του ήχου και της εικόνας έγινε στη Γαλλία και την Αμερική. Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Δημήτρη Κορομηλά. Πρόκειται για μια βουκολική ταινία και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η δημοτική με αρκετά στοιχεία ντοπιολαλιών της ελληνικής υπαίθρου. Χαρακτηριστικό είναι το λεξικό πρόθημα κύριων και προσηγορικών ονομάτων «κυρ», αλλά και η χρήση ανδρωνυμικών, όπως «Γιάνναινα» και «Στάθαινα».

Το 1938, η Σοφία Βέμπο πραγματοποίησε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Την ταινία σκηνοθέτησε ο Τόγκο Μιζράχι, ένα δράμα, εξελισσόμενο στην ελληνική επαρχία. Αν και η ταινία είναι πάρα πολύ παλιά, εντυπωσιάζει με το σύγχρονο κι άμεσο λόγο της και τη χρήση καθημερινών λέξεων, χωρίς ίχνος καθαρεύουσας ή θεατρικού λόγου.

Το 1939 ο Φιλοποίμην Φίνος ιδρύει μαζί με τους συνεταίρους τους τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Αυτή την περίοδο ο Φίνος γυρίζει την πρώτη του ταινία σαν παραγωγός αλλά και σκηνοθέτης, «Το τραγούδι του χωρισμού» σε σενάριο Δημήτρη Μπόγρη, με πρωταγωνιστή το Λάμπρο Κωνσταντάρα. Σε αυτήν την ταινία, αν και χρησιμοποιείται η δημοτική γλώσσα, υπάρχουν κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας και ο λόγος είναι περισσότερο θεατρικός, παρά κινηματογραφικός.

Το 1943 ο Δημήτρης Ιωαννόπουλος γυρίζει την πρώτη ταινία της «Φίνος Φιλμς», τη «Φωνή της καρδιάς». Στην ταινία έπαιζαν σπουδαίοι ηθοποιοί του θεάτρου όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Δημήτρης Χορν, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Ελένη Χαλκούση και ο Στέλιος Βόκοβιτς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εκφορά του λόγου να είναι πιο βραδεία και καθόλου φυσική, κυρίως από τον Αιμίλιο Βεάκη, με τη φωνή, όμως, του Τζαβαλά Καρούσου. Η καθαρεύουσα διατηρείται μόνο στο ρόλο του δασκάλου μαθηματικών, ενώ ακούγονται λέξεις της τότε καθομιλουμένης, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, όπως «οκάς».

Ο σπουδαίος συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού Αττίκ, κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, πραγματοποίησε τη μοναδική κινηματογραφική εμφάνισή του το 1944, στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, «Χειροκροτήματα». Αν εξαιρέσει κανείς τα τραγούδια, σε όλη την υπόλοιπη ταινία ο λόγος είναι φυσικός με πολύ λίγα στοιχεία καθαρεύουσας, κυρίως όταν μιλάει ο Αττίκ.

Το 1945 στους κινηματογράφους προβάλλεται η ταινία του Ορέστη Λάσκου «Ραγισμένες Καρδιές» σε σενάριο Νίκου Τσιφόρου. Το φιλοθεάμον κοινό έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με τη γλώσσα του Νίκου Τσιφόρου. Η αμεσότητα, η συχνή χρήση υποκοριστικών, όπως «πατερούλη» και «σπιτάκι», και επιφωνημάτων και οι κοφτές προτάσεις, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ταινίας.

Η Έλλη Λαμπέτη εμφανίζεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, το 1946, στην ταινία του Βίωνα Παπαμιχάλη «Αδούλωτοι Σκλάβοι». Η ιστορία εκτυλίσσεται παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Αθήνα. Η ταινία έχει πολλά στοιχεία θεατρικού λόγου, όπως οι κοφτές προτάσεις και οι παύσεις. Επίσης, ακούγεται η φράση «στους ορισμούς σας», μετάφραση του αγγλικού «at your command», κατάλοιπο ξένων φράσεων από τον πόλεμο.

Η σημαντικότερη, ίσως, ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’40 είναι «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Ο Αλέκος Σακελλάριος σκηνοθέτησε κι έγραψε το σενάριο το 1948. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο δείγμα κινηματογραφικής ηθογραφίας, αφού έχουμε πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και των εθίμων των Ελλήνων μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Σε αυτήν την ταινία ακούγονται για πρώτη φορά επιφωνήματα και λέξεις της καθημερινότητας, όπως «μωρέ», «ρε», «ρημαδότοπο», «βουτύρατα». Ο μόνος που ομιλεί την καθαρεύουσα είναι ο Βαγγέλης Πρωτόπαππας, γεγονός που δείχνει πως εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμη κάποιοι που προτιμούσαν αυτήν τη γλώσσα, αντί της δημοτικής, όπως συνέβαινε με τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής.

Το 1949 ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου γυρίζει την πρώτη του ταινία με τίτλο «Ο Κόκκινος Βράχος» (ή «Φωτεινή Σάντρη»), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ο «Κόκκινος Βράχος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που ο Ξενόπουλος έγραψε στη δημοτική και κυκλοφόρησε το 1905. Ως εκ τούτου, η γλώσσα της ταινίας είναι η δημοτική, χωρίς όμως πολλές λέξεις κι εκφράσεις της καθομιλουμένης.

Τουρκικά γλωσσικά κατάλοιπα στον Ελληνικό Κινηματογράφο
Καθημερινά χρησιμοποιούμε πολλές δεκάδες λέξεις οι οποίες είναι τουρκικές και έχουν παρεισφρήσει στη γλώσσα μας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή τους και πολλές φορές την αντίστοιχη ελληνική έννοια.
Σε αρκετές ελληνικές ταινίες της περιόδου 1960-70, συναντάμε τέτοιες λέξεις. Για παράδειγμα, στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, η οποία προβλήθηκε το 1955, ακούγονται γνώριμες σήμερα λέξεις, όπως «ζόρι», «κέφι», «μαγαζί», «σαματάς», «φιρί φιρί», «φουκαράς» και «χαβάς».

«Ο Ηλίας του 16ου», που προβλήθηκε το 1959, περιείχε λίγες αλλά ιδιαίτερα σπάνιες τουρκικές λέξεις και πιο συγκεκριμένα, «ζεμπερέκι» (μηχανισμός για το άνοιγμα της πόρτας), «μπούγιουρουν» (περάστε) και «ρούπι» (ένα όγδοο του πήχη).

Ο Αλέκος Σακελλάριος το 1960 γυρίζει μια από τις γνωστότερες κωμωδίες του, «Τα Κίτρινα Γάντια». Η ταινία έχει αρκετό ενδιαφέρον, επειδή χρησιμοποιούνται πολλές τουρκικές λέξεις, μερικές εκ των οποίων δε χρησιμοποιούνται σήμερα, όπως «καζίκι», «μπουρντά», «νταγιαντώ», «τσακίρικος», «τσαχπινιές» και «νάζια».

Μία από τις κλασικές ταινίες του Θανάση Βέγγου είναι ο «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», του 1963. Εκεί χρησιμοποιούνται πολλές τουρκικές λέξεις, όπως «αλμπάνης», «αραλίκι», «ατζέμ πιλάφι», «βουρ», «γιαχνί», «γιουβέτσι», «Καρβασαράς» (η Αμφιλοχία), «καφάσι», «ντιπ», «ρεζίλ μπασί», «τσανάκα» και «φαράσι».

Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο», η οποία βασίστηκε στο θεατρικό έργο «Ανώμαλη Προσγείωση», αποτελεί σάτιρα στο πολιτικό σύστημα, στη διαφθορά και στα ρουσφέτια, καθιστώντας την διαχρονική και άκρως επίκαιρη μέχρι σήμερα, αν και γυρίστηκε το 1965. Διαχρονικοί είναι και οι διάλογοι μεταξύ των ηθοποιών και περιέχουν αρκετές τουρκικές λέξεις, επί παραδείγματι: «κεσές», «γιαπί», «ζαμάνια», «κιτάπια», «κουβάς», «μπαλτάς», «μπεζαχτάς», «ντάλα», «ρουσφέτι», «τζάμπα», «τουλούμι», «τσιράκι» και «χαραμοφάης» (χαράμι).

Το 1966 η Ρένα Βλαχοπούλου πρωταγωνίστησε στην ταινία του Κώστα Καραγιάννη «Βουλευτίνα». Οι σεναριογράφοι Λάκης Μιχαηλίδης και Γιώργος Κατσαμπής έβαλαν πολλές λέξεις τουρκικής προελεύσεως στο σενάριο, οι οποίες έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη, όπως «ασίκης», «γλέντι», «γρουσούζης», «μαράζι», «μενεξές», «μπαϊλντισμένος», «νάζι», «νταούλι», «παράς», «πεσκέσι», «τέλι», «τσιγκούνης» και «τσιφτετέλι».

Ο Γιάννης Δαλιανίδης σκηνοθέτησε πολλές κωμωδίες τη δεκαετία του ’60. Μία από τις χαρακτηριστικότερες ήταν το «Ξύπνα Βασίλη!» του 1969. Οι διάλογοι αν και είναι απλοϊκοί, περιέχουν πολλές τουρκικές λέξεις, που έχουν αφομοιωθεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, όπως «εργένης», «καπάκι», «κελεπούρι», «ταμπλάς», «τεμενάς», «τενεκές», «τέντζερης», «φιρίκι», «χάζι» και «χαΐρι».

Η ταινία με τις περισσότερες τουρκικές λέξεις της δεκαετίας του ’60 είναι ασφαλώς «Ο μπακαλόγατος» ή «Της Κακομοίρας», του 1963, με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Οι περισσότερες χρησιμοποιούνται σήμερα, αλλά μερικές έχουν εκλείψει. Οι λέξεις που ακούγονται είναι: «ζεμπίλι», «ζουμπάς», «κασέρι», «κεφτές / κιοφτές», «κουμάσι», «λεβέντης», «μεζές», «μπακάλης», «ντολμάς», «πατσάς», «πελτές», «σαγανάκι», «σουρουκλεμές», «τεμπελχανάς», «τζερεμές», «τσουράπι», «χαϊβάνι» και «χαμπάρι».

Παρατηρούμε πως οι τουρκικές λέξεις χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σε κωμωδίες και ηθογραφίες που γυρίστηκαν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Σεναριογράφοι όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο Γιώργος Τζαβέλλας και ο Κώστας Πρετεντέρης προσπάθησαν να αποδώσουν πιστά την καθημερινότητα εκείνης της εποχής και φυσικά σημαντικό κομμάτι ήταν και η γλώσσα. Τα τουρκικά γλωσσικά κατάλοιπα είναι αρκετά έντονα σε αυτές τις ταινίες και σχεδόν οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα.
Ατάκες
Ατάκα στο θέατρο και τον κινηματογράφο είναι μια μεμονωμένη φράση ηθοποιού σε στιχομυθία και κατ’ επέκταση η μεμονωμένη φράση που έρχεται ως άμεση, ετοιμόλογη και συνήθως ειρωνική, απάντηση στα λεγόμενα άλλου. Χωρίς να υστερεί καθόλου ο Ελληνικός Κινηματογράφος από τον παγκόσμιο, βρίθει «σεναριακών» φράσεων που ξεπήδησαν από το χαρτί στη μεγάλη οθόνη για να μετατραπούν σε διαχρονικές ατάκες. Εάν προσπαθήσει κανείς να σταχυολογήσει εκείνες τις ατάκες οι οποίες έχουν αφομοιωθεί και χρησιμοποιηθεί κατ’ επανάληψη στον σύγχρονο καθημερινό λόγο, θα διαπιστώσει πως είναι αρκετές και πολύ γνωστές.
Το 1962 ο Γιάννης Δαλιανίδης γυρίζει την ταινία «Ο ατσίδας» με πρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Η κεντρική φράση της ταινίας ήταν το «στρίβειν δια του αρραβώνος», συνήθης τακτική εκείνης της περιόδου, αλλά η φράση που έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα είναι το «Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα».

Η ατάκα που σφράγισε την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Λόλα» του 1964 ήταν φυσικά το «Ήταν πολλά τα λεφτά Άρη». Στις μέρες μας, χρησιμοποιείται περισσότερο με σκωπτική έννοια.

Το 1965 ο Γιώργος Τζαβέλλας σκηνοθετεί την ηθογραφία εποχής «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα». Εκεί, ο Γιώργος Κωνσταντίνου επαναλαμβάνει συνεχώς «Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω», μια πράξη απειλής που έχει διασωθεί στις μέρες μας. Επίσης, στην ίδια ταινία ο Γιώργος Τζιφός (ταξιτζής) λέει τη φράση «Παθός και μαθός», που πολλοί την χρησιμοποιούν σαν ελληνική παροιμία.

Στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο» ακούστηκαν πολλές ατάκες. Αυτή που, όμως, ξεχώρισε είναι το «Μαύρο στον Μαυρογιαλούρο», που την ανακαλούμε στη μνήμη μας κάθε φορά που διενεργούνται εκλογές.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες-μελό τη δεκαετία του ’60. Μία από αυτές ήταν και «Ο κατατρεγμένος», όπου η φράση «Όχι τόσο για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου…» έμεινε ιστορική.

Η ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου είναι γεμάτη από φράσεις κι ευφυολογήματα. Η πιο χαρακτηριστική είναι το «Τρία πουλάκια κάθονται», η απάντηση του Διονύση Παπαγιαννόπουλου στη Μαίρη Αρώνη – Πασταφλώρα, καθιερώνοντας έτσι το παραδοσιακό τραγούδι ως απάντηση στους αιθεροβάμονες.

Η κωμική ταινία του Γιώργου Σκαλενάκη «Αχ! Αυτή η γυναίκα μου» μας χάρισε δύο από τις πιο διάσημες ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου διά στόματος Σαπφούς Νοταρά: «Μπουρλότο!» και «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα». Αν και έχει περάσει μισός αιώνας από την πρώτη προβολή της ταινίας, οι συγκεκριμένες φράσεις χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.

Την ίδια χρονιά, το 1967, ο Γιάννης Δαλιανίδης γυρίζει ένα από τα γνωστά του μιούζικαλ, τις «Θαλασσιές τις Χάντρες». Η ατάκα του Γιάννη Βογιατζή «Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις» δημιούργησε μεγάλη εντύπωση την εποχή που προβλήθηκε η ταινία και χρησιμοποιείται από πολλούς σήμερα.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ένας από τους καλύτερους ευφυολόγους του Ελληνικού Κινηματογράφου. Στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» εκστόμισε την αλησμόνητη ατάκα «Το νου σας ρεμάλια». Από τότε τα «ρεμάλια», οι άνθρωποι χωρίς ηθική, συνδέονται άρρηκτα με την επιταγή της προσοχής σε οποιαδήποτε συνθήκη.

Ελάχιστες δραματικές ταινίες περιείχαν χαρακτηριστικές φράσεις, που κατάφεραν να μείνουν στο χρόνο. Μία από αυτές ήταν το «Ορατότης Μηδέν» του Νίκου Φώσκολου, που προβλήθηκε το 1970. Ο Νίκος Κούρκουλος φωνάζει «Όχι άλλο κάρβουνo», μια φράση που λέμε και σήμερα όταν φτάνουμε στα όριά μας.

Ο Μίμης Φωτόπουλος σε πολλές ταινίες του λέει τη φράση-σήμα κατατεθέν του «Και μετά, θα κάαααθεσαι», που προήλθε από επιθεωρησιακό νούμερο της παράστασης του 1948 «Άνθρωποι… Άνθρωποι», χαρίζοντας στους απανταχού αργόσχολους μια αγαπημένη ατάκα.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι υπάρχουν φράσεις από τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60 που έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα, προερχόμενες από τον Ελληνικό Κινηματογράφο. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει την άμεση επιρροή της έβδομης τέχνης στη γλώσσα και την κουλτούρα του λαού.
Λεξιπλασία και «μαργαριτάρια»
Ο γλωσσοπλάστης είναι αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, αλλά κι αυτός που επεμβαίνει στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Στον Ελληνικό Κινηματογράφο οι λεξιπλασίες και τα «μαργαριτάρια» ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κωμωδιών, που ως στόχο είχαν την πρόκληση γέλιου και την έλξη του ενδιαφέροντος του κοινού. Οι τρεις διδάξαντες ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Κώστας Χατζηχρήστος και η Δέσποινα Στυλιανοπούλου.
Η Γεωργία Βασιλειάδου συνήθως τροποποιούσε λέξεις και φράσεις με το δικό της τρόπο, ενώ κάποιες φορές δημιουργούσε και δικές της λέξεις. Μερικές τέτοιες λέξεις και φράσεις ήταν: «θα πάω στην Αστραλία», «όλα τα ροκφόρ», «το ολοκαύτωμα του ζαρκαδίου», «όταν βρέχει, τρέχουν τα λύκεια», «να μου βροντολογήσετε», «πετροπαράδοτη φιλοξενία», «αντελήβην», «Tι περιπλέον έχουν οι άλλοι από μένα; », «αιρ κοντέσιον» και «ή ταν ή επί ταν».

Ο Κώστας Χατζηχρήστος ήταν ένας ευφυής ατακαδόρος κωμικός ηθοποιός που έμεινε στην ιστορία ως ο μέγας γλωσσοπλάστης του Ελληνικού Κινηματογράφου. Χαρακτηριστικές λέξεις και φράσεις ήταν: «Εγώ να τον βρω, εγώ και να τον συλλήψω», «ψωμοσάκουλο», «ασουπή», «παλαμοκροτάν», «κακομούστακος», «αποδιοικητής», «γιατρέσσα», «φτυχιούχος λογιστικής», «όρε ντουβάρ» και «ατιμομοτρίς».

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου αν και έπαιξε κυρίως δεύτερους ρόλους, κατάφερε να διακριθεί και να αγαπηθεί, λόγω των ιδιαίτερων λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούσε, όπως «περιπεράστε παρακαλώ», «αμπονές», «στο χείλος της Αναβύσσου», «της φαληρικής σκηνής», «με το περιπλέον», «περικεφαλίδες», «θ’ απαρνηθώ τα παγκόσμια», «ας γελάσω γελαστικώς», «τσακάπ», «βοηθάτε υπαλλήλους», «σημεία και κέρατα», «απαξάπαντως και ανεξαιρετικώς», «με το νι και με το σύρμα», «αστεφής», «αμφιοποιός», «πισινοθανάτιον» και «ακροαστικώς».

Το φαινόμενο της λεξιπλασίας και των «μαργαριταριών» στον κινηματογράφο απεικόνιζε το πρόβλημα της λεξιπενίας και της ημιμάθειας της τότε κοινωνίας. Στη σημερινή εποχή, έχουν επανέλθει και η λεξιπλασία και τα επί τούτω λεξιλογικά λάθη, περισσότερο στην τηλεόραση παρά στον κινηματογράφο.
Ελευθεροστομία στο σινεμά
Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ελευθεροστομία στον Ελληνικό Κινηματογράφο ανά δεκαετία. Τις πρώτες δεκαετίες, δεν υπάρχουν καθόλου βωμολοχίες στις ταινίες. Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν τη δημοτική καθημερινή γλώσσα, αλλά μιλούσαν πάντα με σεμνότητα και μερικές φορές επιτηδευμένα.
Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 γίνεται χρήση μειωτικών χαρακτηρισμών, αλλά όχι ακατάλληλων βωμολοχιών. Στην ταινία «Ο Φανούρης και το Σόι του» του 1957 ακούγονται αρκετές σκωπτικές λέξεις που προκαλούν γέλιο σήμερα, όπως «ακαμάτης», «αρκουδόγυφτος», «βόιδακλας», «μουλάρι», «μπουζουκοκέφαλος», «σαπιοκοιλιάς» και «τσιφούταρος».

Στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» του 1960 ακούγονται πολλοί χλευαστικοί χαρακτηρισμοί, πολλοί εκ των οποίων χρησιμοποιούνται και στις μέρες μας, όπως «αρχιρελίζης», «γομάρι», «ζωντόβολο», «κακομοίρης», «καρνάβαλο», «κνώδαλο», «κοπρόσκυλο», «όρνιο», «παλιο-ζαγάρι», «ρεζίλμπαση», «ρεντίκολο της κοινωνίας», «συφοριασμένο ψωρόγιδο», «χαντακωμένο», «ψοφάλογο» και «ψοφίμι».

Επίσης, στην ταινία «Της Κακομοίρας» του 1963 ο Κώστας Χατζηχρήστος χρησιμοποιεί πολλές ευφάνταστες περιπαικτικές λέξεις, για παράδειγμα «βιολετέρα», «βόιδαρος», «γερο-μπιζμπίκης», «γομάρι», «κιαρατάς», «κουρκούτα, «μαντρόσκυλο», «μούργος», «μπεμπέκος», «μπουλντόγκ», «ξεγοφιασμένο στραβάδι», «ξεφτίλας», «όρνιο», «παιδί-λάστιχο», «ρινόκερος», «σουρουκλεμές», «τεμπελχανάς», «χλαπάτσας» και «χοντρομπαλάς».

Τη δεκαετία του ’70 σημειώθηκε σημαντική κάμψη στον ελληνικό κινηματογράφο και τη δεκαετία του ’80 γυρίστηκαν πολλές ταινίες που είχαν ως κεντρικό θέμα την οργισμένη νεολαία και την εποχή της ντισκοτέκ. Η φρασεολογία άλλαξε άρδην και έκανε την εμφάνισή της μια ιδιότυπη αργκό, με λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα, όπως «δικέ μου», «κοτσάνες», «αφασία», «σπορτέξ», «καραφλιάζω», «ξενερώνω» κ.ά. Αυτή τη δεκαετία ακούγονται για πρώτη φορά έντονες βωμολοχίες και υβριστικές εκφράσεις. Επίσης, η ξενομανία των Ελλήνων περνάει και στο λεξιλόγιο των ταινιών εκείνης της εποχής.

Σύγχρονος Ελληνικός Κινηματογράφος
Το 2002 ο Γιάννης Οικονομίδης με την πρώτη ταινία του, το «Σπιρτόκουτο», έδωσε μια νέα πνοή στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Ο ρεαλιστικός τρόπος κινηματογράφησης και η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν τα σημαντικότερα στοιχεία της ταινίας. Οι λέξεις και φράσεις ήταν έντονες, κάποιες φορές υβριστικές, αλλά ποτέ αφύσικες. Μετά τον Οικονομίδη, και άλλοι σκηνοθέτες θα ακολουθήσουν αυτό το «φιλμικό μονοπάτι».

Ο Γιώργος Λάνθιμος το 2009 γυρίζει τον «Κυνόδοντα», μια ταινία γροθιά στο στομάχι. Η οικονομία στην αφήγηση, οι σκληρές και κοφτές εκφράσεις και οι αλληγορίες κατακλύζουν το κινηματογραφικό σύμπαν του Λάνθιμου.

Η γλώσσα στον σύγχρονο Ελληνικό Κινηματογράφο είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των προηγούμενων δεκαετιών. Οι βωμολοχίες είναι παρούσες ακόμη και σε ελαφρές κωμωδίες, όπως «Νήσος» ή «Λάρισα Εμπιστευτικό». Η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει. Παρατηρείται θυμός, δυσπιστία, οργή, απογοήτευση, αισθήματα που κυριαρχούν και στις περισσότερες ταινίες. Βέβαια, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις, όπως η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη ή «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη.

Ο ρόλος του κινηματογράφου ως πολιτιστικό προϊόν και ως μέσο μαζικής επικοινωνίας είναι σημαντικός. Διαμορφώνει συνειδήσεις, πολιτιστικά ρεύματα, ακόμη και νέες λέξεις και φράσεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις ελληνικές ταινίες συνάπτεται με τα ήθη της κοινωνίας της εκάστοτε εποχής. Η παιδεία και η πολιτική κατάσταση επηρέασαν έμμεσα και άμεσα το έργο των Ελλήνων σκηνοθετών. Όμως, και ο Ελληνικός Κινηματογράφος έπαιξε το δικό του ρόλο στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας από την Κατοχή μέχρι σήμερα. Η δημοτική γλώσσα δοκιμάστηκε αρχικά στον κινηματογράφο, έναντι της καθαρεύουσας που χρησιμοποιούσαν στα θεατρικά έργα, και καθιερώθηκε, εντέλει, ως η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Βέβαια, εκτός από τη «σεναριακή» γλώσσα, συνυπάρχει αρμονικά και η κινηματογραφική γλώσσα, δηλαδή η γλώσσα της εικόνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπαμπινιώτης Γ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
- Bottomore S. (2007). Filming, faking and propaganda: The origins of the war film, 1897-1902. Utrecht: Utrecht University Repository
- Μήλλας Ηρ. (2007). Κατάλογος Κοινών Ελληνικών και Τουρκικών Λέξεων, Εκφράσεων και Παροιμιών. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
- Ραμουτσάκη Ι. (2012). Η χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου. Ηράκλειο: Γενικό Λύκειο Μοιρών
- Κωνσταντόπουλος Δ. & Μπερδέκλης Η. & Πριντίδη Μ. (2013). Κινηματογραφικές Πινελιές. Ανδρούσα Μεσσηνίας: Α’ Λύκειο Ανδρούσας
- Θεοχάρης Γ. (2016). Τα «μπινελίκια» του παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου. Ανακτήθηκε από https://ellinikoskinimatografos.gr/ τα-μπινελίκια-του-παλιού-ελληνικού. (τελευταία πρόσβαση 26.9.2016)
- Κορκοβέλου Α. Ο ρόλος της κινηματογραφικής «γλώσσας» στη διαμόρφωση της σκέψης και της πράξης των μαθητών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αθήνα: ΕΚΠΑ
- retrodb.gr
- Wikipedia
- users.sch.gr/kodulis
- www.gnomikologikon.gr
- www.retromaniax.gr
- ellinikoskinimatografos.gr