
Ο Τζορτζ Α. Ρομέρο γύρισε την πρώτη του ταινία, «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών», το 1968, βασιζόμενος σε ένα σενάριο του ίδιου και του φίλου του, Τζον Ρούσο, ξεκινώντας με αυτήν ένα νέο κινηματογραφικό είδος (τα λεγόμενα «zombie apocalypse films») και μία σειρά από ταινίες η οποία ολοκληρώθηκε λίγο πριν το θάνατό του, το 2017. Η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» γυρίστηκε με μικρό μπάτζετ, ερασιτέχνες ηθοποιούς και ένα σάουντρακ «δανεισμένο» από το τζουκ-μποξ μιας καφετέριας όπου σύχναζε ο Ρομέρο. Με ένα σενάριο επηρεασμένο από το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ρίτσαρντ Μάθεσον, «Ζωντανός Θρύλος» (1954), η ταινία του Ρομέρο απέκτησε με τα χρόνια «cult status» και έγινε μία από της αγαπημένες των «midnight movies» αιθουσών, τόσο χάρη στον ανεξάρτητο χαρακτήρα της, όσο και χάρη στο πνεύμα της δυσαρέσκειας των νέων της εποχής που αποτυπώνει, απέναντι το σύστημα, τον υπερκαταναλωτισμό και το ρατσισμό προς τις διάφορες μειονότητες.

Η ασπρόμαυρη ταινία ξεκινάει σε ένα νεκροταφείο, κάπου στην αγροτική Πενσυλβανία, όπου η Μπάρμπαρα (Τζούντιθ Ο’ Ντέα) και ο αδερφός της, Τζόνι (Ράσελ Στάινερ), έχουν σταματήσει για να αφήσουν λουλούδια στον τάφο του πατέρα τους. Η δράση δεν αργεί να αρχίσει, όταν ένας χλωμός άντρας πλησιάζει τα δύο αδέρφια και ο Τζόνι πειράζει την τρομαγμένη αδερφή του, λέγοντάς της πως ο άντρας αυτός έρχεται να την πιάσει. Ο άγνωστος, τελικά, πράγματι επιτίθεται στη Μπάρμπαρα και όταν ο Τζόνι προσπαθεί να τον σταματήσει, εκείνος τον σκοτώνει. Η Μπάρμπαρα ξεφεύγει και βρίσκει καταφύγιο σε ένα αγροτόσπιτο, λίγο πιο πέρα από το νεκροταφείο. Ο Ρομέρο, φανερά επηρεασμένος από τις ταινίες τρόμου της Universal, από τη δεκαετία του 1930, αλλά και από τα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 1940, δίνει στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» μια υψηλή αισθητική, συνδυάζοντας μία στυλιζαρισμένη φωτογραφία με συμβολικές λήψεις και τεχνικές μοντάζ, που μας εξηγούν από την πρώτη στιγμή ότι πρόκειται να παρακολουθήσουμε μία ταινία τρόμου.

Σύμφωνα με κριτικούς και θεατές της ταινίας, από τη δεκαετία του 1960, η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο δεν έμοιαζε με καμία άλλη που είχαν δει ως τότε. Μέχρι το 1968, οι ταινίες τρόμου που είχαν συγκλονίσει το σινεφίλ κοινό με την ωμότητα και τη βία που απεικόνιζαν ήταν εκείνες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, δηλαδή η «Ψυχώ» (1960) και τα «Πουλιά» (1963), που άνηκαν αυστηρά στην κατηγορία των ταινιών τρόμου. Ο Ρότζερ Έμπερτ θυμόταν, σε ένα άρθρο του, ότι στην αίθουσα, την εποχή που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η ταινία, υπήρχαν έως και μικρά παιδιά, μιας και δεν υπήρχε ακόμα κάποιος κανονισμός που να απαγορεύει σε ανήλικα να δουν συγκεκριμένες ταινίες. Η ταινία του Ρομέρο, όχι μόνο έγινε θρύλος για το σοκαριστικό της περιεχόμενο και προκάλεσε σάλο στους κύκλους των κριτικών και των κρατικών φορέων της εποχής, αλλά «έσπασε» ταμεία, συγκριτικά με τον προϋπολογισμό της, βγάζοντας 12 με 15 εκατομμύρια δολάρια σε εισιτήρια, μέσα στην δεκαετία του 1970.

Ο Ρομέρο, 27 χρονών όταν γύρισε τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», ήταν ένας από τους αγανακτισμένους νέους που είχαν δει το σφάλμα στον υπερκαταναλωτισμό της δεκαετίας του 1950, τη φρίκη του ατελείωτου πολέμου στο Βιετνάμ, αλλά και τις πολιτικές δολοφονίες του Προέδρου, Τζον Φ. Κένεντι και των υπέρμαχων των πολιτικών δικαιωμάτων, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Μάλκολμ Χ. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Μπεν (Ντουέιν Τζόουνς), θυμίζει μάλιστα τον Μάλκολμ Χ στον κυνισμό και τη σκληράδα του. Ο Μπεν, ουσιαστικά, ηγείται της ομάδας των επιζώντων, που έχει βρει καταφύγιο στο αγροτόσπιτο και είναι εκείνος που καταστρώνει πάντα το σχέδιο για το πώς πρέπει να κινηθούν, ούτως ώστε να οχυρωθούν απέναντι στον όχλο των νεκροζώντανων που τους πολιορκούν από έξω. Τελικά, ο λευκός «οικογενειάρχης» της ομάδας, Χάρι Κούπερ (Καρλ Χάρντμαν), τον προδίδει και οδηγεί όλη την ομάδα στην καταστροφή της. Στην πιο ειρωνική, ίσως, σκηνή, που είναι και η κατακλείδα της ταινίας, η ομάδα «διάσωσης» που έχει έρθει να βρει όσους έχουν επιβιώσει της επίθεσης, είναι εκείνη που τελικά εκτελεί τον Μπεν, νομίζοντας πως έχει γίνει κι εκείνος ζόμπι.

Τα «ζόμπι» του Ρομέρο (ένας όρος που δεν χρησιμοποιείται ποτέ μέσα στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών») έθεσαν πολλούς από τους κανόνες που ακολούθησαν οι μετέπειτα σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με το κινηματογραφικό αυτό είδος. Από την πρώτη αυτή ταινία, βλέπουμε πως τα ζόμπι κινούνται αργά, τρώνε ανθρώπινη σάρκα, φοβούνται τη φωτιά και επιστρέφουν στην ανυπαρξία με μία σφαίρα στο κεφάλι. Η δύναμή τους βρίσκεται, κυρίως, στη συσπείρωση, καθώς κατά μονάδες είναι πολύ αργοκίνητα για να αποτελέσουν πραγματική απειλή. Η εξήγηση που δίνεται στην ταινία, μέσα από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, σχετικά με το λόγο για τον οποίο οι νεκροί επιστρέφουν στη «ζωή» είναι η ραδιενέργεια, ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Ο Ρομέρο επεκτάθηκε περεταίρω στη μυθολογία των «ζόμπι» με τις μεταγενέστερες ταινίες του, «Το Ξύπνημα των Νεκρών» (1978), «Η μέρα των ζωντανών νεκρών» (1985), «Η γη των ζωντανών νεκρών» (2005), «Το ημερολόγιο των νεκρών» (2007) και «Επιζώντας από τους Απέθαντους» (2009).

Χάρη στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», το όνομα του Ρομέρο έγινε, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, εφάμιλλο άλλων θρυλικών καλτ σκηνοθετών, όπως εκείνο του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, του Ρας Μάγιερ, του Τζον Γουότερς, του Τζιμ Σάρμαν και του Ντέιβιντ Λιντς. Το κινηματογραφικό του αυτό ντεμπούτο έδειξε σε ολόκληρες γενιές νέων σκηνοθετών πως μία ταινία με μικρό μπάτζετ μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά και η προσπάθειά του αναγνωρίστηκε, μέχρι και από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, που διαφυλάσσει σήμερα τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική». Ίσως κάποιες από τις μετέπειτα σκηνοθετικές προσπάθειες του Ρομέρο να ήταν τεχνικά αρτιότερες, όμως η πρώτη του αυτή ταινία είναι σίγουρα η ευρηματικότερη και μία από τις σημαντικότερες της καριέρας του.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: