Το ύφος του βρετανικού ψυχολογικού θρίλερ, «Performance» (1970), σκηνοθετημένο από τον γοητευτικά εκκεντρικό, Ντόναλντ Κάμελ, και τον αδιαμφισβήτητα ταλαντούχο, Νίκολας Ρεγκ, και με πρωταγωνιστές τον Τζέιμς Φοξ και τον Μικ Τζάγκερ, αμφιταλαντεύεται μεταξύ εκείνου του «Pulp Fiction» (1994), του Κουέντιν Ταραντίνο και εκείνου του «Inauguration of the Pleasure Dome» (1954), του Κένεθ Άνγκερ. Γυρισμένο, βέβαια, καθώς είναι ακριβώς επάνω στην τελευταία και με τη μεγαλύτερη απήχηση εποχή των χίπις, ένα χρόνο μετά το «Καλοκαίρι της αγάπης» και ένα πριν την αιματοβαμμένη συναυλία στο Άλταμοντ, το 1969, που σηματοδότησε το τέλος της «εποχής της αθωότητας», όταν οι Hell’s Angels κατακρεούργησαν τον Αφροαμερικανό, Μέρεντιθ Χάντερ, ενόσω στη σκηνή έπαιζαν ακόμα οι Rolling Stones, το «Performance» τείνει μάλλον περισσότερο προς το ύφος της ταινίας-φόρου τιμής του Άνγκερ προς τον μυστικιστή, Άλιστερ Κρόουλι. Η ταινία ξεκινάει συστήνοντάς μας τον Τσας (Τζέιμς Φοξ), έναν γκάνγκστερ του Ανατολικού Λονδίνου, γνωστό τόσο για τη σκληράδα του, όσο και για τις σεξουαλικές του διαστροφές, που δουλεύει για ένα μαφιόζο, ονόματι Χάρι Φλάουερς. Ο Τσας έρχεται σύντομα σε αντιπαράθεση με τον Φλάουερς, όταν εκείνος δεν τον αφήνει να μπλεχτεί σε μία υπόθεση, λόγω της προσωπικής του σχέσης με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος στοιχημάτων, και ο Τσας αποφασίζει να κάνει φασαρία. Όταν τα πράγματα ξεφεύγουν πια εντελώς από τον έλεγχό του, ο Τσας αναγκάζεται να εγκαταλείψει το κέντρο του Λονδίνου και να βρει καταφύγιο σε μία εξοχική βίλα, όπου κατοικεί ένας πρώην ροκ σταρ, ο Τέρνερ (Μικ Τζάγκερ), μαζί με τη φιλενάδα του (Ανίτα Πάλενμπεργκ), ο οποίος έχει αποσυρθεί από τη σκηνή αφότου «έχασε τον δαίμονα εαυτό του».
Όταν η Warner Bros. συμφώνησε να αναλάβει τη διανομή για το «Performance», με πρωταγωνιστή τον βασικό τραγουδιστή της δεύτερης δημοφιλέστερης μπάντας στον κόσμο, την εποχή εκείνη, θεώρησε πως θα κατέληγε να έχει στα χέρια της κάτι ανάλογο με το «Hard Day’s Night» (1964) των Beatles, που είχε κυκλοφορήσει μία τετραετία νωρίτερα. Το υπερβολικά βίαιο και σεξουαλικά επαναστατικό, για τα ήθη της εποχής, τελικό προϊόν του Κάμελ και του Ρεγκ τρόμαξε τους παραγωγούς, σε σημείο που αρχικά θέλησαν να αποτραβηχτούν από το πρότζεκτ, παρότι τελικά δέχτηκαν να προχωρήσουν στην κυκλοφορία της ταινίας, δύο χρόνια αργότερα. Εκτός από το τολμηρό της περιεχόμενο, η ταινία είναι μη-συμβατική και ως προς τις τεχνικές μοντάζ που χρησιμοποιεί, οι οποίες προσπαθούν να μιμηθούν τη μέθοδο «cut-up» που χρησιμοποίησε κατά κόρον στα πειραματικά του μυθιστορήματα ο Ουίλιαμ Μπάροουζ.
Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες ταινίες που βρίσκονται στο πνεύμα της «αντικουλτούρας» της δεκαετίας του 1960, έτσι και το «Performance» έχει τη δομή ενός «ψυχεδελικού τριπ», ξεκινώντας συμβατικά, αλλά με κάποια αλλόκοτα στοιχεία (όπως είναι η έντονη κόκκινη μπογιά, που ο Τσας βλέπει να έχει λερώσει τους τοίχους του διαμερίσματός του, στο Νότινγκ Χιλ Γκέιτ, μετά το διαπληκτισμό του με τον Φλάουερς) και φτάνοντας σταδιακά στην παράνοια και τη βία. Κάνοντας μία σύντομη ετυμολογική ανάλυση της λέξης «ψυχεδέλεια», δηλαδή «ψυχή» και «δῆλος», που σημαίνει ορατός ή φανερός και μεταφορικά κατανοητός ή σαφής, μπορεί κανείς να καταλάβει το λόγο που οι κεντρικοί χαρακτήρες όλων των «ψυχεδελικών» ταινιών έχουν παρόμοια εξελικτική πορεία. Ο Τσας, ο οποίος στην ιστορία αυτή αποτελεί το α’ πρόσωπο του «τριπ», περνάει από τη στυλιζαρισμένη και ρηχή πρώτη του μορφή (που είναι απρόσιτη και ματαιόδοξη), σε μία άλλη, πιο ευαίσθητη (σε μία σκηνή τον βλέπουμε, μάλιστα, ντυμένο γυναίκα, πράγμα που συμβολίζει την εναρμόνισή του με τη θηλυκή του πλευρά) και πνευματικά κατά πολύ ωριμότερη. Ο Τέρνερ παρουσιάζεται μεν ως άνθρωπος, με σάρκα και οστά, όμως, όπως ταίριαζε και στην περσόνα του Τζάγκερ επί σκηνής, υπάρχει κάτι το σαφώς δαιμονικό στη φιγούρα του. Στο πλαίσιο αυτής, λοιπόν, της «ανάγνωσης» της ιστορίας, όλοι οι άλλοι χαρακτήρες, καθώς και όλες οι περίεργες καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται ο Τσας, δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας του και βρίσκονται εκεί με μοναδικό σκοπό να τον βάλουν σε δοκιμασίες και να τον κάνουν να «φανερώσει», ή να «κατανοήσει» την ψυχή του.
Οι δημιουργοί του «Performance» είναι και εκείνοι τόσο ενδιαφέροντες, όσο και η ταινία. Ο Νίκολας Ρεγκ, μετά από αυτό το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο, συνέχισε τη λαμπερή του καριέρα γυρίζοντας τέτοιες κλασικές ταινίες, όπως την «Περιπλάνηση» (1971), το «Μετά τα μεσάνυχτα» (1973) και τον «Άνθρωπο που έπεσε στη Γη» (1977), με πρωταγωνιστή τον άλλο μεγάλο ροκ σταρ της εποχής, τον Ντέιβιντ Μπόουι. Η ιστορία δε, του γεννημένου σε μία εύπορη βρετανική οικογένεια, μποέμ καλλιτέχνη, Ντόναλντ Κάμελ, υπήρξε σκοτεινότερη από εκείνη του Ρεγκ, αφού ύστερα από 25 χρόνια και μόλις τέσσερα ολοκληρωμένα κινηματογραφικά πρότζεκτ, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του με μία καραμπίνα, απογοητευμένος καθώς ήταν από τη δύναμη των στούντιο να κόβουν αυθαίρετα τις ταινίες του, χωρίς την έγκρισή του.
Το «Performance» είναι σήμερα μία «καλτ ταινία», χάρη στο κοινό που απέκτησε με τα χρόνια και τις επαναλαμβανόμενες μεταμεσονύκτιες προβολές της σε «drive-in» σινεμά. Μαζί, ίσως, με το «El Topo» (1970), του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι και το «Easy Rider» (1969) ή το «Last Movie» (1971), του Ντένις Χόπερ, σφράγισε μία ολόκληρη εποχή και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιδεολογίας μιας ολόκληρης γενιάς νέων. Παραδόξως, τόσο η πειραματική υφή, όσο και η ιδιόρρυθμη πλοκή της ταινίας συνεχίζουν σήμερα να εντυπωσιάζουν με τη φρεσκάδα τους, παρά τις αλλαγές στη μόδα και τις προτιμήσεις του σινεφίλ κοινού.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: