Ο Μάθιου Μπάρνι είναι γνωστός, εκτός από την υψηλού προφίλ σχέση του με την τραγουδίστρια και τραγουδοποιό, Björk, για τις εκκεντρικές, avant–garde ταινίες του, τις οποίες γύρισε μέσα στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000. Μία από τις διασημότερες σειρές ταινιών του απόφοιτου του Γέιλ είναι η παράξενη πενταλογία, «The Cremaster Cycle» (1994-2002), τα επεισόδια της οποίας γυρίστηκαν με διαφορετική σειρά από ό,τι υπαγορεύει η αρίθμησή τους και που έχουν διάρκεια από 45 λεπτά έως τρεις ώρες το καθένα. Ο κόσμος του Μπάρνι, επηρεασμένος από τη δουλειά του Ντέιβιντ Λιντς, αλλά και τη μουσική της Björk ή τα βίντεο κλιπ της από τον Κρις Κάνινγκχαμ, δεν αποτελεί φτηνή απομίμηση των αναφορών του, αλλά ένα σύμπαν από πρωτότυπες ιδέες και άλλες επεξεργασμένες με το δικό του, πολύ προσωπικό στυλ. Αυτές είναι οι ταινίες της σειράς, που αξίζει να δει κανείς για να γνωρίσει, όχι μόνο τη σουρεαλιστική και ιδιόρρυθμη εργογραφία του Μπάρνι, αλλά και ένα από τα καλύτερα δείγματα avant–garde κινηματογράφου της δεκαετίας του ’90:
Cremaster 1 (1995)
Δείτε ολόκληρη την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=tpm0A-Xp44Y
Ο τίτλος της σειράς, «Cremaster», αναφέρεται σε ένα μυ στην ανδρική ανατομία που είναι υπεύθυνος για τη σύσφιξη ή τη χαλάρωση (κρέμασμα) των όρχεων, ανάλογα με τη θερμοκρασία. Με αυτό τον αλλόκοτα προκλητικό τίτλο, η πρώτη ταινία, που στην ουσία είναι η δεύτερη που γύρισε ο Μπάρνι για το πρότζεκτ, μας δείχνει μία ομάδα από μπαλαρίνες που δίνουν παράσταση σε ένα ολόφωτο γήπεδο στη μέση του πουθενά, που φέρει το σύμβολο το οποίο επιστρέφει σε όλες τις ταινίες του κύκλου, ένα ωοειδές σχήμα με μία γραμμή στη μέση. Η σκηνή που εναλλάσσεται με εκείνη των επιδείξεων είναι μία άλλη στο εσωτερικό ενός από τα δύο Ζέπελιν της εταιρίας με λάστιχα, Goodyear, που αιωρούνται πάνω από το γήπεδο, στην οποία μία ομάδα αεροσυνοδών παρακολουθεί την παράσταση από τα φινιστρίνια, ενώ μία γυναίκα κρυμμένη κάτω από το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο, τους κλέβει ένα-ένα τα σταφύλια που είναι σερβιρισμένα επάνω σε αυτό. Η αισθητική της ταινίας είναι μεν προκλητική, αλλά σε καμία περίπτωση κιτς, καθώς τα τολμηρά χτενίσματα και οι σύγχρονες ενδυμασίες παραπέμπουν σε υψηλή ραπτική.
Cremaster 2 (1999)
Δείτε σκηνές από την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=r83AvFtCt1I&list=PLOEhuP4Nua4GYvmGu0kmrlkDxxZQ3oYJ9
Το δεύτερο μέρος της σειράς «Cremaster» γυρίστηκε το 1999, περίπου δηλαδή στη μέση των συνολικών γυρισμάτων. Ο Μπάρνι ανεβάζει εδώ τον πήχη, συγκριτικά με την πρώτη ταινία και εκτός από την υψηλή ραπτική, διερευνεί θέματα εθνικής ταυτότητας και σεξουαλικότητας. Ένα ζευγάρι συμβουλεύεται μία ηλικιωμένη γυναίκα με σκοπό να ξεπεράσει την κρίση που περνάει η σχέση τους και ο συμβολισμός σε αυτή τη σκηνή, όσο και σε ολόκληρη την ταινία που διαρκεί μία ώρα και σαράντα λεπτά, επιστρέφει συχνά στην κυψέλη και τη ζωή των μελισσών. Χρησιμοποιώντας απροκάλυπτα σκηνές σεξ, ο Μπάρνι δημιουργεί μία παράξενα ζοφερή ατμόσφαιρα, καθώς αντιπαραθέτει το σύμβολο αυτό του ερωτισμού με σύμβολα του θανάτου. Η αμερικανική κληρονομιά, τόσο με το σύμβολο των καουμπόι, όσο και με διάσημες φυσιογνωμίες, όπως τον Τζόνι Κας ή τον Χάρι Χουντίνι (τον οποίο ενσαρκώνει ο Νόρμαν Μέιλερ) φαίνεται να είναι ένα από τα κύρια θέματα της ταινίας και παρότι το στοιχείο του σουρεαλισμού προσδίδει μία κάποια ειρωνεία, ο Μπάρνι φαίνεται να παίρνει το θέμα στα σοβαρά.
Cremaster 3 (2002)
Δείτε το β’ μέρος της ταινίας στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=cTydrzFZDXM
Όντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια επεισόδιο της πενταλογίας (χωρισμένο σε δύο μέρη, με συνολική διάρκεια 3 ώρες και 3 λεπτά), το «Cremaster 3» είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα της σειράς. Η ταινία ασχολείται με την ιρλανδική μυθολογία και κουλτούρα. Ακολουθώντας σε κάποιο βαθμό την τεχνική του Ιρλανδού συγγραφέα, Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάρνι μεταπηδάει από την «εποχή» των γιγάντων και το Τζάιαντς Κόζγουέϊ σε μία έκθεση αυτοκινήτων στο Κτίριο Κράισλερ, στη Νέα Υόρκη, όπου κάνει την εμφάνισή της μία νεκροφόρα. Ο Μπάρνι μιλάει για ολόκληρη την ιρλανδική εμπειρία, από τον Καθολικισμό μέχρι τη Μασονία και από την αφθονία της πατάτας μέχρι τη μπίρα Γκίνες. Αν και διεξοδικός, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί στην ουσία στερεότυπα που καθιστούν την ταινία κωμική, αν όχι σατιρική. Η δομή, παρόλα αυτά, παραμένει ακλόνητη και όπως η πρώτη ταινία μιλάει για τον «αθλητισμό» και η δεύτερη για θέματα «πολιτιστικής κληρονομιάς», η παρούσα ταινία καταπιάνεται με θέματα «θρησκείας» και «παράδοσης». Προς το τέλος της ταινίας, βλέπουμε μία από τις πιο εικονικές σκηνές της πενταλογίας, με το Μάθιου Μπάρνι ντυμένο με πυτζάμες, ένα ροζ καρό χιτώνα και ένα ψηλό χνουδωτό καπέλο στο κεφάλι. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο αίματα και από το στόμα του κρέμεται ένα κομμάτι ύφασμα, κάνοντάς τον να μοιάζει με κανίβαλο. Ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει, ο οποίος ονομάζεται «the Entered Apprentice» στους τίτλους της ταινίας, σκαρφαλώνει και μεταπηδάει από όροφο σε όροφο στο Μουσείο Σόλομον Ρ. Γκούγκενχαϊμ, στη Νέα Υόρκη, βρίσκοντας άλλοτε μία ομάδα από μπαλαρίνες, άλλοτε μία heavy metal μπάντα και άλλοτε μία γυναίκα που μεταμορφώνεται σε λεοπάρδαλη και αρπάζεται μαζί του. Ο Μπάρνι είχε την ευκαιρία να γυρίσει πλάνα στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ, εξαιτίας της κιουρέιτορ, Νάνσι Σπέκτορ, η οποία διοργάνωσε αργότερα και την έκθεση με το πρότζεκτ στον ίδιο χώρο. Η μουσική του φίλου και μακροχρόνιου συνεργάτη του Μπάρνι, Τζόναθαν Μπέπλερ, αν και ακούγεται σε αραιά χρονικά διαστήματα, προσδίδει μία μυστηριώδη και απειλητική αίσθηση.
Cremaster 4 (1995)
Δείτε το trailer για το «Cremaster Cycle» στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=6xWtS9HsP4U
Η βασική θεματολογία της σειράς, με περισσότερη έμφαση στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, επιστρέφουν και πάλι στο τέταρτο μέρος του «Cremaster». Ο Μπάρνι υποδύεται τον χαρακτήρα Loughton Candidate, ένα ανθρωπόμορφο ον με πρόσωπο κριαριού. Ο χαρακτήρας έχει στιλπνό, κόκκινο μαλλί, αυτιά και χαρακτηριστικά κριαριού και τέσσερις υποδοχές στο κεφάλι του, από όπου φαίνεται πως θα φυτρώσουν κέρατα. Ο Loughton Candidate έχει ένα χαρέμι από μεγαλύτερες σε ηλικία ερωμένες και οι σκηνές του με εκείνες στη Νήσο του Μαν, σε ένα σπίτι πάνω από τη θάλασσα και σε μία βραχονησίδα όπου κάνουν πικνίκ, εναλλάσσονται με εκείνες ενός αγώνα ράλι, στον οποίο οι συμμετέχοντες φοράνε ρούχα που φέρουν το οβάλ λογότυπο με τη γραμμή στη μέση. Η σουρεαλιστική πλοκή θέλει τον κεντρικό χαρακτήρα να πέφτει στη θάλασσα από μία τρύπα στο πάτωμα του πλωτού σπιτιού και στη συνέχεια να βρίσκεται σε μία σπηλιά γεμάτη από αβγά ενός γλοιώδους πλάσματος, που άλλοτε μοιάζει με καρδιά και άλλοτε με όρχι. Είναι ένα σαφώς μικρότερο επεισόδιο από το αμέσως προηγούμενο και έχει γυριστεί επτά χρόνια νωρίτερα από εκείνο, δηλαδή το 1995.
Cremaster 5 (1997)
Δείτε απόσπασμα από την ταινία στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=6Bo9l90vuUo
Το πέμπτο και τελευταίο «Cremaster» γυρίστηκε το 1997 και έχει διάρκεια περίπου 50 λεπτά. Είναι το μόνο μέρος της πενταλογίας του Μπάρνι που μπορεί να θεωρηθεί «μιούζικαλ», καθώς πραγματεύεται την παρουσίαση μίας όπερας στα Ουγγρικά. Η πρωταγωνίστρια (Ούρσουλα Άντρες) είναι μία βασίλισσα, ντυμένη με μαύρα ρούχα του 15ου αιώνα, η οποία ερωτεύεται έναν άντρα με λευκό μέικαπ σε όλο του το γυμνό σώμα, που διασχίζει μία γέφυρα επάνω σε ένα άλογο. Όπως είναι αναμενόμενο σε μία τραγωδία, ο άντρας (Μπάρνι) κάνει μία απόπειρα αυτοκτονίας, πέφτοντας από τη γέφυρα στο ποτάμι. Η υπόλοιπη ιστορία αφορά το θρήνο της βασίλισσας και την περιφορά της ψυχής του νεκρού άντρα. Με εξωτικά πουλιά και φανταχτερά, αναγεννησιακά φορέματα, η ταινία ασχολείται για τελευταία φορά με το θέμα της υψηλής ραπτικής (και αισθητικής γενικότερα) και ο όρος avant-garde αποκτά κυριολεκτική σημασία σε αυτή την κινηματογραφική όπερα με τις εκλεπτυσμένες ενδυμασίες.
Το «Cremaster Cycle» είναι το πιο ολοκληρωμένο πρότζεκτ στην καριέρα του Μάθιου Μπάρνι. Μέσα στις πέντε αυτές ταινίες, ο σκηνοθέτης μιλάει για όλα τα θέματα που τον απασχόλησαν στη δουλειά του. Με τις τολμηρές επιλογές της, η σειρά «Cremaster» μας δείχνει πως η avant–garde βρίσκεται στο περιθώριο με την υψηλή της αισθητική, όπως ακριβώς και η χαμηλού επιπέδου τέχνη, με τις κιτς επιλογές της. Είναι ένα πρότζεκτ που αξίζει να δουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για αυτού του είδους την τέχνη, αλλά και την εξέλιξή της μέσα στις τελευταίες τρεις δεκαετίες.