Η ταινία του Γιάννη Φάγκρα, «Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου (1996), κέρδισε το βραβείο ΠΕΚΚ (Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου) στο 42ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2001. Η ιστορία είναι απλή, με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη ζωή της συγγραφέα, ως έφηβη σε μια φτωχή γειτονιά του Πειραιά. Εκείνο που την κάνει να ξεχωρίζει είναι πως πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα ανεξάρτητου κινηματογράφου χαμηλού προϋπολογισμού στην Ελλάδα. Η ασπρόμαυρη αισθητική της και η σχεδόν DIY προσέγγιση του Φάγκρα, όσο αφορά τα σκηνικά, κάνουν την ταινία να μοιάζει με άλλες indie παραγωγές του ευρωπαϊκού και γενικότερα art house κινηματογράφου της εποχής. «Μορφίνη» είναι το όνομα η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Ρίκυ (Εκάβη Ντούμα), έχει δώσει στην αδέσποτη γάτα που μάζεψε από το δρόμο, για να εξοργίσει τους ενοχλητικούς της γείτονες.
Η σύνοψη της ταινίας θέλει τη Ρίκυ, μία 14χρονη κοπέλα που το έχει σκάσει από το σπίτι της και εξειδικεύεται στο να κλέβει μηχανάκια, να γνωρίζει τυχαία ένα ζευγάρι που της προτείνει να της νοικιάσει σε πολύ χαμηλή τιμή το σπίτι πάνω από το δικό τους και να ξεκινήσει έτσι μία «νέα» ζωή σε μια βιομηχανική περιοχή του Πειραιά, μαζί με τη γάτα της και τον Ασταρώθ (Νίκος Πομώνης), ένα αλητόπαιδο που βγάζει το χαρτζιλίκι του με τον ίδιο τρόπο με εκείνη. Η Ρίκυ τα έχει με τον Σίμο (Παναγιώτης Καρράς), έναν τοξικομανή με ασταθή και αναξιόπιστο χαρακτήρα και η ζωή της, λόγω των συνηθειών και του περίγυρού της, βρίσκεται πάντα στα όρια της παρανομίας και αντιμέτωπη με την αστυνομία. Τελικά το μοιραίο δεν αργεί να συμβεί και η Ρίκυ έρχεται μία μέρα σε σύγκρουση με ένα όργανο του νόμου που προσπαθεί να τη βιάσει και αναγκάζεται να μεταμφιεστεί και να αλλάξει ταυτότητα για να φύγει από τον Πειραιά χωρίς να τη συλλάβουν. Η Ρίκυ τελικά καλείται να αλλάξει, εκτός από την αλήτικη εμφάνισή της, και τον ίδιο τον τρόπο ζωής της, καθώς το να γυρίσει πίσω θα σημάνει για εκείνη ισόβια κάθειρξη.
Το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία και λίγο-πολύ ακολουθεί λέξη προς λέξη, είναι τυλιγμένο σε ένα μυστήριο, όπως και η Λιβεριανή συγγραφέας του. Η Νικόλ Ρούσσου εξέδωσε μόνο τη «Μορφίνη» και ένα ακόμη βιβλίο, το «Στοιχήματα με τους θεούς» (2000), από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια και έκτοτε «εξαφανίστηκε» από τη λογοτεχνική σκηνή. Η «Μορφίνη» βρίσκεται πολύ κοντά στην αυτοβιογραφία, όμως διαθέτει και μυθιστορηματικά στοιχεία. Μοιάζει να πρόκειται για το έργο με τη μεγαλύτερη σημασία για τη Ρούσσου, καθώς εκείνη επιμελήθηκε και το σενάριο της πιστής κινηματογραφικής μεταφοράς.
Ο Γιάννης Φάγκρας επιλέγει να γυρίσει την ταινία με λιτά και σχεδόν punk μέσα. Το ασπρόμαυρο φιλμ και οι ερασιτεχνικές ερμηνείες, σε συνδυασμό με τα ντοκιμαντερίστικα πλάνα και το σάουντρακ από τους πρωτοπόρους της low bap, Active Member, δημιουργούν μια indie ατμόσφαιρα και σκιαγραφούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την εποχή, αλλά και το μέρος όπου λαμβάνει χώρα η ιστορία. Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, το «Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω», αποτελεί σύμβολο μιας υποκατηγορίας ταινιών που έχουν αποσπάσει διακρίσεις σε μεγάλα φεστιβάλ ταινιών, διαθέτοντας σχεδόν μηδενικό κόστος παραγωγής. Η «Μορφίνη» είναι επίσης μία από τις πιο ειλικρινείς ταινίες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα του υποκόσμου στην Ελλάδα.
Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία της, η ταινία μας θυμίζει μια εποχή με περισσότερο χώρο για αυτοσχεδιασμό και τελικά περισσότερη ελευθερία έκφρασης. Είναι επίσης ένα εναλλακτικό παράδειγμα για το τι δυνατότητες μπορεί να έχει ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, χωρίς μεγάλο προϋπολογισμό ή πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες. Είναι μία προσωπική ταινία με ένα θέμα που απευθύνεται μεν σε συγκεκριμένο κοινό, αλλά έχει αγαπηθεί όμως δε όσο λίγες. οι ιδιότητες της αυτές, κάνουν τη «Μορφίνη» να αντέχει σε μία σύγχρονη θέαση.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: