Η εξπρεσιονιστική κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μεσαιωνικού έπους, «Το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν», από τον Φριτς Λανγκ, το 1924, σε δύο μέρη, από 140 λεπτά περίπου το κάθε ένα, ήταν σίγουρα ένα φιλόδοξο πρότζεκτ. Ο Λανγκ έγραψε το σενάριο μαζί με τη σύζυγό του και στενή συνεργάτιδά του σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής περιόδου του, Τέα φον Χάρμπου, διαλέγοντας να προσαρμόσει το έπος, που αποτελείται από 2.400 στροφές και 39 Κεφάλαια, και εστιάζει στην περιπέτεια του Ζίγκφριντ από τη στιγμή που σφυρηλατεί το ξίφος του και αποφασίζει να πάει στη Βορμς, μέχρι το θάνατό του στα χέρια του Χάγκεν, και ύστερα την εκδίκηση που παίρνει για τον άδικο χαμό του η γυναίκα του, Κριμχίλδη, στρεφόμενη ενάντια στον αδερφό της, Βασιλιά Γκάντερ, και το πρωτοπαλίκαρό του. Η κλασική ιστορία, που αποτελεί κάτι σαν την «Ιλιάδα» του Ομήρου για όλες τις γερμανόφωνες χώρες και έχει μεταφερθεί αμέτρητες φορές σε πολλά διαφορετικά καλλιτεχνικά μέσα (με χαρακτηριστική, ίσως, τη μεταφορά του Ρίχαρντ Βάγκνερ, στην όπερα, «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν», 1857), σίγουρα είχε το κοινό της, και ακόμη κι αν η κινηματογραφική παραγωγή της εμπεριείχε κάποιο ρίσκο, η αποδοχή της από το γερμανικό κοινό ήταν σχεδόν βέβαιη. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που η ταινία είναι αφιερωμένη «στο γερμανικό λαό». Ο Λανγκ επέλεξε αυτή την ιστορία για να αποδείξει στο στούντιο της UFA πως μπορούσε να αναλάβει μεγάλα πρότζεκτ, όπως το πρώτο έπος επιστημονικής φαντασίας, «Metropolis» (1927), που τελικά κατέστρεψε οικονομικά το στούντιο. Παρόλα αυτά, το «Die Nibelungen: Siegfried» και η συνέχειά του, «Die Nibelungen: Kriemhilds Rache», είναι δύο πολύ σημαντικές ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά, αφενός επειδή έφεραν αποφασιστικά τις επικές ταινίες (στα χνάρια του Αμερικανού σκηνοθέτη, Ντ. Γ. Γκρίφιθ) στη Γερμανία και αφετέρου γιατί είναι δύο σπουδαία δείγματα του κινήματος του Εξπρεσιονισμού στον κινηματογράφο.
Η ταινία ξεκινάει «in medias res», στο σημείο όπου ο Ζίγκφριντ (Πάουλ Ρίχτερ), γιος του βασιλιά Ζίγκμουντ, φεύγει από το εργαστήρι του νάνου Μίμε, όπου ολοκληρώνει την εκπαίδευσή του, και πηγαίνει στο Βασίλειο των Νιμπελούνγκεν, στη Βορμς, που βρίσκεται στην όχθη του Ρήνου, επηρεασμένος από μια ιστορία που ακούει από ένα γέρο. Το δρόμο προς τη Βορμς φυλάει ένας τρομερός δράκος (ένα ανθρωποκίνητο, μηχανικό κατασκεύασμα του σκηνογράφου Έριχ Κέτελχουτ), τον οποίο ο Ζίγκφριντ σκοτώνει και πλένεται με το αίμα του, αντιλαμβανόμενος έτσι το κελάηδημα των πουλιών, που του λένε πως εκείνος που έσφαξε το δράκο και πλύθηκε στο αίμα του, θα είναι αήττητος. Όμως, όπως ο Αχιλλέας, που η μητέρα του, Θέτιδα, τον βούτηξε, ως βρέφος, στα νερά της Στύγας, κάνοντάς τον άτρωτο παντού εκτός από τη φτέρνα, απ’ όπου τον κρατούσε, έτσι και ο Ζίγκφριντ πλένεται παντού με το αίμα του δράκου, εκτός από ένα σημείο στην πλάτη του, όπου τον καλύπτει ένα φύλλο. Το έπος συνεχίζει με τον Ζίγκφριντ να φτάνει στη Βορμς και να ζητάει το χέρι της Κριμχίλδης (Μαργκαρέτε Σον) από τον αδερφό της, Βασιλιά Γκάντερ (Τέοντορ Λους). Ο Γκάντερ δέχεται, υπό τον όρο πως ο Ζίγκφριντ θα τον βοηθήσει να κερδίσει το χέρι της Μπρουνχίλδης (Χάνα Ραλφ), μιας πολεμίστριας βασίλισσας, που μοιάζει με Αμαζόνα.
Ο Ζίγκφριντ, επιθυμώντας πολύ την πανέμορφη Κριμχίλδη για γυναίκα του, συμφωνεί να βοηθήσει τον Γκάντερ να την κερδίσει. Φορώντας, λοιπόν, τον αόρατο μανδύα που πήρε από τον βασιλιά των νάνων, τον οποίο νίκησε στο δρόμο του για τη Βορμς, βοηθάει κρυφά τον Γκάντερ να κερδίσει τη Μπρουνχίλδη σε μια σειρά από διαγωνισμούς που τον υποβάλλει, προκειμένου να γίνει γυναίκα του. Αφού την κερδίζει σε όλα τα αγωνίσματα, ο Γκάντερ παίρνει τελικά την άγρια Μπρουνχίλδη πίσω στο βασίλειό του, για να την παντρευτεί. Εκείνη δεν είναι πεπεισμένη πως ο δειλός αυτός βασιλιάς την κέρδισε με την αξία του και έτσι δεν υποκύπτει σε εκείνον. Ο Ζίγκφριντ αναγκάζεται, έτσι, να πάει εκείνος στο γαμήλιο κρεβάτι μαζί της, μεταμφιεσμένος με τη βοήθεια του μαγικού μανδύα σε Γκάντερ, καθώς ο ίδιος ο βασιλιάς των Νιμπελούνγκεν αδυνατεί να σταθεί στο ύψος του.
Όταν κάποια στιγμή το μυστικό του Γκάντερ μαθαίνεται, χάρη σε ένα περιβραχιόνιο που πέφτει κατά λάθος στα χέρια της Κριμχίλδης, η βασίλισσα Μπρουνχίλδη εξοργίζεται και προστάζει τον Γκάντερ να υπερασπιστεί την τιμή της. Ο Χάγκεν (Χανς Άνταλμπερτ Σλέτο), τότε, προτείνει στο βασιλιά να σκοτώσει τον Ζίγκφριντ. Ο Γκάντερ έχει ορκιστεί, με όρκο αίματος, να παραμείνει στο πλευρό του Ζίγκφριντ, σαν αδερφός, όμως η πίεση που δέχεται από τον Χάγκεν και τη βασίλισσα τον κάνουν τελικά να λυγίσει. Ο πονηρός Χάγκεν ξεγελάει την Κριμχίλδη και την κάνει να μαρτυρήσει που βρίσκεται η «Αχίλλειος πτέρνα» του Ζίγκφριντ, με την πρόφαση ότι θα τον προστατέψει. Έτσι, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού στο δάσος, ο Χάγκεν σημαδεύει τον Ζίγκφριντ στο αδύναμο σημείο του και τον σκοτώνει με μία λόγχη. Η Κριμχίλδη, βλέποντας τι έχει συμβεί, θρηνεί τον Ζίγκφριντ και ορκίζεται εκδίκηση. Η βασίλισσα Μπρουνχίλδη αυτοκτονεί μπροστά από το φέρετρο του Ζίγκφριντ.
Στη δεύτερη ταινία, παρακολουθούμε, ουσιαστικά, την πορεία της Κριμχίλδης, που απομακρύνεται από το κάστρο των Νιμπελούνγκεν, δεχόμενη την πρόταση γάμου που της κάνει ο Ούνος κατακτητής, Αττίλας (Ρούντολφ Κλάιν-Ρόγκε). Η Κριμχίλδη δεν έχει τίποτα άλλο στο νου της πέρα από την εκδίκηση και όλα όσα κάνει, ακόμα και το ότι χαρίζει ένα γιο στον Αττίλα, είναι μέρη του σχεδίου της, να σκοτώσει τον Χάγκεν και οποιονδήποτε τολμήσει να σταθεί εμπόδιο στο σκοπό της αυτό. «Το αίμα πληρώνεται με αίμα» και έτσι η τραγωδία γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, με το μικρό γιο του Αττίλα να σκοτώνεται στα χέρια του Χάγκεν και όλα να οδηγούν στο αιματηρό «Götterdämmerung», όπου η Κριμχίλδη παίρνει την εκδίκησή της και επιστρέφει, ξεψυχώντας και η ίδια, στην αγκαλιά του αγαπημένου της Ζίγκφριντ.
Για τον γερμανικό λαό, η ιστορία είναι κάτι παραπάνω από ένα ακόμα ιπποτικό ρομάντζο, καθώς εξυμνεί το ήθος των Γερμανών πολεμιστών και προσδίδει μια ιστορικότητα σε ένα σχετικά νέο έθνος της πανάρχαιας ευρωπαϊκής ηπείρου. Ενώ η περίοδος κατά την οποία η ιστορία λαμβάνει χώρα δεν καθορίζεται ποτέ (άλλωστε, υπάρχουν δράκοι, νάνοι, μαγικοί μανδύες και άλλα παραμυθιακά στοιχεία), τα δυτικά βασίλεια που παρουσιάζονται είναι φανερά εκχριστιανισμένα. Το «Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν» έχει σήμερα και μια σημαντική κηλίδα επάνω στην ιστορία του, που εμφανίστηκε την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Ναζισμό και την αδυναμία του Χίτλερ σε κλασικά έργα που, όπως το έβλεπε εκείνος τουλάχιστον, αποδείκνυαν την υπεροχή της Άριας φυλής. Αυτός θα πρέπει να ήταν και ο λόγος που ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο Υπουργός Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας, είχε προτείνει στον Φριτς Λανγκ (αν και ο σκηνοθέτης είχε εβραϊκές ρίζες) να σκηνοθετήσει προπαγάνδες υπέρ του Ναζισμού. Ο Λανγκ τελικά εγκατέλειψε κρυφά τη Γερμανία και διέφυγε στην Αμερική, όπου γύρισε πολλές ταινίες εναντίον του Ναζισμού και του Χίτλερ.
Εκείνο που εντυπωσιάζει σήμερα, όπως και σε όλα τα άλλα έργα του Λανγκ, είναι η φρεσκάδα που διαθέτουν αυτές οι δύο ταινίες, σχεδόν εκατό χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Τα σκηνικά είναι αρκετά πιστευτά, δεδομένου ότι ολόκληρες οι ταινίες είναι γυρισμένες μέσα στο στούντιο, όμως θυμίζουν ταυτόχρονα και θεατρικό ή όπερα, που το κοινό άμεσα θα συσχέτιζε τότε με τη μεταφορά του Βάγκνερ. Οι επιρροές του Λανγκ από τον Ρόμπερτ Βίνε και τον Φρίντριχ Μούρναου είναι εμφανείς, όπως είναι και ο φόρος τιμής που αποτίνει στο πρώτο κινηματογραφικό έπος, «Μισαλλοδοξία» (1916), του Ντ. Γ. Γκρίφιθ. Ο τρόπος με τον οποίο το παλάτι μοιάζει βγαλμένο από εξπρεσιονιστικό πίνακα (πολλά από τα σκηνικά είναι εξολοκλήρου ζωγραφισμένα στο χέρι) και οι χαρακτήρες, και από πλευράς μακιγιάζ αλλά και από πλευράς ενδυμασίας, αναφέρονται τόσο στην παράδοση των Νιμπελούνγκεν, όσο και σε άλλες ιστορικές περιόδους (η Κριμχίλδη, προς το τέλος, είναι ντυμένη σαν βυζαντινή αυτοκράτειρα), κάνει τις ταινίες να ξεπερνούν την πηγή τους και να μπορούν να σταθούν αυτόνομα, σαν έργα τέχνης.
Ο Φριτς Λανγκ μπορεί σήμερα να είναι πιο γνωστός για ταινίες όπως την τριλογία του, «Δρ. Μαμπούζε», το «Metropolis», ή το «M», με τον Πίτερ Λόρι. Το έπος, όμως, «Die Nibelungen», σε δύο μέρη, διαμόρφωσε το σκηνοθετικό του ύφος και του επέτρεψε να πειραματιστεί με πολύ μεγάλο «budget» και πολλούς ηθοποιούς από νωρίς στην καριέρα του, χαρίζοντάς του την απαραίτητη εμπειρία για να γυρίσει στη συνέχεια τα αριστουργήματά του. Επιπλέον, χωρίς αυτές τις δύο ταινίες θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε την τριλογία του Πίτερ Τζάκσον, «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», ή τη σειρά του HBO, «Game of Thrones».