
«Το παιδί το οποίο νιώθει ότι το ακούν, μαθαίνει καλύτερα»
Cozolino, 2020
Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσω τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά επικοινωνούν από την προσχολική ηλικία έως τα 12 έτη και τον ρόλο τον οποίο έχει ο/η εκπαιδευτικός ως ο σημαντικός άλλος στην ανάπτυξη αυτής της επικοινωνίας. Στόχος είναι να αναδειχθεί πώς η τρυφερότητα, τα όρια, η συνεργασία σχολείου–οικογένειας και η σταδιακή αυτονομία χτίζουν τη συναισθηματική ασφάλεια και την υγιή επικοινωνία.
Το παιδί επικοινωνεί με πολλούς τρόπους: με το σώμα του, με το συναίσθημά του, με τη συμπεριφορά του και με τον λόγο του. Η παρουσία των εκπαιδευτικών εξασφαλίζει ασφάλεια και συνέπεια, επιτρέποντας την ανάπτυξη των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Η σχέση αυτή εξελίσσεται από την προσχολική ηλικία μέχρι την προεφηβεία, με διαφοροποιημένες μορφές τρυφερότητας και ορίων.
Η πρώιμη επικοινωνία του παιδιού και ο εκπαιδευτικός ως πρόσωπο αναφοράς
Η επικοινωνία στην πρώιμη παιδική ηλικία είναι πολυδιάστατη. Τα παιδιά χρησιμοποιούν το σώμα τους, το βλέμμα τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις φωνές τους για να επικοινωνήσουν τις ανάγκες πριν αποκτήσουν πλήρη λεκτική ικανότητα.Οι εκπαιδευτικοί ως πρόσωπα αναφοράς γίνονται οι ενήλικες οι οποίοι αποκωδικοποιούν αυτές τις μορφές, προσφέροντας ασφάλεια και συνέπεια.
Η τάξη είναι ένα νέο περιβάλλον και το παιδί χρειάζεται έναν “συναισθηματικό μεταφραστή”. Ο τρόπος με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί ανταποκρίνονται στα πρώιμα μη λεκτικά σήματα καθορίζει το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά το παιδί θα μεταβεί στη λεκτική επικοινωνία.
Η βασική ψυχολογική αρχή η οποία διέπει την παιδική επικοινωνία είναι η ασφαλής προσκόλληση. Τα παιδιά τα οποία νιώθουν ότι τα ακούν και τα κατανοούν, αναπτύσσουν μακροπρόθεσμα καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες και πιο σταθερή αυτοεικόνα (Ainsworth, 2019∙ Waters & Cummings, 2021).
Η τρυφερότητα, τα όρια και η επικοινωνιακή ανάπτυξη του παιδιού
Η τρυφερότητα και τα όρια αποτελούν τον πυρήνα της επικοινωνίας στις μικρές ηλικίες. Η τρυφερότητα δείχνει αποδοχή και ασφάλεια.
Στην προσχολική ηλικία, η σωματική επαφή λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας. Η αγκαλιά, το άγγιγμα στο χέρι ή η εγγύτητα, προσφέρουν άμεση συναισθηματική ρύθμιση. Τα παιδιά χρησιμοποιούν την τρυφερότητα ως έναν τρόπο για να πουν «είμαι εδώ», «χρειάζομαι ασφάλεια», «δες με».
Τα όρια προσφέρουν προβλεψιμότητα και καθοδήγηση. Το παιδί επικοινωνεί καλύτερα όταν ο/η εκπαιδευτικός συνδυάζει και τα δύο.
Πράγματι, σε ένα πλαίσιο χωρίς τρυφερότητα, το παιδί αισθάνεται ότι δεν το βλέπουν. Σε ένα πλαίσιο χωρίς όρια, το παιδί αισθάνεται χαμένο. Η ισορροπία ανάμεσα στις δύο αρχές είναι η βάση της υγιούς επικοινωνίας.
Η τρυφερότητα τελειώνει εκεί όπου αρχίζει ο κίνδυνος σύγχυσης των ρόλων. Όταν το παιδί χρησιμοποιεί υπερβολικά τη σωματική εγγύτητα σε ηλικίες όπου αναπτύσσεται ο προσωπικός χώρος (6-7 ετών και άνω), οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να απαντήσουν με λεκτική καθοδήγηση.
Τα όρια αποτελούν μια μορφή επικοινωνίας. Το παιδί κατανοεί την κοινωνική πραγματικότητα μέσα από αυτά. Η εκπαιδευτικός δείχνει στο παιδί πώς να μιλά ευγενικά, πώς να περιμένει τη σειρά του και πώς να ζητά την προσοχή, χωρίς να αγγίζει τον ενήλικο. Με τα όρια το παιδί μαθαίνει τι είναι αποδεκτό, ποιο είναι το προσωπικό του δικαίωμα και ποιο το δικαίωμα του άλλου. Η εκπαιδευτικός διδάσκει αυτό το πλαίσιο καθημερινά, μέσα από μικρές, επαναλαμβανόμενες και σταθερές πρακτικές.
Η ανάπτυξη της αυτορρύθμισης συνδέεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο ο/η εκπαιδευτικός διδάσκει στο παιδί πότε μπορεί να πλησιάσει, να αγγίξει, να μιλήσει, να ζητήσει ή να περιμένει. Αυτή η διαδικασία είναι καθοριστική για τη μετάβαση στις μεγαλύτερες τάξεις.
Τα όρια τελειώνουν εκεί όπου το παιδί αρχίζει να νιώθει ότι δεν έχει αξία ή ότι είναι “ενοχλητικό”. Γι’ αυτό συνοδεύονται πάντα από μια επεξήγηση.
Η ανοχή αποτελεί ξεχωριστή παιδαγωγική αξία, διαφορετική από την τρυφερότητα και τα όρια, και λειτουργεί ως αναπτυξιακή «αναπνοή» μέσα στη σχολική καθημερινότητα. Η ανοχή δίνει στο παιδί τον απαραίτητο χώρο για να πειραματιστεί, να δοκιμάσει διαφορετικούς τρόπους έκφρασης και να κάνει λάθη χωρίς να φοβάται την απόρριψη. Είναι η παιδαγωγική ικανότητα η οποία επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να διακρίνουν πότε μια συμπεριφορά είναι αναπτυξιακή και όχι εσκεμμένη, πότε χρειάζεται καθοδήγηση και πότε απλώς χρειάζεται χρόνος.
Η ανοχή τελειώνει εκεί όπου η συμπεριφορά βλάπτει το παιδί ή τους άλλους, οπότε η παρέμβαση γίνεται άμεση, αλλά ήρεμη.
Συνεργασία σχολείου-οικογένειας
Όταν οι αξίες, τα όρια και ο τρόπος αντίδρασης των ενηλίκων είναι συνεπείς, το παιδί νιώθει σταθερότητα. Αντίθετα, όταν οι γονείς ακυρώνουν τη δουλειά των εκπαιδευτικών, το παιδί μπερδεύεται και εκδηλώνει πιο αποδιοργανωμένη επικοινωνιακή συμπεριφορά. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να διατηρούν ανοιχτή και επαγγελματική επικοινωνία με την οικογένεια. Η ενημέρωση για σημαντικές αλλαγές στη ζωή του παιδιού, οι κοινές λύσεις και η αποφυγή της υποτίμησης του σχολείου μπροστά στο παιδί ενισχύουν τον δεσμό.
Καθημερινές παιδαγωγικές πρακτικές επικοινωνίας
Οι πρακτικές αυτές διαμορφώνουν το κλίμα της τάξης. Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι δίνουν χώρο στο παιδί να εκφραστεί, να ρωτήσει και να δοκιμάσει, χτίζουν εμπιστοσύνη. Μικρά στοιχεία όπως η οπτική επαφή, η ήρεμη φωνή, η ενεργητική ακρόαση και η χρήση απλής γλώσσας, βοηθούν το παιδί να νιώθει ότι μπορεί να επικοινωνήσει χωρίς φόβο.
Οι εκπαιδευτικοί μπορούν επίσης να χρησιμοποιήσουν κοινωνικές ιστορίες, παιχνίδια ρόλων και συναισθηματικές κάρτες. Τα εργαλεία αυτά ενισχύουν την επικοινωνιακή ωριμότητα και διευκολύνουν το παιδί το οποίο δυσκολεύεται να βάλει σε λόγια αυτά που νιώθει.
Συμπεράσματα
Η επικοινωνία του παιδιού είναι μια διαδικασία η οποία ωριμάζει σταδιακά και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον ενήλικα ο οποίος είναι το ασφαλές πλαίσιο. Οι εκπαιδευτικοί ως πρόσωπα αναφοράς προσφέρουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο το παιδί μαθαίνει να εκφράζεται, να διαχειρίζεται τα συναισθήματα και να κατανοεί τους κοινωνικούς κανόνες. Η τρυφερότητα, τα όρια, η συνεργασία του σχολείου και της οικογένειας και η σταθερή καθοδήγηση, διαμορφώνουν μια υγιή επικοινωνιακή ταυτότητα.
Καθώς το παιδί μεγαλώνει, η μορφή της επικοινωνίας αλλάζει, αλλά η ανάγκη για ασφάλεια παραμένει. Οι εκπαιδευτικοί έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν ένα πλαίσιο το οποίο στηρίζει την αυτονομία και ενισχύει τη λεκτική έκφραση.
Εν κατακλείδι, ένα παιδί το οποίο έχει μάθει να επικοινωνεί μέσα από σταθερές, τρυφερές και ασφαλείς σχέσεις, εξελίσσεται σε έναν έφηβο και αργότερα σε ένα ενήλικο άτομο με αυτοπεποίθηση, σεβασμό και ικανότητα σύνδεσης με τους άλλους.
Βιβλιογραφία
Ainsworth, M. (2019). Patterns of attachment and early development. Cambridge University Press.
Bowlby, J. (2019). Attachment and loss: Volume 1 – Attachment. Basic Books.
Cozolino, L. (2020). The neuroscience of human relationships. Norton.
Darling-Hammond, L. (2021). The connected educator: Building secure relationships in schools. Teachers College Press.
Goldstein, S. (2021). Empathy in early childhood classrooms. Routledge.
Immordino-Yang, M. (2019). Emotions, learning, and the brain. Norton.
McLaughlin, C. (2022). Teacher–student connectedness in middle childhood. Child Development Perspectives, 16(2), 85–92.
Perry, B., & Szalavitz, M. (2020). What happened to you? Houghton Mifflin Harcourt.
Saarni, C. (2020). Emotional competence and child development. Guilford Press.
Sheridan, S., Knoche, L., & Clarke, K. (2020). Family–school partnerships and early learning. Early Childhood Research Quarterly, 53, 15–25.
Siegel, D., & Bryson, T. (2020). The power of showing up. Delacorte Press.
Thompson, R. (2020). Attachment, trauma and emotional development. Wiley-Blackwell.
Waters, E., & Cummings, E. (2021). Attachment in educational contexts. Routledge.