Η επικοινωνία αποτελεί ένα αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης, που διαμορφώνεται σταδιακά από την παιδική ηλικία και αναπτύσσεται ως την ενηλικίωση. Πως πραγματοποιείται η επικοινωνία; Με τρία βασικά στοιχεία: ένα πομπό, ένα μήνυμα (λεκτικό ή μη) και ένα δέκτη. Για παράδειγμα, ένα παιδί, από την ηλικία των δυόμιση ετών, μαθαίνει να επικοινωνεί για πρώτη φορά με τους γονείς του. Οι γονείς, αντίστοιχα, αντιλαμβάνονται την επικοινωνία αυτή στηριζόμενοι πάντοτε στο δικό τους σύστημα και τον δικό τους τρόπο αντίληψης των μηνυμάτων. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην εργασία.
Τα είδη της επικοινωνίας που συναντώνται συχνότερα στους χώρους εργασίας είναι η μονόδρομη, η αμφίδρομη και η αντιφατική επικοινωνία. Η μονόδρομη επικοινωνία στην εργασία περιλαμβάνει από την πλευρά του εργοδότη:
α) εξουσία,
β) αυστηρότητα και
γ) επιβολή απόλυτων ιδεών με τη μορφή εντολών
ενώ ο εργαζόμενος δέχεται πιέσεις να αυξήσει την αποδοτικότητα του και αποδοκιμασία για τις ικανότητες του ή και τιμωρία (Καστρινάκης Λ., 2014).
Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι το μήνυμα λαμβάνεται με αυστηρό τρόπο (εντολή) από τον εργοδότη και στη συνέχεια εκτελείται βάσει της προσωπικής εκτίμησης του εργαζομένου, ο οποίος παρουσιάζει αυξημένα επίπεδα άγχους, λόγω ελλιπούς καθοδήγησης.
Από την άλλη, η αμφίδρομη επικοινωνία περιλαμβάνει:
α) φιλική αντιμετώπιση,
β) ανταλλαγή και επεξεργασία ιδεών από κοινού (εργοδότης με εργαζόμενο),
γ) ενθάρρυνση (ή αλλιώς επιδοκιμασία),
δ) καθοδήγηση και
ε) κίνητρα για την αύξηση της απόδοσης (Καστρινάκης Λ., 2014).
Βασιζόμενοι στα παραπάνω βασικά χαρακτηριστικά των δύο αυτών μορφών επικοινωνίας είναι φανερό ότι η αμφίδρομη αποτελεί τη βέλτιστη λύση για τον εργασιακό χώρο αφού μπορεί να χαρακτηριστεί ως ηγετική επικοινωνία.
Σε μια συνέντευξη εργασίας, ο εργοδότης αναφέρει: «Το Σάββατο δεν είμαστε ανοικτά αλλά εμείς χρησιμοποιούμε τους χώρους της επιχείρησης για να προγραμματίσουμε την επόμενη εβδομάδα».
Το παραπάνω μήνυμα ξεκινάει δηλώνοντας ότι το Σάββατο δεν είναι εργάσιμη ημέρα (άρα ο εργαζόμενος δεν θα πάει στην επιχείρηση) όμως στην συνέχεια το μήνυμα αλλάζει προτρέποντας τον να πάει και να εργαστεί για τον προγραμματισμό της επόμενης εβδομάδας.
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, η αρχική εντύπωση που σχηματίζεται από τον εργαζόμενο (ότι δηλαδή το Σάββατο δεν είναι εργάσιμη ημέρα) δεν ταυτίζεται με τις προσδοκίες του εργοδότη του, δηλαδή, ότι το Σάββατο είναι ημέρα εργασίας και μάλιστα προγραμματισμού της επόμενης εβδομάδας (Γκάρνερ Α., 2017).
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα δυσαρέσκεια του εργαζομένου, ο οποίος σταδιακά αρχίζει να έχει αισθήματα:
- οργής, γιατί εργάζεται έξι ημέρες αντί για πέντε που είχε αρχικά συμφωνήσει,
- ενοχής, γιατί δεν κατάλαβε καλά αυτό που του ανέφερε ο εργοδότης στην συνέντευξη,
- ντροπής, αφού αδυνατεί να εκφράσει τη διαφωνία του για το γεγονός αυτό και
- θλίψης αφού αισθάνεται εγκλωβισμένος στην κατάσταση αυτή (Wegscheider-Cruse S., 2002).
Τα παραπάνω συναισθήματα έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων αυτοεκτίμησης του εργαζομένου, η οποία σταδιακά οδηγεί σε μειωμένη απόδοση στην εργασία του.
Όλα τα παραπάνω, δηλώνουν ότι η αντιφατική επικοινωνία έχει πιο δυσμενή αποτελέσματα, σε σχέση με τη μονόδρομη, αφού διαταράσσει τις σχέσεις στο εσωτερικό της επιχείρησης και μειώνει την απόδοση του προσωπικού της. Συνεπώς, η μορφή επικοινωνίας, η οποία επιφέρει τα μέγιστα σε μία επιχείρηση είναι η αμφίδρομη αφού προσφέρει τέσσερα βασικά στοιχεία του σύγχρονου μάνατζμεντ: ειλικρίνεια, επιβράβευση, επιδοκιμασία και καθοδήγηση.
Βιβλιογραφία για την επικοινωνία:
– Καστρινάκης, Α. (2014). Ψυχοσωματική νοημοσύνη. Ηράκλειο: Εκδόσεις Τυποκρέτα.
– Γκάρνερ Α. (2017). Η τέχνη της επικοινωνίας: Πώς να γίνεται περισσότερο αποτελεσματικοί σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
– Wegscheider-Cruse, S. (2002). Μάθε ν’ αγαπάς τον εαυτό σου. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.