Fitter Happier
«Fitter, happier, more productive, comfortable». Με αυτούς τους στίχους ξεκινά το πρώτο τραγούδι της τρίτης πλευράς του «OK COMPUTER». To «Fitter Happier» δεν αποτελεί ακριβώς τραγούδι, αλλά ένα ποίημα που απαγγέλλεται με την μορφή λίστας. Η φωνή ανήκει στον «Fred», μια ηλεκτρονική φωνή που περιλαμβάνεται στους υπολογιστές Macintosh. Αυτός ο τρόπος αναπαραγωγής επιλέχτηκε, για να αφαιρεθεί κάθε μορφή συναισθηματισμού που η φωνή ενός ανθρώπου μπορεί να μεταδώσει. Θυμίζει αρκετά την φωνή που χρησιμοποιεί ο Stephen Hawking για να επικοινωνήσει και ίσως να έπαιξε και αυτό τον ρόλο του στην επιλογή.
O Thom York έγραψε τους στίχους σε δέκα λεπτά, επισημαίνοντας πως αποτελούν επικεφαλίδες για τις συνθήκες που επικρατούσαν στον δυτικό κόσμο τη δεκαετία του ’90. Η «φωνή» των Radiohead θεωρεί τους στίχους αυτούς το πιο ανατρεπτικό πράγμα που έχει γράψει ποτέ και είπε ότι ήταν «απελευθερωτικό» να δώσει τα λόγια σε μια φωνή υπολογιστή με τόσο ουδέτερο ήχο. Στο παρασκήνιο του κομματιού, ακούγεται ένα «στοιχειωμένο» πιάνο επενδεδυμένο από effects και λούπες, ορισμένες από αυτές παρμένες από την ταινία «Τρεις μέρες του Κόνδορα» του 1975. Αν μπορούσαμε να σκεφτούμε ένα κομμάτι που επηρεάστηκε από το «Fitter Happier» αυτό είναι το «Harder, Better, Faster, Stronger» των Daft Punk, λόγω της χρησιμοποίησης ηλεκτρονικής φωνής και εδώ.
Το «Fitter Happier» αποτελεί ένα σχόλιο για το ήθος και τις αξίες της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας και αρχικά ήταν να χρησιμοποιηθεί ως εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ, αλλά εν τέλει τοποθετήθηκε ακριβώς στη μέση. Αυτό το τραγούδι -που δεν είναι ακριβώς τραγούδι- συνοψίζει, περισσότερο από κάθε άλλο, το concept του OK COMPUTER.
Electioneering
Το Electioneering, που χαρακτηρίζεται από την παραμόρφωση και το solo κιθάρας του Jonny Greenwood, είναι το πιο προσανατολισμένο προς την ροκ κομμάτι του album. Ο ήχος σε αυτο το κομμάτι είναι πιο κοντά στο στυλ των Radiohead επί «Pablo Honey».
Το κυνικό «Electioneering» είναι το πιο άμεσα πολιτικοποιημένο τραγούδι του album, με στίχους εμπνευσμένους από το«Manufacturing Consent» του Chomsky, ένα βιβλίο που διάβαζε ο Thom Yorke κατά την περίοδο της ηχογράφησης του OK COMPUTER, που αναλύει τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε αυτό το κομμάτι είναι εμφανές πως είχαν ως πρότυπο τους R.E.M και το κομμάτι τους These Days της προηγούμενης δεκαετίας αποτέλεσε αναφορά.
Οι παραμορφώσεις και τα solo της κιθάρας του Greenwood, που αποτελούν και τα πιο αξιόλογα σημεία του τραγουδιού, με την σειρά τους επηρέασαν με την σειρά τους καλλιτέχνες όπως οι Muse και οι Queens Of The Stone Age. Κομμάτια όπως το «Plug in baby» και το «Little sister» επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.
Climbing Up The Walls
Στο «Climbing Up The Walls» η φωνή του Thom Yorke έχει φιλτραριστεί και ακούγεται σαν να έχει χαθεί σε ένα είδος κατατονικής μανίας. Σε ένα album που αφορά στην αποξένωση και στην απομόνωση, αυτό το τραγούδι πηγαίνει παραπέρα, -σε μια σκοτεινή μοναξιά- δημιουργώντας μια κινηματογραφική αίσθηση χαμού.
Το κομμάτι είναι επενδεδυμένο με έγχορδα, ambient ήχους και επαναλαμβανόμενα μεταλλικά κρουστά. Το τμήμα εγχόρδων συνέθεσε ο Jonny Greenwood για 16 όργανα και είναι εμπνευσμένο από τον σύγχρονο κλασικό συνθέτης Krzysztof Penderecki και την δημιουργία του «Threnody to the Victims of Hiroshima». Ο Greenwood είπε: «Είδα με ενθουσιασμό την προοπτική να γράψω για έγχορδα που δεν θα ακούγονταν σαν το «Eleanor Rigby», κάτι που συμβαίνει σε όλα τα κομμάτια εγχόρδων τα τελευταία 30 χρόνια».
To 2011 ο rapper Lloyd Banks στο mixtape του «The Cold Corner 2» στο κομμάτι «Cold Corner 2 (Eyes Wide)» σαμπλάρει τα τύμπανα του Phil Selway από το «Climbing Up the Walls», χρησιμοποιώντας τα ως βασικό ρυθμό. Στο background ακούγονται samples από το μπάσο και την κιθάρα του τραγουδιού, με έναν πιο «άκαμπτο» ατμοσφαιρικό τρόπο.
No Surprises
Η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το τραγούδι που έπεται του «Climbing Up The Walls». Με ρυθμό παιδικού νανουρίσματος και ηχογραφημένο σε μία μοναδική λήψη το «No Surprises» είναι ένα τραγούδι που δίνει την αίσθηση ενός γέρου, κουρασμένου ανθρώπου που θέλει απλά να ξεφύγει από όλα, και μένει απαθής.
Η ηλεκτρική κιθάρα είναι εμπνευσμένη από το «Wouldn’t It Be Nice» των Beach Boys και συνομιλεί άριστα με το μεταλλόφωνο, που έγραψε ο Jonny Greenwood, ενώ τα φωνητικά πατάνε πάνω στο «Sunday Morning» των The Velvet Underground and Nico. Οι Radiohead προσπάθησαν να αναπαράγουν τη διάθεση του Louis Armstrong στο «What a Wonderful World» και την soul μουσική του Marvin Gaye.
Ελπίζοντας να επιτύχουν έναν πιο αργό ρυθμό με όμορφο αποτέλεσμα, το συγκρότημα έπαιξε με ταχύτερο ρυθμό από το κανονικό και στη συνέχεια επιβράδυνε την αναπαραγωγή του, ώστε ο Yorke να γράψει τα φωνητικά του δημιουργώντας ένα «αιθέριο» αποτέλεσμα. Οι στίχοι μοιάζουν να περιγράφουν μια αυτοκτονία ή μια ανεκπλήρωτη ζωή ή την δυσαρέσκεια για τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική τάξη ή όλα αυτά μαζί. Η ένταση ανάμεσα στη μουσική και στους στίχους χτίζεται δραματικά χωρίς να διαλύεται, δημιουργώντας ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για το πώς τα μέλη των Radiohead αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο Ed Droste των Grizzly Bear και ο Jonny Greenwood των Radiohead είναι έχουν εκφράσει αμοιβαίο θαυμασμο. Οι Grizzly Bear άνοιξαν μια περιοδεία των Radiohead το 2008 και ο Greenwood κάποτε ανέφερε τον την μπάντα από το Brooklyn ως το αγαπημένο του συγκρότημα. Το «Knive» των Grizzly Bear έχει πολλά κοινά στοιχεία με το τραγούδι των Radiohead, όπως και ηχητικές αναφορές στους Beach Boys.
Lucky
Το «Lucky» είναι εμπνευσμένο από τον Βοσνιακό Πόλεμο και συμπεριλήφθηκε αρχικά στο album «The Help Album» καταγράφοντας τη σκοτεινή τρομοκρατία της σύγκρουσης. Οι στίχοι περιγράφουν έναν άνθρωπο που επιβιώνει από μια συντριβή αεροπλάνου, και πριν καταλήξουν στην τελική τους μορφή ήταν περισσότερο πολιτικοποιημένοι. Το κομμάτι ξεκινάει με τον Ed O’Brien να παίζει την κιθάρα του σε πολύ ψηλούς τόνους πριν ξεκινήσουν τα πολύ βαθιά φωνητικά του Thom Yorke.
Πολλοί έχουν παρομοιάζει πως η κιθάρα θυμίζει ιδιαίτερα Pink Floyd και έχει κοινά χαρακτηριστικά με το «Breath». Από την άλλη, φαίνεται το κομμάτι -πιθανόν και ολόκληρος ο δίσκος- να έχει επηρεάσει τους Αμερικανούς Grandaddy στον δίσκο τους «The Sophtware Slump».
The Tourist
Το οποίο έγραψε ο Jonny Greenwood ως ένα ασυνήθιστα ασταθές κομμάτι, όπου κάτι «δεν χρειάζεται να συμβεί … κάθε τρία δευτερόλεπτα», και σαφώς επηρεασμένος από το αγαπημένο του «Echoes» των Pink floyd. Για το συγκεκριμένο κομμάτι είπε ότι «Δεν ακούγεται καθόλου ως τραγούδι των Radiohead».
Οι στίχοι, που γράφτηκαν από τον Thom Yorke, είναι εμπνευσμένοι από την εμπειρία του να βλέπει Αμερικανούς τουρίστες στη Γαλλία, να προσπαθούν με μανία να δουν όσο το δυνατόν περισσότερα τουριστικά αξιοθέατα. Είπε ότι είχε επιλεγεί ως το κομμάτι κλεισίματος γιατί «ολόκληρο το album αποτελείται από θορύβους στο παρασκήνιο του κάθε τραγουδιού και ότι τα πάντα κινούνται πάρα πολύ γρήγορα και δεν είμαστε σε θέση να συμβαδίσουμε με αυτά». Στο τέλος του τραγουδιού το «απροσδόκητα bluesy waltz» φτάνει στο τέλος καθώς οι κιθάρες αποχωρούν, αφήνοντας μόνα τα τύμπανα και τα μπάσο, ενώ το κομμάτι ολοκληρώνεται με τον ήχο ενός μικρού κουδουνιού.
Το «The Tourist» επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους My Morning Jacket να συνθέσουν τελευταίο τραγούδι, πιθανώς, του πιο αξιόλογου album τους. To «Dondante» είναι το κύκνειο άσμα του album «Ζ» και αποτελεί επικήδειο ύμνο στον κολλητό και συμμαθητή του που αυτοκτόνησε, σε μια περιπλάνηση, ψάχνοντας την επιβεβαίωση της ζωής μέσω του falsetto του Jim James που εναλλάξ ψιθυρίζει και ουρλιάζει στην κιθάρα.
Οι Radiohead το 2017 έρχονται να γιορτάσουν μαζί μας τα 20 χρόνια του OK COMPUTER με το επετειακό ΟΚΝΟΤΟΚ, που περιέχει και κάποια από τα ακυκλοφόρητα τραγούδια τους. O δίσκος συνοδεύεται και με κάποια χειρόγραφα σκίτσα και σημειώσεις του Thom Yorke.
Πρόκειται για ένα album που επηρέασε όσο κανένα άλλο την σύγχρονη ιστορία της μουσικής, ερχόμενο σε μία χρονική στιγμή (1997) που αποτελούσε μεταβατική περίοδο σε κάθε τομέα, με το millenium να πλησιάζει. Σχολιάζει κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, πολύ πριν αυτά γίνουν αντιληπτά στον ευρύτερο κόσμο, χωρίς όμως να χάνει σε μουσική ποιότητα.
Οι Radiohead είναι μια μπάντα που από τότε που ξεκίνησε, ενώ έχει πειραματιστεί με την μουσική της, έχει αλλάξει όνομα (πρώην On a Friday), δεν έχει αλλάξει η σύνθεση των μελών της. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικό είναι το κάθε ένα από αυτά στην δημιουργία ενός συνόλου που μετά από 25, σχεδόν, χρόνια συνύπαρξης εμφανίζονται πιο μεστοί και σίγουροι για τον εαυτό τους. Το έδειξαν άλλωστε και τις δύο τελευταίες συναυλιακές χρονιές που εμφανίστηκαν να είναι στα καλύτερά τους γνωρίζοντας πολύ καλά γιατί βρίσκονται στην θέση που είναι, και κάνοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα. Να μας συγκινούν!