Κάθε μήνα θα εξερευνούμε παρέα τα “απόκρυφα” της Metal μουσικής, ακούγοντας κάθε φορά τέσσερα ολόκληρα album και αναλύοντάς τα. Σε αυτό το μουσικό ταξίδι θα λάβουν μέρος φημισμένες κι επιτυχημένες μπάντες με χρυσούς και πλατινένιους δίσκους, θρύλοι της ιστορίας του είδους, νέες ανερχόμενες μπάντες, αλλά και πιο underground μουσικά σχήματα που ποτέ δεν απέκτησαν για διάφορους λόγους την αναγνώριση που πιθανώς άξιζαν. Χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις και φλυαρία προχωράμε στο πρώτο album και την πρώτη μπάντα του αφιερώματος.
Domine – Champion Eternal
Οι Domine είναι μία power metal μπάντα από την Ιταλία. Δημιουργήθηκε το 1983 στη Φλωρεντία και μετά από μία δεκαετία στην underground σκηνή και με αλλαγές προσώπων στο βασικό της σχήμα κυκλοφόρησε το πρώτο της album. Πρόκειται για το “Champion Eternal”. Στο συγκεκριμένο album διακρίνονται έντονα οι επιρροές της μπάντας από την επικής φαντασίας μυθιστορηματική σειρά “Sword and Sorcery” του συγγραφέα Michael Moorcock. Αρκετά κομμάτια του “Champion Eternal” επικεντρώνονται στον χαρακτήρα Elric of Melnibone, βασικό πρωταγωνιστή του “Sword and Sorcery”.
Το album αποτελείται συνολικά από 8 τραγούδια, μία σύντομη instrumental εισαγωγή κι ένα μεταβατικό μέρος. Ο γενικός ήχος του album δεν προσιδιάζει στο χαρακτηριστικό μελωδικό ήχο του ευρωπαϊκού power metal. Μάλλον ηχητικά βρίσκεται πιο κοντά στην αμερικανική power metal, αλλά και πάλι αν εξαιρούσαμε τους στίχους θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί το απλά ως heavy metal με κάποια power και progressive metal χαρακτηριστικά.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί το “Champion Eternal” είναι σκοτεινή, επιβλητική και φυσικά επική. Τα στεγνά επιθετικά riff της ηλεκτρικής κιθάρας συμπληρώνονται από το εκπληκτικό εύρος των φωνητικών του frontman της μπάντας. Το μπάσο παίζει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία αυτής της σκοτεινής ατμόσφαιρας και είναι αρκετά ενισχυμένο σε όλη τη διάρκεια του album. Σε πολλά τραγούδια το μπάσο είναι τόσο σημαντικό όσο οι ηλεκτρικές κιθάρες. Ειδικά στα “Army of the Dead” και “The Chronicles of the black sword” η όλη μουσική φαίνεται να είναι επικεντρωμένη γύρω από τα bass lines του Riccardo Paoli. Το tempo εναλλάσσεται κατά τη διάρκεια των περισσότερων κομματιών, όπως στο “Freedom Flight” και φυσικά στο δωδεκάλεπτο έπος που ακούει στο όνομα “The Eternal Champion” και που αποτελείται από επτά διαφορετικά μέρη. Τα drums έρχονται να συμπληρώσουν αυτήν τη μουσική πανδαισία προσθέτοντάς της επιπλέον δυναμισμό και καθορίζοντας το ρυθμό.
Γενικότερα θα μπορούσε ευλόγως να ειπωθεί ότι το “Champion Eternal” είναι ένα album που προσπαθεί μέσα από τα γεμάτα ρυθμό ορχηστρικά κομμάτια να κατασκευάσει έναν φανταστικό κόσμο, να ταξιδέψει τον ακροατή μέσα στον κόσμο αυτό και να διηγηθεί μία σκοτεινή ιστορία περιπέτειας και φαντασίας. Ακούγοντας το συγκεκριμένο album πάνω από καμιά δεκαριά φορές μπορώ να δηλώσω με σιγουριά ότι πετυχαίνει το σκοπό του στο 100%.

Domine current line-up: Morby, Enrico Paoli, Riccardo Paoli, Stefano Bonini, Riccardo Iacono.
Χρονική διάρκεια “Champion Eternal”: 1 ώρα περίπου
Δισκογραφική: Dragonheart
Tracklist:
- Hymn (intro)
- The Mass of Chaos
- The Chronicles of the Black Sword
- The Freedom Flight
- Army of the Dead
- The Proclamation (μεταβατικό μέρος)
- Dark Emperor
- Rising from the Flames
- The Midnight Meat Train
- The Eternal Champion
Lich King – Born of the Bomb
Συνεχίζουμε σε υψηλά ντεσιμπέλ με την αμερικανική thrash metal μπάντα Lich King και το πέμπτο τους album με τίτλο “Born of the Bomb”. Μετά από τα πρώτα τέσσερα μέτρια σε γενικές γραμμές album με τις αντίστοιχα μέτριες κριτικές, οι Lich King κυκλοφορούν το 2012 αυτήν την τρομερή δουλειά, η οποία κυριολεκτικά τίναξε στον αέρα όλους τους επικριτές τους. Το συγκεκριμένο album είναι η απόδειξη ότι το thrash metal ζει ακόμη και μετά το τέλος των 80s. Το “Born of the Bomb” κάλλιστα θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρυσή για το thrash metal περίοδο και θα στεκόταν επάξια δίπλα σε album των big 4 (Metallica, Slayer, Anthrax, Megadeth), όπως τα “Kill em all”, “Reign in blood”, “Among the living” και “Peace sells but who’s buying”.
Το album ανοίγει με το instrumental intro “All Hail” και μας προϊδεάζει για την έκρηξη αδρεναλίνης που έπεται να ακολουθήσει. Κεντρικό ρόλο στο album παίζουν φυσικά οι δύο κιθάρες και τα drums. Βαριά και πολύ γρήγορα riffs σε συνδυασμό με drums σε υψηλό ρυθμό χαρακτηρίζουν σχεδόν όλα τα τραγούδια. Φυσικά σε ένα ξεκάθαρα thrash metal album δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα αστραπιαία shred solos από τον lead κιθαρίστα Nick Timney. Ειδικά στο σόλο του “Axe Cop” ο Nick Timney μοιάζει να “πετάει φωτιές”. Το μπάσο ακούγεται καθαρά στο μεγαλύτερο μέρος του album, αλλά περισσότερο παίζει συμπληρωματικό ρόλο πίσω από τις κιθάρες και τα drums.
Τα καθαρά αλλά συγχρόνως δυναμικά φωνητικά του Tom Martin συμπληρώνουν την γενικότερη βίαιη ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από το “Born of the Bomb”. Γενικότερο όλα τα κομμάτια έχουν πολύ συγκεκριμένη δομή και ακολουθούν ευλαβικά τους γενικούς κανόνες του thrash metal είδους. Ωστόσο, μπορεί κανείς να εντοπίσει μερικές ευχάριστες εκπλήξεις, οι οποίες προσθέτουν φρεσκάδα και την προσωπική πινελιά των Lich King. Πρώτα στο solo του “Wage Slave” και στη συνέχεια στο intro του “Agnosticism” είναι έκδηλες κάποιες επιρροές από μουσική δομή, που βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην progressive metal. Δεύτερον, την “βεβαρυμένη” ατμόσφαιρα “σπάνε” οι κωμικοί στοίχοι σε τραγούδια όπως το “Fan Massacre”.
Αποκορύφωμα του “Born of the Bomb” αποτελούν τα “We came to Conquer” και “Lich King IV”, στα οποία διαφαίνεται η ωριμότητα και η εξέλιξη της μπάντας σε σύγκριση με την πρώιμη δισκογραφία τους. Απίστευτη δουλειά έχει γίνει από τη μπάντα της Μασαχουσέτης και στη διασκευή του “Agents of steel”. Ελπίζω να μη φανώ “αιρετικός” λέγοντας ότι ξεπέρασαν με αυτή την εκτέλεση το αυθεντικό.
Lich King current line-up: Tom Martin, Brian Westbrook, Joe Nickerson, Nick Timney, Mike Dreher.
Χρονική διάρκεια “Born of the Bomb”: περίπου 50 λεπτά.
Δισκογραφική: Mort Productions
Tracklist:
- All Hail (intro)
- We Came to Conquer
- Wage Slave
- In the End, Devastation
- Fan Massacre
- Agnosticism
- Combat Mosh
- Axe Cop
- Agents of Steel
- Lich King IV
Edge of Sanity – Infernal
Προχωράμε με την Σουηδική death metal μπάντα Edge of Sanity. Το album “Infernal” είναι η πιο διφορούμενη δισκογραφική δουλειά της σκανδιναβικής μπάντας. Πρόκειται για ένα album που κυκλοφόρησε το μακρινό 1997, σε μία περίοδο που τα μέλη της μπάντας βρέθηκαν στα “μαχαίρια” και λίγο αργότερα διαλύθηκαν. Ίσως πολλούς να παραξενέψει η συγκεκριμένη επιλογή, καθώς το συγκεκριμένο album έχει κατακριθεί κατά καιρούς από κριτές και fans. Ωστόσο, αν ακούσει κανείς προσεκτικά μερικές φορές το “Infernal”, ίσως να ανακαλύψει αρκετά από τα στοιχεία που το καθιστούν απολαυστικό στο “αυτί”, ιδιαίτερο, έως και ξεχωριστό θα μπορούσα να πω.
Το μεγαλύτερο μέρος του album χαρακτηρίζει η εναλλαγή από βαριά και επιθετικά, σε πιο μελωδικά και τεχνικά guitar riffs, η υποστήριξη παρασκηνιακά από τα “πιασάρικα” bass lines και η σταθερότητα του ρυθμού που δίνουν τα drums. Η σταθερότητα των drums είναι άλλωστε αυτή, που κατά τη γνώμη μου, παίρνει το “Infernal” από το χέρι και το οδηγεί από τη μετριότητα σε ένα πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα. Να σημειωθεί ότι ο ντράμμερ, Benny Larsson, ήταν το μοναδικό μέλος που είχε συμμετοχή στην ηχογράφηση όλων των τραγουδιών.
Τα υπόλοιπα μέλη ήταν διχασμένα ανάμεσα στη διαμάχη του τραγουδιστή Dan Swano και του κιθαρίστα Andreas Axelsson. Συνεπώς, τα μισά κομμάτια γράφτηκαν από τον Swano και τα άλλα μισά από τα υπόλοιπα μέλη. Οι καλλιτέχνες είχαν φτάσει σε σημείο μάλιστα να μην θέλουν να βρίσκονται καν στον ίδιο χώρο για την ηχογράφηση. Αυτό οδήγησε στο διχασμό του “Infernal” και στο αμφιλεγόμενο τελικό αποτέλεσμα. Τα περισσότερα κομμάτια του Swano κατέληξαν να ισορροπούν μεταξύ καθαρών φωνητικών και “growling” και εμπεριέχουν έντονα μελωδικά στοιχεία. Αυτό το διακρίνει κανείς πολύ εύκολα στα “15-36”, “Losing Myself” και “The Last Song”. Αντίθετα, τα κομμάτια του Axelsson βασίζονται ξεκάθαρα στις βάσεις του death metal, με έντονα παραμορφωμένα φωνητικά και “brutal” μέρη στο γράψιμο της μουσικής για τις ηλεκτρικές κιθάρες και το μπάσο, όπως στα “Helter Skeltel” και “Damned by the Damned”.
Καταλήγοντας, αυτή η “διπολικότητα” του “Infernal” είναι και αυτή που το καθιστά ιδιαίτερο. Η αδυναμία της μη συνοχής μεταξύ των κομματιών, είναι αυτή που τελικά του προσδίδει φρεσκάδα και το καθιστά απρόβλεπτο. Το τελικό αποτέλεσμα του “Infernal”, που ναι μεν δεν είναι η καλύτερη δουλειά των Edge of Sanity, αποτελεί όμως ένα πάντρεμα μεταξύ του καθαρού death, του melo-death και του progressive metal και καταδεικνύει την εξέλιξη που έχει βιώσει η ίδια η μπάντα. Είναι σίγουρα μία δισκογραφική δουλειά που αξίζει το χρόνο του ακροατή, τόσο για το ηχητικό αποτέλεσμα που τελικά παράγει, όσο και για το ιστορικό της γενικότερης συγκυρίας μέσα στην οποία δημιουργήθηκε.

Edge of Sanity line-up: Dan Swano, Andreas Axelsson, Sami Nerberg, Anders Lindberg, Benny Larsson.
Χρονική διάρκεια “Infernal”: περίπου 50 λεπτά
Δισκογραφική: Black Mark
Tracklist:
- Hell is Where the Heart is
- Helter Skelter
- 15:36
- The Bleakness of it All
- Damend by the Damned
- Forever Together Forever
- Losing Myself
- Hollow
- Inferno
- Burn the Sun
- The Last Song
Tanith – In Another Time
Φτάνοντας προς το τέλος του άρθρου οφείλουμε να κατεβάσουμε λίγο τα ντεσιμπέλ. Μετά το death metal “Infernal” θα πάμε σε ένα πιο hard rock/κλασσικό heavy metal album. Ο λόγος είναι για το “In Another Time” των Tanith, το οποίο αποτελεί το ντεμπούτο τους. Η μπάντα αποτελείται από τον γνωστό κιθαρίστα και τραγουδιστή Russ Tippins, των Satan, Blind Fury και Pariah και τους πρωτοεμφανιζόμενους Keith Robinson στα drums, Charles Newton στην κιθάρα και τη Cindy Maynard στο μπάσο και στα φωνητικά. Ναι, όπως καταλάβατε μεγάλη ιδιαιτερότητα της μπάντας και του “In Another Time” είναι το ντουέτο με ανδρικά και γυναικεία φωνητικά.
Στο album διακρίνεται ένα throwback στα 70s με επιρροές από μπάντες εκείνης της περιόδου. Προσωπικά στο “In Another Time”, παρατηρώ έντονη επιρροή από τους Blue Oyster Cult και το “Fire of Uknown Origin”. Ωστόσο, μην πιστέψετε ούτε στιγμή, ότι πρόκειται απλά για μία ακόμη μπάντα που απλά προσπαθεί να αναβιώσει τον ήχο των 70s. Αντιθέτως, πρόκειται για καλλιτέχνες που αναδεικνύουν μεν τις επιρροές τους, αλλά προσθέτουν και δικά τους στοιχεία καθιστώντας μοναδικό το τελικό αποτέλεσμα.
Το συγκεκριμένο album ανοίγει με το μαγευτικό “Citadel” και ήδη από την αρχή γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα album διαμαντάκι. Τα διπλά φωνητικά συνδυάζονται άρτια μεταξύ τους. Οι κιθάρες είναι όσο “βρώμικες” χρειάζεται για να σπρώξουν το album από τη hard rock στη heavy metal, μελωδικές όπου χρειάζεται και με solo από άλλη διάσταση. Τα drums δίνουν το ρυθμό και ο Keith Robinson υπογράφει με τη δικιά του πινελιά με “fill-ins” σε τραγούδια όπως τα “Wing of the Owl”, “Mountain” και “Eleven Years”. Το μπάσο της Cindy Maynard προστίθεται στη μίξη και δένει πολύ ωραία με τα υπόλοιπα όργανα. Δυσκολεύομαι να αποφασίσω αν τα φωνητικά της Cindy είναι καλύτερα από το παίξιμό της στο μπάσο ή το αντίθετο. Πραγματικά είναι απορίας άξιο πως η πλειονότητα των μελών είναι πρωτοεμφανιζόμενα και δεν διαθέτουν προηγούμενες εμπειρίες. Φυσικά η εμπειρία του Russ έχει παίξει κι αυτή το ρόλο της στο τελικό αποτέλεσμα.
Το album κλείνει με την ατμοσφαιρική instrumental μπαλάντα “Under the Stars”. Γενικά, πρόκειται για μία άρτια δισκογραφική δουλειά, ένα προσεκτικά δομημένο αριστούργημα. Το συγκεκριμένο album ταξιδεύει τον ακροατή σε έναν μαγικό κόσμο, σε μία διαφορετική εποχή από τη δική μας, στον κόσμο που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του “In Another Time”. Προσωπικά, θεωρώ ότι οι Tanith με αυτό το album-ντεμπούτο έθεσαν τον πήχη πολύ ψηλά και αναμένω με αρκετές προσδοκίες την επόμενη δουλειά τους και νομίζω ότι ήταν ο πλέον καλύτερος τρόπος για να κλείσει αυτό το εκτενές άρθρο.
Tanith current line-up: Russ Tippins, Cindy Maynard, Charles Newton, Keith Robinson
Χρονική διάρκεια “In Another Time”: περίπου 44 λεπτά
Δισκογραφική: Metal Blade Records
Tracklist:
- Citadel (Galantia Pt. 1)
- Book of Changes
- Wing of the Owl (Galantia Pt. 3)
- Cassini’s Deadly Plunge
- Under The Stars
- Mountain
- Eleven Years
- Dionysus
- Under the Stars