
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησε την Ευρώπη, και κυρίως την ανατολική, σε μία νέα πραγματικότητα. Το αχανές αυτό κράτος “έσπασε” σε μικρότερα κομμάτια και στη θέση του δημιουργήθηκαν δεκατέσσερα νέα κράτη, με διαφορετικές κυβερνήσεις, διαφορετικές επιδιώξεις και διαφορετική ιστορία, ενίοτε. Πολλοί θεώρησαν πως το “βάρος” της ΕΣΣΔ, πέρασε πλέον στη Ρωσία, αν και η “νέα” Ρωσία ήταν πλέον μία κοινοβουλευτική δημοκρατία, δυτικού τύπου. Στις απαρχές όμως του νέου κράτους, συνέβησαν αρκετά θλιβερά γεγονότα, όπως και σχεδόν σε όλα τα κράτη – διαδόχους της Σοβιετικής Ένωσης, με αποκορύφωμα τη συνταγματική κρίση του 1993.
Οι πολιτικές του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι οποίες προσπάθησαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 να εξυγιάνουν και να εκσυγχρονίσουν το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, είχαν μόνο βραχύβια ισχύ, καθώς το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο κατέρρευσε, το 1991. Στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους, προκηρύχθηκαν οι πρώτες προεδρικές εκλογές στη Ρωσία, τις οποίες κέρδισε ο 60χρονος τότε Μπόρις Γιέλτσιν, πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, γεννημένος σε ένα χωριό στα Ουράλια όρη. Το ποσοστό του ανήλθε στο 58,6%. Ο Γιέλτσιν ήταν ο απροσδόκητος ήρωας του δημοκρατικού κινήματος της Ρωσίας, την εποχή της περεστρόικα, ενώ είχε μεταμορφωθεί από πιστό στέλεχος των κομμουνιστών, σε υποκινητή του λαϊκισμού. Αυτή η μεταστροφή κορυφώθηκε με τη θρυλική πλέον εικόνα του Γιέλτσιν να στέκεται πάνω σε ένα τανκ και να αντιμετωπίζει ένα σκληροπυρηνικό πραξικόπημα μπροστά από την έδρα της κυβέρνησης στη Μόσχα, τον Αύγουστο του 1991.
Αυτές οι μέρες όμως πέρασαν γρήγορα και η συνταγματική κρίση που επακολούθησε, άρχισε σταδιακά να διαφαίνεται. Η οικονομία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη μετασοβιετική εποχή πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, μιας και τα οικονομικά μέτρα που αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή ο Γιέλτσιν, έδειχναν να μην πείθουν τις αγορές αλλά ούτε και τον κόσμο. Ο τελευταίος, παρότι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αυξήσει τη δημοφιλία του, (πράγμα που εν μέρει κατάφερε), βρέθηκε το 1993 σε ανοιχτή ρήξη με το ρωσικό κοινοβούλιο, τον πρόεδρο του Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, έναν τσετσένο οικονομολόγο και άλλοτε στενό του σύμμαχο, καθώς και με τον ίδιο τον αντιπρόεδρο της χώρας, Αλεξάντερ Ρούτσκοϊ. Να σημειωθεί ότι και οι δύο υποστήριξαν τον Γιέλτσιν στην απόπειρα πραξικοπήματος, του 1991.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, με τη λεγόμενη συνταγματική κρίση να είναι πιο ορατή από ποτέ, ο Γιέλτσιν υπέγραψε τον αμφιλεγόμενο “νόμο 1.400”, ο οποίος διέλυε το κοινοβούλιο και προκήρυττε εκλογές για νέο διθάλαμο σώμα, τον Δεκέμβριο. Ο ίδιος υποστήριξε πως ο νόμος αυτός ήταν απαραίτητος για να προχωρήσει τις οικονομικές του μεταρρυθμίσεις, να καθιερώσει μία ελεύθερη αγορά και να αποτρέψει την επιστροφή στο σοβιετικό παρελθόν. Ο πρόεδρος του κοινοβουλίου αποκήρυξε δημόσια τον Γιέλτσιν, τον κατηγόρησε για αλκοολισμό και τον κάλεσε να παραιτηθεί. Σύμμαχο βρήκε στο πρόσωπο του αντιπρόεδρου Ρούτσκοϊ, ο οποίος αφού είχε έρθει σε ρήξη με τον Γιέλτσιν λόγω διαφωνιών ως προς κάποιες πολιτικές κινήσεις, είχε εκδιωχθεί από το Κρεμλίνο. Βρήκε έτσι καταφύγιο στο κτήριο του κοινοβουλίου.
Μετά την υπογραφή του εν λόγω νόμου, ο Χασμπουλάτοφ και ο Ρούτσκοϊ μάζεψαν μερικούς αντικυβερνητικούς διαδηλωτές στο κοινοβούλιο και καθαίρεσαν τον Γιέλτσιν από την προεδρία, ορίζοντας τον Ρούτσκοϊ ως προσωρινό πρόεδρο. Απευθύνθηκαν μάλιστα από τα μπαλκόνια του κτηρίου προς τους διαδηλωτές και τους προέτρεψαν να εισβάλλουν στο δημαρχείο της Μόσχας και στη ρωσική κρατική τηλεόραση. Ο Γιέλτσιν βέβαια, για να αντιμετωπίσει την κρίση, διέθετε την υποστήριξη του στρατού και του υπουργού άμυνας της χώρας, Pavel Grachev, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει πίστη στον Γιέλτσιν. Ο Grachev διέταξε τα στρατεύματά του, να εισβάλλουν στο κτήριο των επαναστατών, για να αποτρέψουν έναν “εμφύλιο πόλεμο” στη Ρωσία.
Η επίθεση έγινε στις 4 Οκτωβρίου. Τα τανκς έριξαν από κοντά και τύλιξαν το κτήριο στις φλόγες. Εικόνες από τη μαυρισμένη του πρόσοψη έκαναν το γύρο του κόσμου. Συνολικά, πάνω από εκατό άτομα σκοτώθηκαν. Οι στασιαστές παραδόθηκαν και ο Γιέλτσιν αποκατέστησε την εξουσία του. Τον Δεκέμβριο του 1993, κέρδισε ένα δημοψήφισμα το οποίο ισχυροποιούσε την εξουσία του και τον έκανε το επίκεντρο της πολιτικής ζωής της χώρας, κάτι που συνέχισε ο διάδοχός του, Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο υπουργός άμυνας Grachev μετά από αυτή την επιχείρηση, έγινε μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας και τιμήθηκε, προτού κατηγορηθεί κι εκείνος αργότερα για συνωμοσία και παυθεί από τα καθήκοντά του. Ο Γιέλτσιν κατήργησε το αξίωμα του αντιπρόεδρου, αν και ο Ρούτσκοϊ αποφυλακίστηκε ένα χρόνο μετά την κρίση, λόγω γενικής αμνηστίας που παραχωρήθηκε και ακολούθησε πολιτική καριέρα μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα.

Οι περισσότερες δυτικές χώρες εκείνη την εποχή, συντάχθηκαν με τον Γιέλτσιν ο οποίος παρουσιάστηκε ως ο πυλώνας ενότητας σε αυτή τη συνταγματική κρίση. Σήμερα, μία τέτοια σφοδρή σύγκρουση μεταξύ του κοινοβουλίου και του προέδρου της Ρωσίας, φαντάζει απίθανη, κυρίως λόγω της παντοδυναμίας του προέδρου. Φαίνεται πως και η κραταιά Ρωσία, κάποτε αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, τα οποία όμως – όπως φαίνεται τουλάχιστον – τα άφησε πίσω της.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Russia’s 1993 crisis still shaping Kremlin politics, 25 years on. Ανακτήθηκε από https://www.dw.com/en/russias-1993-crisis-still-shaping-kremlin-politics-25-years-on/a-45733546
20 Years Ago, Russia Had Its Biggest Politial Crisis since the Bolshevik Revolution. Ανακτήθηκε από https://www.theatlantic.com/international/archive/2013/10/20-years-ago-russia-had-its-biggest-political-crisis-since-the-bolshevik-revolution/280237/