Η ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο.
Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808, ενώ στην Ελλάδα έφτασε γύρω στα 1880 με τη συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi.
Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες.
Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.
Η λατέρνα κυριάρχησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση. Αυτή έκανε το λαό να χορέψει, να τραγουδήσει. Γράφτηκαν σ’αυτήν τραγούδια σμυρνέικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα., βαλσάκια και ταγκό.
Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της.
Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι’αυτήν.
Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές.
Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821.
Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες.
Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.
Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με την εμφάνιση του γραμμόφωνου και του ραδιοφώνου.Αρχίζει τότε να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού.
Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.Η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν.
Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ αυτό θέτει “εκτός νόμου” και τη λατέρνα.
Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και σκουριάζουν στις αποθήκες.
Η Φίνος Φιλμ αναζωογονεί τη λατέρνα γυρίζοντας δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” το 1955 και το “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο” το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.
Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο.
«Η λατέρνα είναι σαν τη γυναίκα. Για να γεννήσει θέλει έρωτα. Θέλει αγάπη. Έχει τα μυστικά της, τα κέφια της, τις ακεφιές της, τα κουμπιά της, τους μπελάδες της, τις γλύκες της. Εδώ είναι το μυστικό. Πώς θα καρφώσεις τα καρφάκια. Κάθε καρφάκι είναι μια νότα. Αν το καρφώσεις πιο βαθιά από ότι πρέπει ή πιο λοξά, σκοτώνεις το τραγούδι». Ν. Αρμάος
Η λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.Μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το “Ποτέ την Κυριακή”, “Τα κόκκινα φανάρια”. ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το “Απόδραση στην Αθήνα”.
Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια που σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου μαζί με ότι αποτέλεσε κάποτε την πολιτιστική μας κληρονομιά.