Είναι εδώ και αρκετά χρόνια γνωστό, ότι η ελληνική είναι μία από τις αρχαίες γλώσσες που απαρτίζουν την ινδοευρωπαϊκή, τη μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια του κόσμου, η οποία κατά την αρχαιότητα μιλιόταν από την Ινδία μέχρι τη δυτική Ευρώπη. Η αποκατάσταση της μητέρας – γλώσσας γίνεται φανερό ότι αποτελεί πρόοδος της διαδικασίας σύγκρισης των παλαιότερων μορφών των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών μεταξύ τους. Έτσι, μερικά από τα στάδια της υποθετικής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας αποκαταστάθηκαν και πρόσφεραν σημαντικές πληροφορίες και για την πιο πρώιμη μορφή της ελληνικής, που συμβατικά σήμερα αποκαλείται μυκηναϊκή ελληνική.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο βρετανός αρχαιολόγος Σερ Άρθουρ Έβανς ανακάλυψε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του στην Κνωσό, πήλινες πινακίδες με συγκεκριμένα σύμβολα πάνω τους. Η γραφή που απεικονιζόταν στις πινακίδες αυτές ονομάστηκε γραμμική Β΄ επειδή δεν ήταν εικονογραφική όπως τα αρχαιότερα μινωικά ιερογλυφικά, και γιατί έμοιαζε εκ πρώτης όψεως με την προγενέστερη γραμμική Α΄. Πήλινες πινακίδες με γραμμική Β’ γραφή βρέθηκαν αργότερα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου στη Μεσσηνία και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αρχικά δεν ταυτίστηκε με καμία γλώσσα, θεωρούμενη από τον Έβανς ότι αναπαριστούσε μια ξεχωριστή γλώσσα που ονόμαζε μινωϊκή, ενώ ήταν σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατο να ήταν ελληνική.
Οι χρονολογήσεις των πινακίδων που βρέθηκαν με τη γραμμική Β΄ γραφή, έδειξαν ότι η γλώσσα που απεικόνιζαν, μιλιόταν στους μυκηναϊκούς χρόνους. Ο πολιτισμός των Μυκηναίων ήκμασε σχεδόν σε όλο τον ελλαδικό χώρο και τον ευρύτερο της Μεσογείου από το 1.600 ως το 1.100 π.Χ περίπου. Το 1952, οι Ventris & Chadwick κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν τη γραμμική Β΄ και με έκπληξη διαπίστωσαν ότι η γλώσσα που απεικονιζόταν ήταν μία πρώιμη μορφή της ελληνικής. Στα μυκηναϊκά ανάκτορα λοιπόν, ακουγόταν μία γλώσσα ακόμα πιο αρχαία από την αρχαιότερη τότε γνωστή μορφή της ελληνικής, τη γλώσσα του Ομήρου. Αυτό ισχύει για όλα τα κείμενα που βρέθηκαν στην Κρήτη, την Πύλο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και την κεντρική Ελλάδα. Όλα σχεδόν τα κείμενα είναι λογιστικά κατάστιχα και γραμμένα σε πήλινες πινακίδες που τυχαία διασώθηκαν, όταν ο πηλός ψήθηκε στα φλεγόμενα ανάκτορα.
Το γεγονός ότι τη γραφή αυτή τη χρησιμοποιούσαν μόνο οι αξιωματούχοι και οι διοικητικοί υπάλληλοι των ανακτόρων έδωσε στο φαινόμενο αυτό περιορισμένη έκταση. Μεγαλύτερο, ωστόσο, εμπόδιο είναι το ίδιο το σύστημα γραφής που χρησιμοποιούνταν από την εν λόγω γλωσσική μορφή. Το ατελές αυτό σύστημα γραφής ήταν επαρκές για τους χρήστες του, έτσι ώστε να μπορούν να ξαναδιαβάσουν αυτά που έγραψαν. Μία σύγχρονη ματιά σε αυτό, όμως, δείχνει ότι μερικά εσωτερικά του προβλήματα παραμένουν άλυτα ή πολύ δύσκολα προς επίλυση και παρουσιάζονται συχνά δυνατές ή πιθανές λύσεις, όχι όμως πάντα αποδεκτές.
Η γραμμική Β΄ έχει περίπου 90 συλλαβογράμματα μαζί με ένα απλό αριθμητικό σύστημα. Μερικά συλλαβογράμματα χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια και η σημασία τους είναι ασαφής. Επειδή όμως η γνώση μας για τη μυκηναϊκή ελληνική είναι ακόμα επισφαλής, η φωνητική αξία των ταυτοποιημένων συμβόλων συχνά πυκνά αμφισβητείται. Οι φθόγγοι που χρησιμοποιούνταν τότε, διαφέρουν από αυτούς της αλφαβητικής ελληνικής, έτσι είναι δύσκολο να τους αποδώσουμε με το ελληνικό αλφάβητο. Η ελληνική ως τον 3ο π.Χ. αιώνα ήταν κατακερματισμένη σε διαλέκτους και η σύγκριση τύπων από την κάθε διάλεκτο βοηθάει έτσι ώστε να αποκατασταθεί ο αρχικός τύπος. Για την μυκηναϊκή ελληνική, ισχύει λίγο πολύ το ίδιο: π.χ. ο τύπος ko – wo πρέπει να αποδίδει τον τύπο /korwos/ που αντιστοιχεί στο αττικό κόρος και στο ιωνικό κοῦρος, οπότε ο αρχικός τύπος της λέξης ήταν κόρFος.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως η αντικατάσταση του μακρού φθόγγου [a:] με τον φθόγγο που γράφεται ως /η/ συνέβη μετά τη 2η χιλιετία π.Χ. Στη μυκηναϊκή ελληνική λοιπόν, όλα τα θηλυκά ουσιαστικά α΄ κλίσης λήγουν πάντα σε -α και ποτέ σε -η, π.χ. ko – wa = /korwa/ = κόρη. Η συναίρεση των φωνηέντων είναι επίσης σχετικά νέα εξέλιξη και στη μυκηναϊκή οι τύποι είναι πάντα ασυναίρετοι, π.χ. do – e – ro > /doelos/ > δοῦλος. Η δασύτητα φαίνεται να έχει διατηρηθεί στην αρχή της λέξης, αν και σπάνια γράφεται, π.χ. a2 – te – ro > /hateron/ > = ἓτερον. Στα μυκηναϊκά ελληνικά διασώζεται μία σειρά χειλοϋπερωικών φθόγγων, συγκεκριμένων δηλαδή φθόγγων που προφέρονταν με την υπερώα και στρογυλλεμένα χείλη. Τα σύμβολα της γραμμικής Β΄ που αντιπροσωπεύονται με το q- (qa, qe, qi, qo) αποδίδουν τους φθόγγους αυτούς. Αργότερα, οι χειλοϋπερωικοί φθόγγο εξελίχηκαν είτε σε χελικούς [p, ph, b] ή σε οδοντικούς [t, th, d]. Έτσι, qa – si – re – u > /gʷasileus/ > βασιλεύς, qe > /kʷe/ > τε, qo – u – ko – ro > /gʷoukoloi/ > βουκόλοι.
Στη μυκηναϊκή ελληνική φαίνεται πως υπήρχαν πέντε φωνήεντα, τα /i, e, o, u, a/. Τα διπλά σύμφωνα επίσης δεν απεικονίζονται στη μυκηναϊκή ελληνική. Το ρ και το λ δεν διακρίνονται στις επιγραφές όπως και το θ με το τ και το δ με το ντ. Η φωνητική αξία του [z] επίσης δεν είναι ξεκάθαρη. Για αυτούς και για άλλους λόγους, η γραμμική Β΄ που χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπώσει τη γλώσσα αυτή φαίνεται πως δεν το έκανε με ικανοποιητικό τρόπο. Αυτό ενισχύει το επιχείρημα ότι οι Μυκηναίοι δανείστηκαν αυτό το σύστημα γραφής από άλλους μη ελληνικούς λαούς και έτσι εξηγείται και η γρήγορη σχετικά εγκατάλειψή του.
Όσον αφορά τη γραμματική της μυκηναϊκής, οι κλίσεις δεν ήταν πολύ διαφορετικές από άλλες πρώιμες μορφές της ελληνικής. Ο συγκριτικός βαθμός των επιθέτων δεν έχει την κλασική αρχαία κατάληξη -τερος, αλλά μόνο την αρχαϊκή, π.χ. μείζων, θάττων. Το αριθμητικό ένα αρχικά είχε θέμα σε /m/ που αργότερα αντικαταστάθηκε με το /n/, π.χ. εἷς < *sem -s, μυκην. δοτική e – me. Οι ρηματικοί τύποι εκτός τις μετοχές είναι σπάνιοι. Οι φωνές που χρησιμοποιούνταν ήταν δύο, η ενεργητική και η μεσοπαθητική και οι χρόνοι τέσσερις (ενεστώτας, αόριστος, μέλλοντας και παρακείμενος). Δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γνωστού παθητικού μέλλοντα και αορίστου. Από τα πρόσωπα του ρήματος, μόνο το γ΄πρόσωπο υπάρχει στις επιγραφές, π.χ. e – ke, e – ko – si > /hekhei, hekonsi/ ἒχει, ἒχουσι.
Το πιο αξιομνημόνευτο χαρακτηριστικό της μυκηναϊκής ελληνικής είναι το λεξιλόγιο, το οποίο δεν έχει σχεδόν καθόλου αλλάξει στην μετέπειτα ελληνική. Λόγου χάριν, pa – ka – na > φάσγανα > ξίφη, re – u – ko > λευκός, wa – na – ka > ἂναξ. Εμφανίζονται και μερικές λέξεις που η μυκηναϊκή ελληνική έχει δανειστεί από σημιτικές μεσογειακές γλώσσες, π.χ. ki – to > /khiton/ > χιτών. Ο σχηματισμός των σύνθετων λέξεων έχει και αυτός ελληνικό “χρώμα”, π.χ. τα αρνητικά επιθήματα σχηματίζονται με το πρόθημα a-. Τα σύνθετα κύρια ονόματα μάλλον ήταν σε ευρεία χρήση στον μυκηναϊκό κόσμο, π.χ. a – pi – do – ro = Ἀμφίδωρος. Στη μυκηναϊκή ανιχνεύονται σίγουρα και λέξεις που δεν επιβίωσαν μεταγενέστερα, π.χ. pa – ta – ja “δόρατα”. Κάποιες λέξεις ενδέχεται να έχουν αλλάξει σημασία, π.χ. η λέξη βασιλεύς σήμαινε γενικά τον “αρχηγό” μίας συγκεκριμένης ομάδας.
Οι σχέσεις της μυκηναϊκής με τις κλασικές αρχαίες ελληνικές διαλέκτους είναι δύσκολο να καθοριστούν. Υπάρχει εντυπωσιακή ομοιομορφία της μυκηναϊκής στις περιοχές που χρησιμοποιήθηκε και ίσως να υπήρχαν δύο ξεχωριστές ποικιλίες της συγκεκριμένης γλωσσικής μορφής. Το σίγουρο είναι πως η μυκηναϊκή ελληνική δε μπορεί να θεωρηθεί μητέρα των μεταγενέστερων αρχαίων ελληνικών διαλέκτων. Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού και την έλευση των Σκοτεινών Αιώνων, τα γραπτά τεκμήρια της γλώσσας σβήνουν και η μυκηναϊκή μορφή της ελληνικής αλλάζει και εγκαταλείπει το παλιό της πρότυπο.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Α.Φ. Χριστίδης (2005): Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη, ΙΝΣ.
Chadwick J. “Μυκηναϊκή Ελληνική”: Στο Α. Φ. Χριστίδης “Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: Από τις Αρχές ως την Ύστερη Αρχαιότητα“, Θεσσαλονίκη ΙΝΣ, 2η έκδοση 2014
Mycenaean Phonology: αντλήθηκε από ex515.fandom.com