Ο ευεργετισμος, ιδεολογικά, αποτέλεσε στο παρελθόν έναν πυλώνα εθνικής συγκρότησης και κοινωνικού μετασχηματισμού. Μέσα από πηγές, διαθήκες, κληροδοτήματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά και θεσμικά αρχεία, αντλούμε πληροφορίες για την ιδεολογική βάση επί της οποίας ανέπτυξαν τη δράση τους οι εθνικοί ευεργέτες, εμφορούμενοι από αξίες υπερατομικές, την εμπρόθετη χειρονομία γενναιοδωρίας για την υλοποίηση εθνικών στόχων ελλείψει κρατικών πόρων, υπό το βάρος ισχυρών γεωπολιτικών κραδασμών. Αδιαφιλονίκητα κυρίαρχο το αίσθημα κοινότητας του βίου κινητοποιεί μονάδες και ομάδες ανθρώπων που άκμασαν στην παροικία, χωρίς ποτέ να κόψουν τους δεσμούς με την πατρίδα, το μεταίχμιο μιας παγκόσμιας μετάβασης από το παραδοσιακό στο νεωτερικό μοντέλο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής Άνοιξης.
Η περσόνα του ευεργέτη
Στο πρόσωπο του ευεργέτη συναρτώνται τρεις κομβικής επιδραστικής σημασίας λειτουργίες: η προσωπική, η κοινωνική και, φυσικά, η ιστορική. Ξεκινώντας από την προσωπική, θα έλεγε κανείς ότι ο ευεργέτης λειτουργεί σαν “χρηματοφόρο υποκείμενο”, το οποίο αναλαμβάνει και διεκπεραιώνει ατομικά ένα έργο κατ’αρχήν θεσμικό και εκτεινόμενο στη σφαίρα της συλλογικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ο ευεργέτης διαθέτει τον προσωπικό του πλούτο στην υπηρεσία της υγείας, της παιδείας, της ασφάλειας, της κοινωνικής μέριμνας, στην εν γένει, δηλαδή, ανάπτυξη τη κοινωνίας ως αρμοδιότητας του κράτους. Πρόκειται για ένα εγώ για όλους, το δυναμικό αντίβαρο της θεσμικής ανεπάρκειας μπροστά σε όλους αυτούς τους νευραλγικής σημασίας τομείς.
Από πλευράς κοινωνικής, σε αντιδιαστολή προς τον παραδοσιακό φιλάνθρωπο ο ευεργέτης δεν συντρέχει τον αδύναμο που ζητεί βοήθεια μεμονωμένα και διυποκειμενικά, αλλά οργανώνει ολόκληρη την κοινωνία στη βάση θεσμική συγκρότησης-εμπέδωσης-αναπαραγωγής, προσανατολισμένος στην κοινωνική ευρυθμία και συνοχή μέσω των ευεργετημάτων του.
Σε ό,τι αφορά στην ιστορική λειτουργία, ο εθνικός ευεργέτης αποτελεί έναν οργανικό διανοούμενο, ο οποίος φτάνει στο ύψιστο σημείο της αναγνώρισης, συντελώντας στον αστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω της θεσμικής της οργάνωσης. Μέσα από την ανάδειξη τη ηγεμονίας τη αστικής τάξης, που αναλαμβάνει το έργο της ιστορικής προόδου του συνόλου, επιτυγχάνεται ο κατεξοχήν στόχος της Ελλάδας του 19ου αι. και των αρχών του 20ου. Ο στόχος αυτός δεν ήταν άλλος από την αλλαγή επιπέδου, την από κάθε πλευράς αναβάθμιση της εικόνας της.
“Η ευεργεσία δεν είναι υποχρέωση. Είναι μια πράξη προσωπικής πραγμάτωσης, ιστορικής συνειδητότητας και κοινωνικής επίγνωσης”
Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη
Ο ευεργετισμός: το χθες και το σήμερα
Ο ευεργετισμός και η επενέργειά του παρατηρήθηκε σε τρία γεωγραφικά επίπεδα, τα οποία στην Ιστορική Δημογραφία καταγράφονται συχνά ως το τρίπτυχο του τόπου. Το πρώτο από αυτά, η παροικία αποτέλεσε το λίκνο της εποποιίας και ευποιίας του ευεργέτη, παρά την κριτική που ασκήθηκε κατά καιρούς στον παροικιακό ελληνισμό. Παρόλα αυτά η πορεία του εθνικού κέντρου βρισκόταν στον πυρήνα της μέριμνας του εθνικού ευεργέτη, ο οποίος συντέλεσε αποφασιστικά στην ίδια τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε σπουδαία έργα υποδομής. Τέλος, η παρουσία των ευεργετών υπήρξε έντονη και στον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους και αποτυπώθηκε σε ανοικοδόμηση ναών, χορήγηση υποτροφιών, προικοδότηση απόρων κορασίδων.
Αναμφίβολα, ο αιγυπτιώτης ελληνισμός αποτέλεσε φυτώριο ευεργετών και ανέπτυξε στον ύψιστο βαθμό την ιδεολογία του ευεργετισμού, οργανώνοντας στην κυριολεξία τη νεοελληνική πραγματικότητα σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η ασφάλεια και σε ο,τι αφορά τους θεσμούς γενικότερα, σαν ένα αντίβαρο στην κρατική ανεπάρκεια. Ο ευεργέτης μπαίνει στη θέση της συλλογικότητας και αναδεικνύει τη δυναμική του αρωγού ως οργανωμένης μονάδας, καθώς παραχωρεί τον ατομικό του πλούτο για υπερατομικούς σκοπούς. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του εθνικού ευεργέτη Ν. Τσανακλή, ο οποίος κληροδότησε στους απογόνους του μόνο το όν0μά του, έχοντας πτωχεύσει. Άλλα ονόματα που συνδέθηκαν άρρηκτα με το φαινόμενο του ευεργετισμού, υπηρετώντας σε μια ολόκληρη πορεία ζωής την ιδεολογία του ήταν αυτά του Μαρασλή, του Βαρβάκη, του Ζάππα, του Τοσίτσα, του Μπενάκη και του Πάντου, ο οποίος οραματίστηκε την πρώτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στην Ελλάδα και χρηματοδότησε τη λειτουργία της Παντείου Σχολής στην Αθήνα στα 1927.
Πηγή
Τομαρά-Σιδέρη Ματούλα, Ευεργετισμός & νεοελληνική πραγματικότητα, εκδ. Κέρκυρα, Αθήνα 2016.