
Έξι χρόνια μετά την καταστροφή του 1922, οι Έλληνες της Σμύρνης και όλης της Μικράς Ασίας προσπαθούν ακόμα να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Διασκορπισμένοι στην Ελλάδα προσπαθούν να χτίσουν τις ζωές τους από το μηδέν. Η φτώχεια και οι κακουχίες μπόλικες. Οι ίδιοι όμως δεν το βάζουν κάτω. Μπορεί να άφησαν την πατρίδα τους αλλά στη πραγματικότητα θα την κουβαλάνε πάντα μαζί τους.
Σε μια τέτοια φτωχογειτονιά γεννήθηκε η Δόμνα Σαμίου, κόρη του Γιάνκου και της Μαρίας. Η πρώτη μέρα της Δόμνας ήταν η 12η Οκτωβρίου του 1928 στη Καισαριανή με καταγωγή από το Μπαϊντίρι της Σμύρνης. Τα βιώματα της μικρής τότε Δόμνας Σαμίου συνδέθηκαν άρρηκτα με την πατρίδα των προγόνων της αλλά και με τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι γονείς της ερχόμενοι στην Ελλάδα. Η αγάπη της για τη παραδοσιακή μουσική έκανε αισθητή την παρουσία της από πολύ νωρίς. Στα 13 της και ενώ άρχισε η φοίτησή της στο γυμνάσιο, μυήθηκε στη δημοτική αλλά και βυζαντινή μουσική από τον περίφημο Σίμωνα Καρά. Ο συγκεκριμένος θεωρούνταν ένας από τους κορυφαίους μουσικολόγους και ερευνητές της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς.
Λόγω της γνωριμίας της με τον Σ. Καρά και της ενασχόλησής της με τη χορωδία του αποκτά σχέσεις με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, όπου θα αποτελούσε σταθμό στην πορεία της. Το 1954 προσλαμβάνεται επισήμως στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής και οι ορίζοντές της διευρύνονται ακόμα περισσότερο. Το διάστημα αυτό μετακομίζει στη πρωτεύουσα ένας τεράστιος καλλιτεχνικός όγκος μουσικών και οργανοπαικτών από κάθε πλευρά της Ελλάδας. Από Θράκη μέχρι Κρήτη και από Ήπειρο μέχρι Ρόδο καταφθάνουν κάθε λογής άνθρωποι, μεταφέροντας μαζί τους τη λαογραφία και τα βιώματα τους. Την περίοδο αυτή καταγράφηκαν στο Τ.Ε.Μ, όλες αυτές οι μουσικές που μετέφεραν στη πόλη οι νεοφερμένοι καλλιτέχνες. Με την αφορμή της επαγγελματικής της ιδιότητας στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής, η Δόμνα Σαμίου γνωρίζει προσωπικά τους μουσικούς και αφουγκράζεται τη δική τους ματιά γύρω από τη μουσική. Γοητεύεται τόσο, που το 1963 παίρνει την απόφαση να βγει απ την Αθήνα και με δικά της μηχανήματα να ξεχυθεί στην επαρχία, να συλλέξει και να καταγράψει μουσικές και τραγούδια που κόντευαν να χαθούν.
Με περίσσιο ενθουσιασμό και χαρά ξεχύνεται στην επαρχία. Γνωρίζει γυναίκες και άντρες κάθε ηλικίας, από τους οποίους ξεγλιστρούν στίχοι και τραγούδια που αγγίζουν ακόμα και τους πιο δυνατούς. Η διστακτική στάση των ανθρώπων της επαρχίας, γρήγορα δίνει τη θέση στον ενθουσιασμό. Δημιουργούνται μικρά γλέντια, τα οποία ξεσηκώνουν, και μακριά από τα φώτα και τα στούντιο το παραδοσιακό γλέντι καταγράφεται με τον απλούστερο και πιο αυθεντικό του τρόπο.
Μετά από 17 χρόνια συνεργασίας της με το Τ.Ε.Μ, το 1963, αποφάσισε να παραιτηθεί και να τολμήσει κάτι καινούργιο. Συνεργάζεται με το Διονύση Σαββόπουλο και εμφανίζεται μαζί του στη «Μπουάτ Ροντέο». Έναν νεανικό και αντιχουτικό χώρο, ο οποίος θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζε η νεολαία της εποχής την παραδοσιακή μουσική. Σε συνέντευξη της η ίδια είχε δηλώσει:
«Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι»
Και όντως συνέβη, αφού από τότε και έπειτα παρατηρείται μια μαζική αποδοχή του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, καθώς γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό, τόσο στους νέους εντός αλλά και εκτός Ελλάδας.
Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η Δόμνα Σαμίου ταξίδεψε στην Αγγλία για να παρουσιαστεί στο «English Bach Festival». Το βρετανικό κοινό ενθουσιάστηκε τόσο, που της ξανάγινε πρόταση για εμφάνιση της στη διοργάνωση με την παρουσία της ομάδας της, άλλες 4 φορές.

Από τις σημαντικότερες συνεργασίες της, ήταν αυτή με τη δισκογραφική «Columbia» το 1974, ενώ από το 1976 μέχρι το 1977 συνεργάστηκε με την ΕΡΤ για την εκπομπή «Οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου». Αυτό που θεωρείται σημαντική παρακαταθήκη της είναι ο «Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου». Συστάθηκε το 1981 με σκοπό τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής, μέσω εκδόσεων δίσκων και διοργάνωση εκδηλώσεων, σύμφωνα με επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές.
Από το 1993 και μέχρι το 2001 δίδαξε δημοτική μουσική για ενήλικες στο μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων Αθήνας, ενώ τον Οκτώβριο του 1998 και με αφορμή των 70 χρόνων της, πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής συναυλία προς τιμήν της με τίτλο «Η γνωστή και άγνωστη Δόμνα».
Η αξεπέραστη διάκριση, ωστόσο, ήταν αυτή που της αποδόθηκε το 2005. Παρουσία των στενών συνεργατών, φίλων αλλά και της οικογενείας της, τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλο με μετάλλιο για την προσφορά της στη Ελληνική παραδοσιακή μουσική.

Στις 10 Μαρτίου του 2012 η Δόμνα Σαμίου έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω μια βαριά κληρονομιά για όλους μας. Η έκδοση δίσκων, οι τηλεοπτικές αλλά και θεατρικές εκπομπές, οι κινηματογραφικές ταινίες, τις οποίες επιμελήθηκε μαζί με μια σωρεία εμφανίσεων, έμειναν να μας θυμίζουν το όραμα της, που δεν ήταν άλλο από τη διάσωση και προβολή της Ελληνικής Παραδοσιακής μουσικής.
Η ίδια, η Δόμνα Σαμίου, ξεπέρασε τα όρια του Ελλαδικού χώρου πολλές φορές και μετέφερε αυτή τη μουσική, παρουσιάζοντας στο διεθνή κόσμο μια άλλη μουσική άποψη για την Ελλάδα, χωρίς το μπουζούκι, που μέχρι τότε επικρατούσε. Ας ελπίσουμε, πως η φλόγα του οράματος της θα παραμείνει ζωντανή και θα συνεχίσει να μεταδίδει τα ιδεώδη που πρέσβευε και η ίδια.