Το όνομα Ειρήνη Λελέκου ίσως στους περισσότερους από εμάς να μην είναι ιδιαιτέρως κοινό και οικείο. Κι όμως ανήκει σε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές που γέννησε η Ελλάδα και έλαμψε στο θεατρικό σανίδι και τον κινηματογράφο και συνεχίζει να ακτινοβολεί μιας και έχει συμπληρώσει το 90ο έτος της ηλικίας της. Ο λόγος για την ηθοποιό που γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1926, Ειρήνη Παππά. Το επώνυμο Παππά ανήκει στον πρώτο της σύζυγο Άλκη Παππά με τον οποίο αν και χώρισε διατήρησε το επώνυμο του με το οποίο έγινε γνωστή και καταξιώθηκε σε παγκόσμια εμβέλεια.
Οι γονείς της δάσκαλοι μύησαν θα λέγαμε από μικρή ηλικία την ηθοποιό με την λιτή ομορφιά που την διακρίνει στο κόσμο του παραμυθιού και των διηγήσεων αφενός η μητέρα και η γιαγιά της. Σ’ αυτή την ηλικία γράφει δικά της ποιήματα και ιστορίες. Ο πατέρας της, άνθρωπος με βαθιά πίστη στην ισότητα των φύλων, φρόντισε η Ειρήνη και οι τρεις αδελφές της να ανατραφούν κατά αντίστοιχο τρόπο. Χάρη σ’ αυτόν η Παππά άρχισε να διαβάζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.
Η γυναίκα που έγινε διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης σε συνέντευξή της μίλησε για τον πατέρα της, λέγοντας: «Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος. Δεν υπάρχουν κύριοι και επίσημοι, αλλά άνθρωποι. Με έμαθε ότι ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει».
Η απόφαση της να ασχοληθεί με τον καλλιτεχνικό χώρο είναι έκδηλη μιας και από τα 15 της χρόνια εργαζόταν ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια. Η επιθυμία της να γίνει ηθοποιός εκδηλώνεται σε μια εποχή που μαστιζόταν από έντονες προκαταλήψεις αναφορικά με το δεδομένο επάγγελμα, γεγονός που εξηγεί ότι η εξομολόγηση του ονείρου της στην μητέρα της δεν βρήκε γόνιμο έδαφος. Παρακολουθεί μαθήματα στην σχολή Ροντήρη μαθαίνοντας την τέχνη του ηθοποιού από τα λεγόμενα ιερά τέρατα του κλασσικού θεάτρου Παρασκευά, Καρυντινό, Γληνό και τον ίδιο τον Ροντήρη.
Τα πρώτα της βήματα στο θέατρο πραγματοποιούνται μέσα από συμμετοχές σε αρχαίες τραγωδίες όπως η «Μήδεια» και η «Ηλέκτρα» με τις κριτικές να αξιολογούνται κάτι παραπάνω από καλές. Η αγάπη και ο σεβασμός της ηθοποιού για τις αρχαίες τραγωδίες αποδείχτηκε πριν από μερικά χρόνια, όταν η ίδια αποφάσισε να σταματήσει να ερμηνεύει τέτοιους ρόλους. «Αποφάσισα ότι δε θα παίξω πια, διότι η τραγωδία συνεπάγεται μια τεράστια ευθύνη. Και ο φόβος ότι θα μπορούσα να μην ανταπεξέλθω, θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα», δήλωσε σε συνέντευξή της σε εφημερίδα της Ρώμης.
Ήταν ο τελευταίος χρόνος στη σχολή, που ο Αλέκος Σακελλάριος την είδε να παίζει στον Μάκβεθ.
Ο ίδιος, της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνη, με την κλασσική παιδεία της. Η επαναστάτρια μέσα της όμως, είπε «ναι». Ήθελε να γίνει κάτι άλλο από τους ηθοποιούς του Εθνικού, που παρατηρούσε αλλά θεωρούσε ψεύτικους.
Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχει μία λεπτομέρεια: ο Σακελλάριος γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι δεν την είδε πρώτη φορά στη Σχολή της, αλλά στο Σύνταγμα να περπατά και την περιγράφει ως «ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μια Καρυάτιδα». Αυτός ο χαρακτηρισμός θα την ακολουθεί για μία ζωή. Σκηνοθέτες, δημιουργοί, παραγωγοί, ο Τύπος, τα βιβλία της ιστορίας της Τέχνης. Η ζωντανή Καρυάτιδα.
Στο πεδίο του κινηματογράφου διαθέτει στο ενεργητικό της σχεδόν 80 ταινίες ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται και μεταφορές τραγωδιών. Από τις πιο γνωστές ερμηνείες της είναι ο ρόλος της αγωνίστριας Μαρίας Παπαδήμου, το 1961 στην ταινία «Τα κανόνια του Ναβρόνει» και της χήρας στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Το 1962 συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Κακογιάννη στην κινηματογραφική μεταφορά της Ηλέκτρας κατέχοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία έλαβε 24 βραβεία και διακρίσεις ανάμεσα στα οποία βραβεία καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς και ηχητικής επένδυσης στο Φεστιβάλ των Κανών το 1962 με την συνεργασία των δυο να συνεχίζεται στις Τρωάδες το 1971 και την Ιφιγένεια το 1977.
Οι ταινίες της που κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, αλλά και οι διθυραμβικές κριτικές για τις θεατρικές της ερμηνείες έκαναν τους Αμερικάνους παραγωγούς να την αναζητήσουν και να της ζητήσουν συνεργασία. Έτσι η Ειρήνη Παππά έπαιζε σε αρκετές παραστάσεις του Μπρόντγουει. Το ντεμπούτο της ήταν με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι» που ανέβηκε το 1967. Και κάπως έτσι βρέθηκε στην κορυφή του κόσμου και της Τέχνης.
Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου το 1969 για το «Ζ», του Κώστα Γαβρά , ο τίτλος της «Γυναίκας της Ευρώπης», το 2000, «Χρυσό Λέοντα» της Μπιεννάλε Θεάτρου Βενετίας, για τη γυναίκα που σε 50 χρόνια στάθηκε στα ίσια με όλες τις μεγάλες ηρωίδες που ενσάρκωσε κι εκείνες την αγάπησαν.
Η ίδια η ηθοποιός έχει δηλώσει για τους ρόλους που επέλεγε: «Ποτέ δεν θέλησα να παίξω αισθησιακούς ρόλους ή ρόλους επιθυμητών γυναικών. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να παίζω εμένα, δηλαδή την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Μάλιστα, πολλές φορές δεν δίσταζε να εμφανίζεται μπροστά σε δημοσιογράφους και φωτογράφους χωρίς μακιγιάζ. Δεν υιοθέτησε ποτέ τον τίτλο της σταρ με την γοητεία της όμως να ξεχειλίζει. Έχει χαρακτηριστεί ιέρεια του ελληνικού κινηματογράφου και όχι άδικα.
Εκτός από τον γάμο της που άρχισε και τελείωσε όταν ήταν πολύ νέα, Ο Μάρλον Μπράντο και ο Αντονι Κουίν ήταν οι δυο συμπρωταγωνιστές της που ξεκάθαρα όλοι μιλούσαν για τη σφραγίδα που τους άφησε. Η Παππά γοήτευσε ιδιαίτερα και τον Κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Η προσφορά της Ειρήνης Παππά στην τέχνη έχει αναγνωριστεί πολλές φορές τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, μέσα από τις αμέτρητες διακρίσεις που έχει λάβει κατά καιρούς. Ακόμα και σήμερα, που έχει αποσυρθεί από τα θεατρικά δρώμενα, το όνομα της είναι κορυφαίο και οι ερμηνείες της αποτελούν μάθημα υποκριτικής για τους νεότερους ηθοποιούς.
[Μέρος των πληροφοριών αντλήθηκε από την Μηχανή του Χρόνου]