Η έννοια των ορίων συνήθως χρωματίζεται αρνητικά στο μυαλό μας. Κάποιοι αντιπαθούν τους περιορισμούς που αυτά συνεπάγονται, άλλοι αδυνατούν να λειτουργήσουν χωρίς την ύπαρξή τους και ορισμένοι προσπαθούν να ανακαλύψουν αυτή τη μαγική ισορροπία ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους. Κάθε είδους σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των ανθρώπων – ερωτικής φύσεως, οικογενειακού δεσμού, φιλική ή επαγγελματική – έχει ανάγκη τα όρια. Δεν είναι συνήθως σαφές και αυτονόητο το τι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε ή επιθυμούμε. Ο μόνος τρόπος για να το γνωστοποιήσουμε στους άλλους είναι να το εντάξουμε σε λέξεις. Να οριοθετήσουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τον κόσμο.
Τι γίνεται όμως όταν φοβόμαστε τα όρια; Γιατί συχνά αδυνατούμε να πούμε «όχι»; Γιατί αποφεύγουμε να είμαστε ο εαυτός μας; Και γιατί προτιμούμε να καταπιέζουμε όλο μας το είναι από το να εναντιωθούμε σε κάποιον «σημαντικό άλλο»;
Ο κύριος και βασικός λόγος φαίνεται να είναι η ενδόμυχη ανάγκη μας για αποδοχή. Ποιος δε θέλει να τον αγαπούν, να τον θαυμάζουν, να είναι αρεστός; Όσο περισσότερο χρειαζόμαστε την επιβεβαίωση των άλλων για να αυτοπροσδιοριστούμε, τόσο δυσκολότερο είναι να θέσουμε τα όρια μας. Ο φόβος της απόρριψης, της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, κατακρημνίζει κάθε προσπάθεια αντίστασης σε όσα μας βλάπτουν. Ο τρόπος που μεγαλώσαμε παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στο πώς διαχειριζόμαστε τα διαπροσωπικά όρια. Η εσωτερική ανασφάλεια και η αίσθηση ανεπάρκειας του εαυτού μπροστά στον κόσμο εντατικοποιεί την ανάγκη να δούμε το ποιοι είμαστε μέσα από τα μάτια των άλλων. Τα αίτια αυτού μπορεί να είναι πολλά και σίγουρα ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η εσωτερική αναζήτηση και προσπάθεια κατανόησης του εαυτού πάντα βοηθά. Βάζω τα δικά μου όρια δε σημαίνει πως δεν σέβομαι τον άλλον, πως δεν κατανοώ τα θέλω και τις ανάγκες του. Σημαίνει όμως πως σέβομαι εξίσου τον εαυτό μου, αφουγκράζομαι όσα έχει να μου πει και δεν τα θυσιάζω στο βωμό της αποδοχής, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον καθένα μας.
Για τη δημιουργία μιας στέρεης βάσης στις σχέσεις μας, έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο θέτουμε τα όριά μας. Οριοθετώ δεν σημαίνει επιβάλλω τα θέλω μου, σημαίνει πως καθιστώ σαφές μέχρι ποιο σημείο επιτρέπω στον άλλον να παρεμβαίνει στη ζωή μου και να με επηρεάζει. Θέτω δηλαδή τις δικές μου προϋποθέσεις γι’ αυτή τη σχέση. Χρειάζονται σταδιακές αλλαγές και μικρά, σταθερά βήματα σε αυτή τη διαδικασία. Και πρώτα από όλα χρειάζεται η απενοχοποίηση του εαυτού μας. Δηλαδή, να πάψουμε να θεωρούμε πως είναι ένδειξη αγάπης και σεβασμού το να μην λέμε όχι, να μην έχουμε αντιρρήσεις, να προσφέρουμε αδιακρίτως ό, τι μας ζητείται και να αποφεύγουμε κάθε είδους σύγκρουση. Χρησιμοποιώντας τη διαπραγμάτευση ως μέσο, τα αντικρουόμενα όρια δύο ατόμων μπορούν να οδηγήσουν σε μια εποικοδομητική αντιπαράθεση. Βρίσκομαι σε μια σχέση, δεν σημαίνει χάνω την ταυτότητά μου ή αλλάζω τα στοιχεία της προσωπικότητάς μου.
Σημαντικό σε αυτή την προσπάθεια είναι το να παραμένουμε σταθεροί στα όριά μας, να μην τα τροποποιούμε διαρκώς κατά το συμφέρον μας ή υπό την πίεση των άλλων. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις και διαπραγματεύσεις είναι αναγκαίο κομμάτι σε κάθε σχέση, όμως η προστασία του εαυτού όταν αισθανόμαστε πως βλάπτεται, πρέπει να παραμένει προτεραιότητα. Κάθε σχέση χρειάζεται τα όρια ως εξασφάλιση της διατήρησης της αυθεντικότητάς μας, ως εγγύηση για την αποφυγή αλλοίωσής της. Δείχνοντας πίστη σε μας, γνωρίζοντας στ’ αλήθεια ποιοι είμαστε, τι θέλουμε, τι σκεφτόμαστε στο πλαίσιο των σχέσεων μας, γινόμαστε οι ίδιοι κινητήριος δύναμη για να προχωράμε μπροστά. Στόχος μιας υγιούς σχέσης είναι να πορευόμαστε σε μια κοινή γραμμή, όπου τα όρια κανενός δεν καταπατούνται. Αρκεί η συνειδητοποίηση της αυτο-αξίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μας, για να καταλάβουμε πως όσοι αληθινά ενδιαφέρονται για εμάς και εκτιμούν αυτό που πραγματικά είμαστε, δεν θα μας απορρίψουν σ’ ένα «όχι».
Η γνωστοποίηση στους άλλους όσων κρατούμε μέσα μας είναι το κλειδί για ό,τι φυλάκιζε ως τώρα τον εαυτό μας.